Αφγανιστάν: Από το «Βιετνάμ» των Σοβιετικών στον μακροβιότερο πόλεμο των ΗΠΑ – Πως φτάσαμε στις τραγικές, πλην όμως αναμενόμενες, σκηνές των τελευταίων ημερών;

Μετά τον 9ετή πόλεμο (1979/1980 – 1989) μεταξύ Αφγανιστάν και ΕΣΣΔ, επήλθε η ήττα των Ρώσων με δριμύτατες απώλειες για τους αντίπαλούς τους που άγγιξαν το 1 εκατομμύριο. Κατ’ ουσίαν, οι Σοβιετικοί αντιμάχονταν τους Μουτζαχεντίν (στρατιώτες του Θεού, αυτοί που εκτελούν τη τζιχάντ, τον «ιερό πόλεμο»), δηλαδή φονταμενταλιστές μαχητές που αντιτάσσονταν στην Σοβιετική επιρροή και τις μεταρρυθμίσεις που είχαν προωθηθεί από τα πολιτικά υποχείριά τους. Στην πραγματικότητα, οι ακραίοι αυτοί ισλαμιστές, τους οποίους τότε η Δύση αποκαλούσε αδαώς «freedom fighters», υποστηρίζονταν υλικοτεχνικά και οικονομικά από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους: Την Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν και άλλα μουσουλμανικά κράτη.

Πολιτικό Ισλάμ και Διεθνής Τρομοκρατία: Από τους Μουτζαχεντίν στους Ταλιμπάν

Έτσι, οι ΗΠΑ κατάφεραν διαμεσολαβητικά και χωρίς απευθείας ανάμειξη να ισχυροποιήσουν τους Μουτζαχεντίν, οι οποίοι αναίρεσαν κάθε θετική τομή των σοβιετικών, όπως η ένταξη των γυναικών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Μετά την επικράτηση των ακραίων ισλαμιστών και την εδραίωση ενός υπερσυντηρητικού status quo στην περιοχή, μια ακόμα πιο επικίνδυνη ομάδα έκανε την εμφάνισή της: Οι – πλέον γνωστοί –  Ταλιμπάν. Έτσι, από το 1994, πολλά μέλη της φυλής των Παστούν συγκρότησαν την φονταμενταλιστική οργάνωση των Ταλιμπαν, που  σημαίνει «Φοιτητές», κοντά στην πόλη Κανταχάρ, στον αφγανικό Νότο. Οι Ταλιμπάν δεν άργησαν να επικρατήσουν στο Αφγανιστάν, με αποτέλεσμα η διεθνής κοινότητα και ο ΟΗΕ να αναγνωρίζουν ως «νόμιμη κυβέρνηση εν αναμονή» την λεγόμενη  «Βόρεια Συμμαχία», δηλαδή τους πολιτικούς αντίπαλους των Ταλιμπάν (με εμφανή δυτική επιρροή), οι οποίοι είχαν περιοριστεί σε περιοχές βορείως της Καμπούλ.

Ταλιμπαν στο Αφγανιστάν με οπλα

Μαχητές Ταλιμπάν

Ως συνήθως, οι  Δυτικοί δεν είχαν συνειδητοποιήσει τι ακριβώς δημιούργησαν στα ευκαιριακά πλαίσια του ψυχροπολεμικού κλίματος, υποτιμώντας τον κίνδυνο ενός διεθνούς ισλαμικού τρομοκρατικού  δικτύου. Μάλιστα, η γνωστή Αλ Κάιντα, που πρωτοεμφανίσθηκε δημόσια το 1989, προερχόταν κυρίως από το λεγόμενο «Μεκτά Αλ Κιντεμάτ», μια από τις κεντρικές βάσεις των Αφγανών Μουτζαχεντίν. Η ίδια επακριβώς ιστορία επαναλήφθηκε και με τον ISIS στον απόηχο της αραβικής άνοιξης, με τις γνωστές συνέπειες για τη Μέση Ανατολή. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν υπερβάλλουν οι αναλυτές που κάνουν λόγο για  «φαινόμενο Φρανκενστάιν».

Η τυπική χρεοκοπία μιας κοντόφθαλμης εξωτερικής πολιτικής

Οι τραγικές τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου συντάραξαν τον κόσμο, δίνοντας όμως παράλληλα την τέλεια ευκαιρία στην παρεμβατική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Επί προεδρίας του Goerge W. Bush (με αντιπρόεδρο το «γεράκι» Dick Cheney που κατηγορείται μέχρι σήμερα για εγκλήματα πολέμου) εγκαινιάστηκε ένα νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής με άκρως ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Αυτό το δόγμα, δράττοντας την ευκαιρία των τρομοκρατικών επιθέσεων, βασίστηκε στην στρατιωτική επέμβαση σε χώρες της Μέσης Ανατολής υπό το πρόσχημα της εξαγωγής δημοκρατίας και της καταπολέμησης των τρομοκρατών (των ίδιων που οι ΗΠΑ πρωτογενώς δημιούργησαν). Στην πραγματικότητα ο στόχος ήταν η εκμετάλλευση ξένων πλουτοπαραγωγικών πηγών (πχ πετρέλαιο), η χρήση των εν λόγω περιοχών επί τη βάσει δυτικών γεωστρατηγικών επιδιώξεων και η επίδειξη ισχύος.

Έτσι, οι Νατοϊκές χώρες, προεξαρχόντων των ΗΠΑ – Μ. Βρετανίας – Γαλλίας, μαζί με την συνδρομή μουσουλμανικών χωρών όπως της Σ. Αραβίας, εισέβαλαν στο Αφγανιστάν το 2001 (πρόφαση: περιορισμός των τρομοκρατών εντός της χώρας), στο Ιράκ το 2003 (πρόφαση: δήθεν όπλα μαζικής καταστροφής), αποσταθεροποιώντας πλήρως τις εν λόγω περιοχές. Αντίστοιχα, η Δυτική ανάμειξη στους εμφυλίους της Λιβύης και της Συρίας το 2011 (πρόφαση: πτώση δικτατόρων/εγκαθίδρυση δημοκρατίας) οδήγησε τα κάποτε αναπτυσσόμενα κράτη σε κατάσταση τύπου «failed states», μια κατάσταση από την οποία, δεν έχουν ακόμα ανακάμψει.

Οι διαμεσολαβητικές συγκρούσεις, η υποστήριξη φονταμενταλιστών και οι κοντόφθαλμες στρατιωτικές επεμβάσεις γέννησαν τους σημερινούς αντίπαλους της Δύσης, θυμίζοντας μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. 

ο ΠΡΈΟΔΡΟς μπους με τον αντιπροεδρο Τσέινι

Ο πρόεδρος Bush και ο αντιπρόεδρος Cheney

Οικονομικοπολιτικό και στρατιωτικό φιάσκο

 Ο Πόλεμος στο Αφγανιστάν κράτησε 20 χρόνια και κόστισε 45 δις ανά έτος στις ΗΠΑ. Εάν συνυπολογίσουμε και τους τόκους, η συνολική δαπάνη αγγίζει τα 6,5 τρισεκατομμύρια δολάρια! Πέραν των (άσκοπων) θανάτων αμερικανών και βρετανών στρατιωτών σε έναν πόλεμο που ούτε οι ίδιοι οι Αφγανοί δεν επιθυμούσαν να παλέψουν, οι δυτικές προσπάθειες ενδυνάμωσης του Αφγανικού κράτους απέβησαν παραπάνω από άκαρπες. Από το 2001, όταν και οι Ταλιμπάν περιορίστηκαν στην Αφγανική επαρχία από τους Δυτικούς, η επίσημη Αφγανική κυβέρνηση δεν κατάφερε να εδραιώσει ένα ισχυρό πολιτειακό καθεστώς. O τακτικός στρατός της χώρας, αν και με 300.000 άνδρες και παρά την αμερικανική χρηματοδότηση και εκπαίδευση,  διαλύθηκε εν μια νυκτί. Όπως οι Ρώσοι ενημερώνουν, ο πρόεδρος της χώρας διέφυγε με 4 οχήματα και ένα ελικόπτερο γεμάτο λεφτά, αποδεικνύοντας τις επί σειρά ετών καταγγελίες για ακραία διαφθορά εντός της κυβέρνησης, που στην ουσία δεν ήταν κάτι παραπάνω από μια αμερικανική μαριονέτα.

Όπως πολύ σωστά σημειώνει ο ανταποκριτής των NYTimes στο Αφγανιστάν, Nicholas Kristof: «Πολλοί Αφγανοί δεν συμπαθούσαν ούτε τους Ταλιμπάν ούτε την αφγανική κυβέρνηση, αλλά τουλάχιστον πίστευαν ότι οι Ταλιμπάν ήταν τίμιοι, αν και αμόρφωτα κτήνη και μισογύνηδες». Αυτή και μόνον αυτή η φράση συμπυκνώνει ολόκληρη την δυτική πλάνη: Μπορεί να νομίζεις πως με χρήμα και τεχνογνωσία θα διαμορφώσεις κάποιον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» σου, όμως μονάχα εάν όντως το επιθυμεί. Όταν οι τοπικές κοινωνίες, και όχι οι ελεγχόμενες ελίτ, σε αντιλαμβάνονται ως κατακτητή, ως ένα «ξένο σώμα», τότε είναι μαθηματικώς βέβαιον πως θα σε «ξεράσουν», αργά ή γρήγορα.

Οι Ταλιμπαν στο Προεδρικο Μεγαρο

Οι Ταλιμπάν εντός του Προεδρικού Μεγάρου

Και τώρα τι;

Ο σημερινός πρόεδρος της Αμερικής έχει δίκιο όταν λέει πως οι εικόνες χάους ήταν αναπόφευκτες, όπως επίσης αναπόφευκτη ήταν η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είχαν αποσυρθεί εδώ και πολλά χρόνια από την περιοχή, καθώς το οικονομικό και στρατιωτικό κόστος ξεπερνούσε κατά πολύ το όποιο δυνητικό όφελος. Αυτό που σίγουρα δεν περίμεναν, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ, είναι η ταχύτατη επέλαση των Ταλιμπάν, όπως και η ακόμα γρηγορότερη ενδοκατάρρευση του Αφγανικού κυβερνητικού οικοδομήματος.

Η Ευρώπη θα έπρεπε ήδη να ανησυχεί για τις συνέπειες της νέας κατάστασης, αφού η εναλλαγή εξουσίας θα δημιουργήσει εκτοπισμένους αντιφρονούντες που θα οξύνουν ακόμα περισσότερο την προσφυγική κρίση. Η Ελλάδα πρέπει να κινητοποιηθεί διπλωματικά και ενωσιακά έτσι ώστε να απαιτήσει μια λογική και επί ίσοις όροις διαχείριση της νέας επικείμενης κρίσης. Το πρόβλημα παραμένει Ευρωπαϊκό και όχι απλώς Μεσογειακό. Υπό το φως των νέων δεδομένων κρίνεται επιβεβλημένη μια νέα συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, αναφορικά με τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές, η οποία θα πρέπει να είναι  πολύ σαφέστερη και αυστηρότερη από την άτυπη του 2016. Η Ευρώπη πρέπει να αντιληφθεί πως είτε θα διαχειριστεί το ζήτημα ισότιμα, είτε θα ξαναβιώσει το χάος του 2015 – 2016.

ΥΓ: Το μυαλό μας παραμένει διαρκώς με τις γενναίες γυναίκες τους Αφγανιστάν, καθώς και με τον πληθυσμό εκείνο που διατρέχει σοβαρό κίνδυνο λόγω διαφορετικών φρονημάτων. Ο σκοταδισμός παραμένει παρών, και οι ευθύνες της τερατογένεσης είναι διάχυτες. Κουράγιο, πίστη, δύναμη. Αυτό μπορούμε να ευχηθούμε, τουλάχιστον για την ώρα. Αν όντως θέλουμε να αλλάξει αυτή η κατάσταση, τότε είναι ώρα να πιέσουμε, ως εκλογικό κοινό, τις απανταχού κυβερνήσεις προς μια κατεύθυνση λελογισμένης άσκησης και χάραξης εξωτερικής πολιτικής, μακριά από την προσχηματική επεμβατική  προσέγγιση που δημιούργησε όλα τα προαναφερθέντα δεινά.