ΗΠΑ και Ε.Ε. αντιμετωπίζουν κοινές κρίσεις και κινδύνους. Επιλέγουν όμως αισθητά διαφορετικές προσεγγίσεις.

Το ιδιαίτερα ασταθές μετα – κρισιακό πλαίσιο, ήδη διαμορφωμένο από το 2010, μετατοπίστηκε έτι περαιτέρω ελέω covid. Πέραν του απορρυθμισμένου (και εν πολλοίς χρεοκοπημένου) χρηματοπιστωτικού συστήματος, τα περιορισμένα κρατικά αποθέματα και τα συνακόλουθα τεκτονικά σοκ που προέκυψαν σε μια σειρά ζητημάτων, εντός των οποίων οι κοινωνικές ανάγκες και το έλλειμμα δημοκρατίας στις δυτικές φιλελεύθερες πολιτείες, στην εξίσωση προστίθεται η ανάγκη αναδιοργάνωσης της διεθνούς κοινότητας στη μετά – covid εποχή.

Ο τελευταίος αυτός πολυπαραγοντικός στόχος αφορά αλληλοσυνδεόμενες καταστάσεις, όπως την διευθέτηση της προσφυγικής κρίσης, την επιστροφή σε μια βιώσιμη (και πλέον πράσινη) αναπτυξιακή τροχιά, την περιφερειακή & διεθνή ασφάλεια, καθώς και την αναδιαμόρφωση των δημοσίων πολιτικών. Όλα τα προαναφερθέντα αποτελούν κοινά σημεία ενδιαφέροντος τόσο για τις ΗΠΑ, οι οποίες παλεύουν για να εμποδίσουν την εδραίωση της Κίνας ως de facto οικονομική και εμπορική ηγεμονική δύναμη, όσο και για την Ε.Ε., η οποία προσπαθεί, για ακόμα μια φορά στη σύγρονη ιστορία της, να ισορροπήσει τις διαφορετικές εσωτερικές προτεραιότητες των κρατών – μελών.

Η Αμερική της εποχής Biden δείχνει να βρίσκει γρήγορα τους βηματισμούς της, ή τουλάχιστον γρηγορότερα από την Ε.Ε.,  διαψεύδοντας όσους θεωρούσαν την νέα αμερικανική διοίκηση «παρόμοια με αυτή του Τραμπ». Ακόμα και ο νεομαρξιστής φιλόσοφος Σλάβοι Ζίζεκ παραδέχτηκε πως ο Biden δεν είναι «ένας Τραμπ με ανθρώπινο πρόσωπο», όπως περίμενε. Οι ΗΠΑ, μετά από μια μετωπική σύγκρουση με ακροδεξιές, λαϊκιστικές και νεοφασιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό πολιτικό παρασκήνιο – αντίστοιχες με αυτές που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη από το 2008 και μετά, επέστρεψαν στην παγκόσμια συζήτηση με μερικές θέσεις – τομές, φορολογικού/οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτές οι ήπιες μεταρρυθμίσεις προέρχονται από την προοδευτική/ριζοσπαστική πλευρά του κόμματος των Δημοκρατικών, την λεγόμενη «πτέρυγα Sanders», χάρη στην οποία η κυβέρνηση Biden κατάφερε να βρει την οριακή πλειοψηφία για να ανατρέψει τον Τραμπ, με τον οποίον ακόμα δεν έχει ολοσχερώς ξεμπερδέψει.

Την ίδια στιγμή που η Ε.Ε. αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε φειδωλές και τονωτικές δημοσιονομικές πολιτικές, οι ΗΠΑ προβαίνουν σε αναπάντεχες πολιτικές επιλογές. Για αρχή, η νέα αμερικανική διοίκηση νομοθέτησε πανδημικά paychecks για τους εργαζομένους σε αναστολή, τα οποία κάποιες φορές ξεπερνούσαν (κατ’ ελάχιστο) τις κανονικές μηνιαίες αποδοχές τους, παρά τις έντονες αντιδράσεις των Ρεπουλμπλικανών του Κογκρέσου. Μετέπειτα, ο πρόεδρος Biden, κατά τη διάρκεια του ετήσιου State of the Union, απευθύνθηκε στον αμερικανικό λαό και έκανε το αδιανόητο: αποκήρυξε τις νεοφιλελεύθερες Ρηγκανικές πολιτικές! Το κράτος – παράδειγμα των ιδεών του Μίλτον Φρίντμαν και της άκρατης ελεύθερης αγοράς, παραδέχεται πως οι ιδιωτικά εκπορευόμενες λογικές μεγιστοποίησης του κέρδους μιας ολιγαρχίας, εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος, έχουν φτάσει σε ένα ανεκτό όριο. Η αποκήρυξη των «trickle down economics», δηλαδή των οικονομικών χαμηλής έως μηδενικής φορολογίας για τις εταιρείες – μεγαθήρια και επιβάρυνσης των μεσαίων και ασθενών στρωμάτων, φαίνεται να μετουσιώνεται (έστω δειλά) σε πράξη, μέσω της πρότασης για ελάχιστο παγκόσμιο εταιρικό φόρο της τάξης του 15%, μια πολιτική που εάν εφαρμοστεί θα αποτελέσει πλήγμα στους φορολογικούς παραδείσους. Η  εν λόγω πρόταση  πέρασε από το G7 και αναμένεται να συζητηθεί στο G20.

Εάν χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία της συγκριτικής πολιτικής παρατήρησης, η Ευρώπη, εις ό,τι αφορά τις ίδιες θεματικές πολιτικής, φαίνεται μάλλον αργοπορημένη. Αν και το ενωσιακό οικοδόμημα επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά εις ό,τι αφορά τον εμβολιασμό, το ψηφιακό πιστοποιητικό μετακίνησης και την συγκρότηση ορισμένων έκτακτων ενισχύσεων των κρατών, δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τα σημερινά προτάγματα, ή καλύτερα την μακρο – εικόνα. Επί παραδείγματι, τα μαθήματα συνεπειών της καθυστερημένης παρέμβασης της ευρωκρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, δεν δείχνουν να έχουν εμπεδωθεί, καθώς η Ε.Ε. και συγκεκριμένα οι Βόρρειες πλεονασματικές χώρες, αφού πρώτα αρνήθηκαν την έκδοση κοινού χρέους (ευρωομολόγου) όπως αντίστοιχα την δημοσιονομική και τραπεζική ολοκλήρωση εν είδει αποφυγής αμοιβαιοποιημένου κινδύνου, απαίτησαν στα του Ταμείου Ανάκαμψης, εκτός από άμεσες επιδοτήσεις, να προστεθεί και ένα υψηλότατο ποσοστό δανείων από τον ESM, τα οποία και συνοδεύονται με συγκεκριμένες διαρθρωτικές ρήτρες στα πρότυπα των μνημονιακών συμβάσεων. Περαιτέρω, ο γαλλογερμανικός άξονας δεν επέτρεψε ούτε στιγμή να συζητηθεί η πρόταση σοσιαλδημοκρατών και αριστερών για άρση της πατέντας των εμβολίων, ενώ αντίθετα, οι ΗΠΑ ήταν οι πρώτες που πρότειναν το συγκεκριμένο μέτρο, με τον ΠΟΥ να χαιρετίζει την απόφαση.

Ο Ερντογαν με τους προεδρους της Ε.Ε.

Άλλη μια θεματική αναφοράς, για να εμπεδωθεί η σύγκριση μεταξύ των δύο δρώντων, είναι το θέμα της Τουρκίας. Η Αμερική, ήδη στις τελευταίες ημέρες της διοίκησης Τραμπ, ήταν η πρώτη που προέβη σε επιβολή κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας, ως συνέπεια των αγοράς των S – 400, στοχεύοντας την Διεύθυνση Αμυντικών Βιομηχανιών της Τουρκίας (SSB), ενώ λίγο αργότερα απείλησε την Τουρκία με εξαίρεση από το πρόγραμμα μαχητικών F – 35. Η Ε.Ε. δεν δίστασε να αναιρέσει ακόμα και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, καθώς αν και η Τουρκία συνέχισε τις παράνομες δραστηριότητές της στην Α. Μεσόγειο, η Ε.Ε. δεν κατέφυγε στη λήψη κυρωτικών αποφάσεων, αλλά αρκέστηκε σε μεμονωμένες κυρώσεις κατά συγκεκριμένων προσώπων, μια τακτική που έχει πολλάκις δοκιμαστεί αλλά ποτέ αποδώσει. Βεβαίως, η Ε.Ε. έχει ζωτικό συμφέρον από μια, έστω προβληματική, συνεργασία με την Τουρκία, λόγω του μεταναστευτικού ζητήματος. Όπως ακούγεται η Ε.Ε. θα επιδιώξει – αργά ή γρήγορα – μια νέα συμφωνία με την Τουρκία, καθώς η αντίστοιχη του 2016 τηρείται επιλεκτικά από την Τουρκία. Όμως αυτός ο λόγος δεν πρέπει να αποτελεί αιτία νομιμοποίησης μιας τόσο ήπιας, στα όρια της φοβικής, απάντησης σε μια απολυταρχική χώρα με ασταθή οικονομία. 

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, οι ΗΠΑ δεν μετατράπηκαν σε γη της επαγγελίας, ουτε ο Biden, μια αναμοχλευμένη έκδοση του Obama, σε μεγάλο μεταρρυθμιστή. Απλώς, οι πολιτικές συγκυρίες ομοίως με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, έχουν διαμορφώσει μια κατάσταση όπου μονάχα κάποιος αρνητής της πραγματικότητας δεν αντιλαμβάνεται την ανάγκη αλλαγής ορισμένων ηγεμονικών ιδεολογικοπολιτικών αντιλήψεων. Όπως με την περίπτωση της κλιματικής αλλαγής, στην οποία η Ε.Ε. ομολογουμένως πρωτοστατεί σε διεθνές επίπεδο, έτσι και με τα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης, εργασιακής καλυτέρευσης, εξωτερικής πολιτικής και ρεαλιστικής οικονομικής βιωσιμότητας, το ενωσιακό οικοδόμημα πρέπει να παρατήσει τις τετριμμένες επιλογές και να προβεί σε μια δομική μεταρρύθμιση, έχοντας ως επίκεντρο την ενίσχυση των μικρομεσαίων. Τα οικονομικά της λιτότητας απέδειξαν περίτρανα και στις δύο όχθες του Ατλαντικού πως δεν αρκούν οι γνωστές λογικές της διάσωσης ιδιωτικών συμφερόντων (τράπεζες, εταιρείες, funds) μέσω των χρημάτων των φορολογουμένων. Η πανδημία απέδειξε πως οι κοινωνικές και δη υγειονομικές δαπάνες, όπως και οι ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες, συνεχίζουν να είναι τα μόνα αποδοτικά εργαλεία αντιμετώπισης ασύμμετρων και απρόβλεπτων κρίσεων. Η Ε.Ε. πρέπει να παραδειγματιστεί από την ενεργητικότητα των ΗΠΑ, ακόμα και αν αυτή διαρκέσει λίγο, και να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες πολιτικής, σε περιφερειακό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο,  καθώς κάτι τέτοιο δεν κρίνεται μονάχα ως ένα στρατηγικό αλλά πλέον υπαρξιακό πρόταγμα.