Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος, Jessica Bennett, ήταν η πρώτη αρθρογράφος της στήλης ισότητας φύλων του New York Times. To 2016 έγραψε το βιβλίο Feminist Fight Club: A Survival Manual for a Sexist Workplace”, έναν χιουμοριστικό «οδηγό επιβίωσης» και εγχειρίδιο καριέρας για τη νέα γενιά γυναικών επαγγελματιών σε πατριαρχικούς χώρους εργασίας.

Πολλές φορές τείνουμε να αγνοούμε τις σεξιστικές φράσεις, όταν μία γυναίκα παρκάρει, υψώνει τον τόνο της φωνής της ή απλά προσπαθεί να κάνει καλά τη δουλειά της. Η συγγραφέας όμως, όχι απλά δεν το έκανε, αλλά κατηγοριοποίησε ένα προς ένα τα είδη του σεξισμού, που επικρατεί σε αυτά τα περιβάλλοντα, καθώς και τους ίδιους τους σεξιστές, ανά κατηγορίες.

Σε απόσπασμα του βιβλίου της γράφει: «Υπερβολή; Απλώς, θυμηθείτε τις φορές που χρειάστηκε να σωπάσετε, ενώ έπρεπε να μιλήσετε, τις φορές που μια δική σας ιδέα παρουσιάστηκε ως πνευματική εργασία του προϊσταμένου σας, τις φορές που, μόνο και μόνο, λόγω φύλου, χάθηκε μια προαγωγή ή είπατε το ίδιο πράγμα με έναν άντρα συνάδελφο και λήφθηκε υπόψιν μόνο η δική του άποψη.»

Το βιβλίο της Bennett γράφτηκε πριν από τέσσερα χρόνια, και σαν αυτό γράφτηκαν και θα γραφτούν ακόμη πολλά. 2020 λοιπόν και όσες φωνές και να ακούγονται, όσες ιστορίες και να βγαίνουν προς τα έξω, τα στόματα παραμένουν ακόμη κλειστά, πίσω από τις πόρτες και χωμένα στα πιο απόκρυφα συρτάρια των διευθυντικών γραφείων.

Όπως αναφέρει ο Βασίλης Σωτηρόπουλος σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών, με το ζήτημα του σεξισμού ως νομικής υπόστασης ασχολήθηκε το Συμβούλιο της Ευρώπης, εκδίδοντας στις 28 Μαρτίου του 2019 το πρώτο διεθνές κείμενο που ορίζει τη συγκεκριμένη παθολογία και περιλαμβάνει κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπισή του. Σύμφωνα με τη Σύσταση (2019) 1 της Επιτροπής Υπουργών Εξωτερικών, ο σεξισμός είναι κάθε πράξη, χειρονομία, οπτική αναπαράσταση, προφορικός ή έγγραφος λόγος, πρακτική ή συμπεριφορά που βασίζεται στην ιδέα ότι ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων υπερέχει λόγω του φύλου του. Σύμφωνα με το άρθρο του HuffPost Greece, ο λεκτικός σεξισμός αποτελεί μια παραδοσιακή μορφή ευθείας παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παράγοντα αύξησης της βίας κατά των γυναικών.

Τα φαινόμενα είναι καθημερινά, όσο και εάν τα ρίχνουμε, τόσο η κοινωνία, όσο και εμείς οι ίδιοι , κάτω από το χαλάκι. Είτε λόγω φόβου είτε λόγω ενός υποτιθέμενου σεβασμού είτε λόγω υποχρέωσης και υποταγής στον «ανώτερο», ένα μεγάλο ποσοστό των γυναικών έχει η καθεμιά μία δική της ιστορία. Μια ιστορία στην οποία σώπασε και έσκυψε το κεφάλι, πείθοντας τον εαυτό της πως «έτσι είναι τα πράγματα» και συνεχίζοντας κανονικά τη δουλεία της, σαν ο σεξισμός, η δυσφήμιση και η παρενόχληση να είναι πρακτικές τόσο συνηθισμένες, όσο αυτή του να μπει στο λεωφορείο της το πρωί.

Σύμφωνα με επιστημονική δημοσίευση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), με τίτλο «Γυναίκες ανάμεσα στην εργασία και την οικογένεια εν μέσω κρίσης», το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» είναι η περιορισμένη πρόσβαση των γυναικών σε διοικητικές θέσεις και αξιώματα. Όπως απέδειξαν τα αποτελέσματα της έρευνας, το γεγονός συνδέεται κυρίως με την έλλειψη ενθάρρυνσης από τους άνδρες συναδέλφους. Με άλλα λόγια αποτελεί ένα «ήπιο» σύμπτωμα των έμφυλων ανισοτήτων και ανταγωνισμών στο ακαδημαϊκό και εργασιακό περιβάλλον.

Εάν λοιπόν το παραπάνω είναι το «ήπιο» σύμπτωμα, τότε ποιο είναι το «βαρύ»; Με δυσκολία θα προσπαθήσω να μην αναφερθώ σε περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, μονάχα και μόνο, επειδή θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα τελείως ξεχωριστό άρθρο. Άπειρα όμως είναι τα περιστατικά συκοφαντικής δυσφήμισης γυναικών που «ανεβαίνουν» ακαδημαϊκά και επαγγελματικά, ιστορίες συνεχών προσπαθειών αμαύρωσης της καριέρας και πορείας τους, υπό το σεξιστικό πρόσχημα της χρησιμοποίησης των «κορμιών» τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει για υψηλόβαθμες γυναίκες ατάκες τύπου: «ξέρεις πως βρέθηκε εδώ, ε;». Τόσο σε ανδροκρατούμενους επαγγελματικούς χώρους όσο και σε τομείς όπου τα ποσοστά μεταξύ γυναικών και ανδρών δεν απέχουν τόσο, η υποτίμηση της αξίας μιας γυναίκας σε συνάρτηση με τη προσωπική της ζωή είναι εμφανής.

Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα; Ποια η λύση στο αιώνιο ζήτημα; Πού βρίσκεται η σκάλα για την οροφή, και πώς την ανεβαίνεις, όταν κάποιος συνεχώς την κουνάει; Η Bennet, γράφει στο βιβλίο της για το πώς να «αντιμετωπίσεις άμεσα έναν σεξιστή». Κάποιος άλλος θα έλεγε πως η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η πλήρης άγνοια, όπως λέει και το ρητό, ενός Άγγλου ποιητή και καθηγητή, “ignorance is bliss”. Για χρόνια τα ζητήματα ισότητας θάβονταν, και έπρεπε να εμφανιστεί ένας βιαστής μεγαλο-παραγωγός, ένας σεξιστής πρόεδρος των Η.Π.Α., ένα τεράστιο κοινωνικό κίνημα, ώστε να αρχίσουν δειλά δειλά να ακούγονται οι φωνές. Το ερώτημα όμως σχετικά με το κόστος του να «μιλήσει» μια γυναίκα παραμένει, ένα κόστος το οποίο, όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο μεγαλύτερο γίνεται, και τόσο περισσότερο θάρρος χρειάζεται. Η απάντηση, όμως, είναι πως σήμερα το θάρρος αυτό μπορεί και πρέπει να υπερισχύσει του κόστους, υπερασπιζόμενο όλων των φωνών που ποτέ δεν ακούστηκαν.