Όπως γνωρίζουμε, η Ελλάδα αποτελεί μία από τις χώρες που «βίωσαν» στο πετσί τους την μετανάστευση. Ωστόσο, ήδη από τη δεκαετία του 1990, παρατηρείται έντονα το φαινόμενο, καταρτισμένοι Έλληνες και  Ελληνίδες, που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας, να πηγαίνουν στο εξωτερικό για εργασία. Η κατάσταση αυτή επιτάθηκε περισσότερο εν καιρώ οικονομικής κρίσης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δημοσίευμα του 2015 στην εφημερίδα “The Guardian”, αναφέρει πως, από όταν άρχισε η ελληνική οικονομική κρίση μέχρι και τότε, είχαν φύγει από την Ελλάδα  200.000 νέοι και νέες επιστήμονες. Ακόμη, βάσει στοιχείων έρευνας της Τράπεζας της Ελλάδος, από το 2008 ως το 2017, εγκατέλειψαν την χώρα 467.000 άτομα ηλικίας 25-44 ετών, με το ένα τρίτο εξ αυτών να είναι γυναίκες, κάτι που γεννά ανησυχία και για το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Τέλος, έρευνα του 2016, επίσης της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή», με θέμα «Φυγή ανθρωπίνου κεφαλαίου: σύγχρονη τάση μετανάστευσης των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης», αποδεικνύει ότι η Ελλάδα το 2016 κατείχε την τέταρτη θέση στην Ε.Ε. στη μαζικότητα της μεταναστευτικής εκροής και στην αναλογία της στο εργατικό δυναμικό της χώρας, μετά την Κύπρο, την Ιρλανδία και τη Λιθουανία, και την τρίτη θέση μετά την Κύπρο και την Ισπανία, όσον αφορά το ποσοστό των νέων σε ηλικία εξερχόμενων μεταναστών.

Πηγή εικόνας: in.gr

Σκοπός του εν λόγω άρθρου δεν είναι η εξαπόλυση κατηγοριών, αλλά η διερεύνηση των αιτίων που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν το αποκαλούμενο και ως «brain drain», καθώς και η πρόταση ορισμένων λύσεων για την αντιμετώπισή του.

Καταρχάς, υπάρχει αφενός η άποψη ότι οι επιστήμονές μας φεύγουν σε άλλες χώρες λόγω του μεγάλου αριθμού των καταρτισμένων νέων σε αναζήτηση εργασίας. Υποστηρίζεται, δηλαδή, πως υπάρχουν θέσεις εργασίας, αλλά πλέον υπάρχουν και τόσοι πολλοί επιστήμονες, που είναι αδύνατη η πλήρης απορρόφησή τους από την αγορά εργασίας. Η άποψη αυτή δεν θεωρώ ότι είναι απόλυτα σωστή. Πλέον στον δυτικό κόσμο και ιδίως στις ευρωπαϊκές χώρες, ο αριθμός των πτυχιούχων έχει αυξηθεί ραγδαία, αλλά το ίδιο φαινόμενο δεν παρατηρείται έντονα σε αυτές (πχ Γερμανία, Ολλανδία). Έτσι, ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστική, μπορούμε να καταλήξουμε και στην άλλη άποψη που εκφράζεται.

Αφετέρου, λοιπόν, μερίδα ατόμων πιστεύει το αντίθετο, το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις εργασίας και συνεπώς αυξάνονται η μερική απασχόληση και η ανεργία. Η αλήθεια είναι πως λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα ελλιπή κίνητρα που προσφέρονται για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας στην χώρα μας, όσο και την αδυναμία – λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων – των ήδη υπαρχουσών επιχειρήσεων να ερευνήσουν και να καινοτομήσουν στον τεχνολογικό ιδίως τομέα, φαίνεται εύλογη η επιλογή της μετανάστευσης.

Εξάλλου, ακόμα και στο κομμάτι της κρατικής χρηματοδότησης στα πανεπιστήμια, που μπορεί να απασχολεί επιστήμονες στον ερευνητικό τομέα, παρατηρούνται σοβαρά προβλήματα και μειώσεις πόρων. Οι μειώσεις αυτές αγγίζουν για κάποια Ιδρύματα μέχρι και το 20% σε σχέση με προϋπολογισμούς παλαιότερων ετών, γεγονός που δυσχεραίνει την διεξαγωγή ερευνών. Χαρακτηριστικό είναι ότι η χρηματοδότηση των ΑΕΙ υπέστη το διάστημα 2008-2017 μείωση της τάξεως του 60%, γεγονός που το 2016 είχε προβληματίσει τους Πρυτάνεις, οι οποίοι είχαν θέσει το ζήτημα υπόψιν του Νίκου Φύλη, πρώην Υπουργού Παιδείας. Το μέλλον φαίνεται μάλιστα να είναι ακόμα πιο δυσοίωνο αν εξαρτηθεί το 20% της τακτικής χρηματοδότησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από ποιοτικά κριτήρια, όπως η έρευνα (άραγε πώς θα γίνεται αυτή χωρίς επαρκείς πόρους;) και το 80%  δίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (λχ ο αριθμός των φοιτητών, η γεωγραφική διασπορά του ιδρύματος κλπ), όπως πρόκειται να γίνει με νόμο της νέας κυβέρνησης, ο οποίος επίσης δυσαρεστεί σφόδρα τους Πρυτάνεις των ΑΕΙ. Ωστόσο, αυτό είναι ένα ζήτημα που μπορούμε να αναλύσουμε περισσότερο σε κάποιο επόμενο άρθρο.

Υπό ΕΕ 28: ο μέσος όρος χρηματοδότησης στην ΕΕ

Πηγή εικόνων: esos.gr

Συν τοις άλλοις, σημαντικός παράγοντας είναι η εργοδοτική συμπεριφορά και οι εργασιακές συνθήκες που επικρατούν. Εργοδότες που απαιτούν εργασία σε εξαντλητικά ωράρια, με χαμηλούς μισθούς, συνδυαζόμενα συχνά με κακή συμπεριφορά εκ μέρους τους, δεν συνιστούν σίγουρα ελκυστικό περιβάλλον για μορφωμένους ανθρώπους, που κόπιασαν επί έτη και προσδοκούν ανταμοιβή της προσπάθειάς τους, όπως και για κανέναν άνθρωπο γενικά. Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί στην πλειοψηφία των προσφερόμενων θέσεων εργασίας. Επομένως, δεν θα έπρεπε να θεωρείται σωστή η αβίαστη μομφή εναντίον των νέων παιδιών που αποφασίζουν να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό.

Τέλος, η αναξιοκρατία, η διαφθορά, η αδιαφορία του ελληνικού κράτους για τον πολίτη (προβλήματα στην λειτουργία της δικαιοσύνης, της παιδείας, της υγείας κλπ, ιδίως η υποχρηματοδότηση) και η ασταθής οικονομική πορεία της χώρας, δεν αποτελούν ιδανικό περιβάλλον για την εξέλιξη των νέων που δεν διαθέτουν το λεγόμενο «μέσον» και παρά τον κόπο τους αισθάνονται την αδικία ούτε και αορίστως για κανέναν πολίτη. Άραγε ποιος θα ήθελε μια ζωή να ζει μέσα στο άγχος και στην εργασιακή – και όχι μόνο – ανασφάλεια, μη γνωρίζοντας αν αύριο θα έχει εργασία και αν θα μπορεί να δημιουργήσει και να θρέψει την οικογένειά του αξιοπρεπώς; Γιατί να επιλέξει κανείς να εργαστεί και να ζήσει σε μία χώρα που δεν μπορεί να του παράσχει τα στοιχειώδη αγαθά που δικαιούται;

Συμπερασματικά, προς αποτροπή αυτού του είδους αποδήμησης, θα έπρεπε, καταρχάς, να αυξηθούν η κρατική χρηματοδότηση και τα φορολογικά και οικονομικά κίνητρα για την έρευνα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Μάλιστα, θα έπρεπε δραστικά να μειωθεί η γραφειοκρατία, ώστε να διευκολυνθούν και να επιταχυνθούν οι διαδικασίες ίδρυσης μια νέας επιχείρησης και διεξαγωγής ερευνών. Σημαντικότερη, βέβαια, τομή που πρέπει να γίνει, κατ’ εμέ αποτελεί η εγκατάλειψη της νοοτροπίας του «βολέματος» και του «έχω μπάρμπα στην Κορώνη». Αυτό απαιτεί χρόνο, αλλά και ισχυρή πολιτική βούληση. Δεν είναι δυνατόν, ιδίως στον δημόσιο τομέα, να προωθούνται και να διευκολύνονται στην κατάληψη μιας θέσης εργασίας ή στην επίτευξη προαγωγής, άτομα χωρίς προσόντα ή καλες επιδόσεις, απλά και μόνο, επειδή ψήφισαν ένα κόμμα ή έχουν κάποιον «γνωστό». Και αυτό την ίδια μάλιστα ώρα που περιμένουν στην ουρά χιλιάδες παιδιά με όρεξη, ικανότητα και θέληση για δουλειά και που μπορούν να προσφέρουν πραγματικά με τον κόπο τους. Τα μέτρα αυτά, συνδυαστικά με τακτικούς ελέγχους τήρησης και βελτίωση της εργατικής νομοθεσίας, θα μπορούσαν να βελτιώσουν αισθητά τις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά εργασίας.

Συνοψίζοντας, σίγουρα θα ήταν θεμιτό, πριν την εγκατάλειψη της πατρίδας, οι νέοι και οι νέες μας να παλέψουν να βρουν μια αξιόλογη εργασία εδώ. Παρ’ όλα αυτά, επειδή θα ήταν εγωιστικό από μεριάς μας να απαιτούμε την παραμονή τους στην Ελλάδα και πιθανώς την δυστυχία τους, στοχεύοντας στην επίλυση άλλων προβλημάτων, όπως το δημογραφικό, η μετανάστευση ίσως να αποτελεί μοναδική διέξοδο. Για να μην ακολουθηθεί ο δρόμος αυτός, θεωρώ ότι με σημείο εκκίνησης τις ιδέες που εκτέθηκαν, θα ήταν δυνατό να επιστρέψουν οι νέοι/νέες μας από την αλλοδαπή και να βρουν ταυτόχρονα εργασία οι ανερχόμενοι και υπάρχοντες επιστήμονές μας. Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι εκτός από τους πτυχιούχους μας, στο εξωτερικό βγαίνουν και άλλοι νέοι, που απασχολούνται στα τεχνικά και καλλιτεχνικά επαγγέλματα και ότι εκτός από τις θετικές υπάρχουν και οι ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες έχουν επίσης πληγεί. Στόχος μας δεν θα πρέπει να είναι μόνο η προσέλκυση των θετικών επιστημόνων. Εξάλλου κάθε ένας από τους παραπάνω κλάδους είναι αξιοσέβαστος και εξίσου αναγκαίος για την διατήρηση της ζωής.