Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη δομή αλληλεγγύης στην ανθρώπινη ιστορία.

Η αντιφατικότητα της στη θεσμική μορφή της βρίσκεται στο γεγονός πως ενώ αποτελεί αποτέλεσμα μακρόχρονης διεκδίκησης του λαϊκού κινήματος, παράλληλα καταφέρνει να ενσωματώνεται στη συστημική πολιτική ατζέντα ως βασικός πυρήνας νομιμοποίησης και ανακύκλωσης της καθεστηκυίας τάξης.

Στην σημερινή Ελλάδα, η μετατροπή του συστήματος επικουρικής σύνταξης σε κεφαλαιοποιητικό από αναδιανεμητικό δεν θα μπορούσε να μην αποτελεί αποκρυστάλλωση αυτής της αντιφατικής σχέσης. Έτσι, τόσο οι παραδοσιακές αστικές δυνάμεις όσο και τα κόμματα της Αριστεράς επιδίδονται σε συγκρούσεις άνευ ουσίας και ρεαλιστικής προσέγγισης, εμμένοντας στην επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος. Οι μεν διαλαλούν την δήθεν ευεργετική επίδραση της αγοράς στο χώρο των κοινωνικών ασφαλίσεων, ενώ οι δε παγιδεύονται στη στενή έννοια της διαγενεακής αλληλεγγύης.

Σε μία αρχική επισκόπηση του ασφαλιστικού συστήματος, πριν τη ψήφιση της τελευταίας μεταρρύθμισης, η πλήρης σύνταξη χωρίζεται σε τρία μέρη: εθνική, ανταποδοτική και επικουρική. Το τμήμα της εθνικής, το οποίο είναι καθορισμένο, είναι το μόνο πραγματικά αναδιανεμητικό. Χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και άρα η προοδευτική φορολογία μεταφέρει πόρους στα φτωχότερα στρώματα. Από την άλλη, το τμήμα της ανταποδοτικής και επικουρικής σύνταξης προσδιορίζεται εξατομικευμένα, ανάλογα με τα χρόνια ασφάλισης, τον μισθό εργασίας και τις καταβληθείσες εισφορές, αλλά χρηματοδοτείται με χρήση του αναδιανεμητικού συστήματος. Αυτό, συνοπτικά, σημαίνει πως οι σημερινοί εργαζόμενοι μέσω των εισφορών τους χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων. Αυτό το σύστημα έρχεται σε αντίθεση με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο οι σημερινοί εργαζόμενοι καταβάλλουν τις εισφορές τους σε ατομικό κουμπαρά στα ασφαλιστικά τους ταμεία, τα χρήματα αυτά επενδύονται και επιστρέφονται μαζί με τις αποδόσεις των επενδύσεων κατά τα συντάξιμα χρόνια.

Συνταξιούχος που κρατά λεφτά

Το σημαντικότερο στοιχείο είναι η αναγνώριση της πραγματικής αναδιανομής από την φαινομενική.

Ο λόγος που η εθνική σύνταξη λειτουργεί πραγματικά αναδιανεμητικά είναι επειδή μεταφέρει πόρους από τα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια στα κατώτερα μέσω της φορολογίας, και όχι επειδή απλώς χρηματοδοτείται από τις σημερινές γενιές εργαζομένων και φορολογούμενων. Αντίθετα, το ανταποδοτικό και επικουρικό τμήμα είναι μόνο κατ’ επίφαση αναδιανεμητικό, καθώς στην ουσία προσδιορίζεται από την οικονομική θέση που είχε ο συνταξιούχος κατά τα έτη εργασίας του και δεν γίνεται κάποια υπολογίσιμη μεταφορά πόρων από πλούσιους σε φτωχότερους.

Ωστόσο, ακόμα και σε όρους «αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών», το αναδιανεμητικό σχήμα είναι παραπλανητικό. Και αυτό διότι οι εισφορές δεν αποτελούν τυπικές εναλλακτικές μορφές φορολογίας, ώστε να έχουν τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα που παρατηρήσαμε στο τμήμα της εθνικής σύνταξης. Όταν ένας εργαζόμενος καταβάλλει τις εισφορές του λειτουργεί μεν σαν χρηματοδότης των σημερινών συνταξιούχων, αλλά πρωτίστως ως ασφαλισμένος που ζητά εγγύηση από το κράτος για την μελλοντική σύνταξη του. Στην ουσία, τα χρήματα του παίρνουν την μορφή της επένδυσης, αλλά μόνο με έμμεσο τρόπο. Το ασφαλιστικό ταμείο ζητά χρήματα για τη χρηματοδότηση των σημερινών συνταξιούχων και οι σημερινοί εργαζόμενοι δανείζουν μέρος του μισθού τους με αντάλλαγμα την υπόσχεση πως το κράτος θα τους χρηματοδοτήσει τις δικές τους μελλοντικές συντάξεις. Η διαδικασία αυτή δεν απέχει πολύ από την έννοια του ομολόγου. Μόνο που ακριβώς λόγω της έμμεσης παραπάνω διαδικασίας δεν υπάρχει ένα φανερό επιτόκιο για το άτυπο δάνειο, παρά μόνον το λανθάνον «βιολογικό επιτόκιο», δηλαδή ο ρυθμός δημογραφικής αύξησης. Πρακτικά, η εγγύηση των ασφαλισμένων για τις εισφορές τους είναι πως θα γεννηθούν παραπάνω άτομα τα οποία θα χρηματοδοτήσουν τις μελλοντικές τους συντάξεις.

Για όσα χρόνια οι δυτικές κοινωνίες εμφάνιζαν υψηλές δημογραφικές μεταβολές, το παραπάνω ιδιάζων «ομόλογο» επέτρεπε την απρόσκοπτη ανακύκλωση των «αναδιανεμητικών ασφαλιστικών συστημάτων». Καθώς, όμως, ο ανεπτυγμένος κόσμος πέρασε σε φάσεις δημογραφικής κάμψης, τα ασφαλιστικά συστήματα πέρασαν φάσεις κλυδωνισμού ως προς την βιωσιμότητα τους, αλλά και τη κάλυψη υψηλών ποσοστών αναπλήρωσης. Συνοπτικά, τα ποσοστά αναπλήρωσης είναι το πόσο κοντά είναι οι συντάξιμες αποδοχές στον μισθό εργασίας. Ο γήρανση του πληθυσμού «έριξε» το «βιολογικό επιτόκιο» με αποτέλεσμα κάθε χρόνο οι χρηματοδότες των συνταξιούχων, δηλαδή οι νέοι εργαζόμενοι, όλο και να φθίνουν. Αυτό οδηγεί στη συνεχή μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης, δηλαδή ακόμα και αν αυξάνονται οι συντάξεις, ο ρυθμός αύξησης τους είναι μικρότερος από τον ρυθμό αύξησης του πραγματικού μισθού, άρα και δυσχεραίνει τη θέση των συνταξιούχων.

Συνταξιούχος με ευρώ στα χέρια

Το παραπάνω σχήμα περιγράφει μία πραγματικότητα, η οποία έδωσε στις πολιτικές δυνάμεις πολλών δυτικών κρατών το πάτημα για την επιβολή μιας εγκληματικής αγοραίας λύσης. Το κεντρικό επιχείρημα τους είναι πως αφού το «βιολογικό» επιτόκιο φθίνει, η λύση είναι οι εισφορές να στραφούν σε υψηλότερα πραγματικά επιτόκια πραγματικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία μάλιστα θα μετατρέψουν τις εισφορές σε πραγματικές επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα.

Η εν λόγω πολιτική πρόταση δεν λαμβάνει υπόψιν μία διττή ζοφερή πραγματικότητα, την οποία οι αστικές δυνάμεις εντέχνως συγκαλύπτουν.

Η μία πλευρά αφορά την σταθερότητα των πραγματικών επιτοκίων. Παλιότερα ήταν μόνο μια ανεπιβεβαίωτη προειδοποίηση, ωστόσο η κρίση του 2008 την μετέτρεψε σε επιβεβαιωμένη απειλή. Σε καιρούς κρίσεις δεν υπάρχουν ασφαλείς χρηματοοικονομικές επενδύσεις. Ως εκ τούτου, η επιλογή να επενδυθούν οι εισφορές σε χρηματοοικονομικά προϊόντα δύναται να οδηγήσει σε Αρμαγεδώνα τις επικουρικές συντάξεις, όπως έγινε με πλείστα ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία τη περασμένη δεκαετία.

Η δεύτερη πλευρά, όμως, είναι περισσότερο πολιτική. Η αντίληψη πως η αγορά τίτλων χρηματιστηρίου μεταφράζεται σε πραγματικές επενδύσεις πρέπει να εξεταστεί από την κατάσταση του σημερινού καπιταλισμού. Οι απανωτές κρίσεις έδειξαν σε παγκόσμιο επίπεδο ότι η πραγματική οικονομία δύναται να περάσει σε συνεχείς φάσεις αποεπένδυσης, ενώ τα χρηματιστήρια εκτοξεύονται με όρους «ζωντανών-νεκρών». Επομένως, η βεβαιότητα πως οι επενδυμένες εισφορές στα χρηματιστήρια ισοδυναμούν με ανάπτυξη φανερώνει ιστορικά περισσότερη επιστημονική ανεπάρκεια από τη θέση πως ισοδυναμούν με τζόγο.

Καταληκτικά, η πραγματικότητα του ασφαλιστικού συστήματος σίγουρα δεν μπορεί να ρυθμιστεί πολιτικά με συναισθηματικούς όρους.

Η ορθή καταγγελία πως η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης είναι μία αποτυχημένη, για τα συμφέροντα των πολλών, νεοφιλελεύθερη εμμονή, δεν αναιρεί το αδιέξοδο του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο σίγουρα δεν επιλύεται με μία φαντασιακή πίστη στην επιφανειακή διαγενεακή αλληλεγγύη. Τα ασφαλιστικά ταμεία χρειάζονται ζωτικούς εναλλακτικούς πόρους χρηματοδότησης και ριζικές τομές στη λειτουργία και άλλων θεσμών γύρω τους. Η σύνδεση τους με μία αναπτυξιακή τράπεζα που αξιοποιεί και δεν ξεφορτώνεται την δημόσια περιουσία, η χρηματοδότηση τους από νέους φόρους σε τράπεζες και ψηφιακούς κολοσσούς και η ουσιαστική μεταφορά πόρων από μερίσματα των ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι μόνο η αρχή ενός πραγματικού δημόσιου διαλόγου.