Με τα κρούσματα να φτάνουν σε αριθμούς ρεκόρ και παράλληλα την εμβολιαστική διαδικασία να δείχνει, με εξαίρεση κάποιες αναζωπυρώσεις, να σταθεροποιείται σε συγκεκριμένο πλέον ποσοστό ως προς τον πληθυσμό, δίχως ιδιαίτερη τάση για άνοδο, η κυβέρνηση αναζητά λύσεις για να ανακόψει την επικίνδυνη τροπή που παίρνουν τα πράγματα στον πρώτο «παφλασμό» του 4ου κύματος. 

Με τα νέα μέτρα και την απαγόρευση της εισόδου στα δημόσια κτήρια και υπηρεσίες, χωρίς πιστοποιητικό ή τεστ, έγινε «άνοιγμα» και προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (εφεξής ΟΤΑ). Βέβαια είναι γνωστή η βούληση της κεντρικής διοίκησης για ενεργό συμμετοχή της αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης από την αρχή της πανδημίας. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως από την πρώτη στιγμή που ο κορωνοιός μας «χτύπησε την πόρτα» και έφερε μαζί του την υιοθέτηση μέτρων για την αντιμετώπισή του, οι ΟΤΑ, μαζί με το σύνολο των δημόσιων υπηρεσιών, ήταν αυτοί που αναγκάστηκαν να φέρουν εις πέρας τον σκοπό τους με τεράστια μείωση του ήδη πρακτικά μη υπαρκτού προσωπικού, λόγω ειδικών αδειών ή τηλεργασίας, που έφτανε πολλές φορές και τις τάξεις του 50%. 

Η παράλυση αυτή του διοικητικού μηχανισμού των ΟΤΑ, καταστρέφοντας κάθε προσδοκία για αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των υπηρεσιών τους, σε συνδυασμό με τη δαπάνη πολλών χρημάτων για «είδη αντιμετώπισης» του κορωνοιού, λόγω των ειδικών πρωτοκόλλων που εισήχθησαν, επέφεραν τεράστιο πονοκέφαλο στις αρχές των ΟΤΑ ανά την επικράτεια.

Προς επίρρωσιν των παραπάνω να προστεθεί ότι οι Δήμοι σε πολλές περιπτώσεις προχώρησαν σε μείωση των εσόδων τους λόγω της μη είσπραξης τελών από επιχειρήσεις που έμειναν κλειστές κατά το πρώτο «lockdown» αλλά και ύστερα μέχρι και το 2ο κύμα. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς Δήμοι και Περιφέρειες ρίχτηκαν στην μάχη από νωρίς, και αυτό ήταν και το λογικό εφόσον αποτελούν την πρώτη γραμμή διοίκησης, την εγγύτερη προς των πολίτη. Φυσικά στην ίδια κατεύθυνση κινούμαστε ακόμα, με τους Δήμους μέσω και των συλλογικών τους οργάνων – ΚΕΔΕ και ΠΕΔ – να συμμετέχουν ενεργά στην εκστρατεία για τον εμβολιασμό του πληθυσμού. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι το θέμα της συνδρομής της αυτοδιοίκησης στην αναχαίτιση της πανδημίας και της ενίσχυσης του εμβολιαστικού προγράμματος συζητήθηκε στη συνεδρίαση του ΔΣ της ΚΕΔΕ στις αρχές Νοέμβρη με τον πρόεδρο Δ. Παπαστεργίου να υπογραμμίζει ότι «υπάρχει ανάγκη ενημέρωσης των πολιτών για να εμβολιαστούν. Οι δήμοι και πάλι θα βγούμε και θα μιλήσουμε για την αναγκαιότητα των εμβολιασμών, ιδιαίτερα σε περιφερειακούς και μικρούς δήμους και χωριά, όπου τα ποσοστά εμβολιασμού των πολιτών υστερούν σε σχέση με τα αστικά κέντρα». Ωστόσο ο κ. Παπαστεργίου ξεκαθάρισε ότι στο κομμάτι των ελέγχων, οι δυνατότητες που υπάρχουν, είναι πεπερασμένες καταστώντας σαφές πως οι Δήμοι δεν είναι σε θέση να προσφέρουν πάνω από τις δυνάμεις τους και ιδιαίτερα σε υπηρεσίες που και προ πανδημίας ήταν δύσκολο να ανταπεξέλθουν.  

ΚΕΠ ταμπελα

Μεταφράζοντας τα παραπάνω σε γεγονότα, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ως ρεαλιστική την απαίτηση του υφυπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης Γ. Γεωργαντά για «να διαθέσουν οι δήμοι υπαλλήλους και μέσα για τον έλεγχο εγκυρότητας των πιστοποιητικών εισόδου στα ΚΕΠ», ιδίως σε περίοδο παράλυσης του διοικητικού μηχανισμού των ΟΤΑ.  

Τα ΚΕΠ σχεδόν στο σύνολό τους είναι εξαιρετικά υποστελεχωμένα και λόγω των νέων μέτρων ακόμα περισσότερο επιβαρυμένα με έκδοση πιστοποιητικών Covid-19, ώστε να στερούνται από έναν υπάλληλο στην εξυπηρέτηση των πολιτών για να πραγματοποιείται ο έλεγχος εισόδου. Το πρόβλημα φυσικά διογκώνεται όταν μιλούμε για ήδη υποστελεχωμένες υπηρεσίες και συναντάμε περιπτώσεις που υπηρετούν σε ΚΕΠ ένας, δύο ή τρεις υπάλληλοι και μάλιστα πρόκειται για έναν απασχολούμενο σε βάρδια διευρυμένου ωραρίου λειτουργίας. Στην ίδια μοίρα βρίσκονται και άλλες δομές που καλούνται να πρωτοστατήσουν στην «εθνική μάχη» έναντι του ιού όπως η Δημοτική Αστυνομία που υφίσταται μόνο στο 1/3 των Δήμων και σε πολλούς από αυτούς μετρά έναν και μοναδικό υπάλληλο. 

Με τα υπάρχοντα, λοιπόν, δεδομένα η αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να παίξει το ρόλο της προέκτασης του κράτους στον έλεγχο της τήρησης των μέτρων και κατ’ εμέ δεν είναι και το ζητούμενο. Ο έλεγχος και η καταστολή είναι αρμοδιότητες των αρχών τήρησης της τάξης, στις οποίες να σημειωθεί ότι έχουν επενδυθεί αρκετά χρήματα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι ΟΤΑ δεν μπορούν και δεν πρέπει να επωμιστούν άλλη μία αρμοδιότητα δίχως να έχουν την απαραίτητη ενίσχυση από την κεντρική διοίκηση. Μπορούν όμως σίγουρα να εκμεταλλευτούν την αμεσότητα που κατέχουν στη σχέση τους με τους δημότες-πολίτες και να επικοινωνήσουν την αναγκαιότητα εμβολιασμού, ιδίως των μεγάλων ηλικιών. Εκεί είναι που χωλαίνει η εθνική προσπάθεια καταπολέμησης της πανδημίας, στα συγκεχυμένα μηνύματα, και αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθηθεί ώστε Δήμοι και Περιφέρειες να αποτελέσουν τον δίαυλο επικοινωνίας κράτους – πολιτών που τόσο έχει ανάγκη η κυβέρνηση.