Είναι γεγονός ότι οι κοινωνίες μας έχουν καταστεί εξαιρετικά περίπλοκες και οι λύσεις των προβλημάτων που τις μαστίζουν, απαιτούν τεράστια διαθεσιμότητα σε υλικούς και διανοητικούς πόρους. Η ειδική γνώση θεωρείται αναγκαία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και γι’ αυτό οι πολιτικές ηγεσίες καταφεύγουν στους ειδικούς για την ενημέρωση, τη διαβούλευση, την καθοδήγηση. Στα σύγχρονα κράτη, η συμβολή της ειδικής γνώσης αποτελεί αναπόδραστη προϋπόθεση στη διακυβέρνηση.

Από το 19ο αιώνα παρατηρούμε την ολοένα και αυξανόμενη στελέχωση των δημοσίων δομών από εμπειρογνώμονες και την εγκαθίδρυση μιας κουλτούρας τεχνοκρατικής διακυβέρνησης, βασισμένης, σε ένα βαθμό, στον επιστημονικό ορθολογισμό. Η εξέλιξη αυτή, που αυξάνει την επιρροή στη λήψη των αποφάσεων ανθρώπων που δεν εκλέγονται από το λαό και δε λογοδοτούν σε αυτόν, έχει πυροδοτήσει διαχρονικά πληθώρα αντιδράσεων. Πόσο μάλλον σήμερα, στην «κορωνο-εποχή», όπου στον πυρήνα όλων των συζητήσεων βρίσκεται η σχέση της ηγεσίας με την επιστημονική, ιατρική κοινότητα.

Η «άνοδος των μη εκλεγμένων», όπως έχει χαρακτηριστεί, έχει διεγείρει σοβαρούς προβληματισμούς. Από τη μία, υπάρχει το διακύβευμα της αιχμαλωσίας των δημόσιων θεσμών από ειδικά συμφέροντα υπό το μανδύα της επιστημονικής γνώσης. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η κυβέρνηση, το κοινοβούλιο, οι δημόσιοι φορείς οφείλουν να λάβουν αποφάσεις για θέματα τεχνικά, τα οποία, όμως, δημιουργούν ανεπίστρεπτες επιπτώσεις στη μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.

Μη κατέχοντας την εξειδίκευση, οι πολιτικοί και οι δημόσιοι θεσμοί στρέφονται σε εμπειρογνώμονες για την καθοδήγηση τους. Συχνά παρατηρείται ότι οι «ειδικοί» είναι στρατευμένοι, χρηματοδοτούνται από ειδικά ιδιωτικά συμφέροντα και συνακόλουθα υπηρετούν την επίτευξή τους. Γινόμαστε μάρτυρες, λοιπόν, της εισχώρησης της ιδιωτικής σφαίρας στη δημόσια. Αντιστοίχως, οι πολιτικοί μπορούν να εργαλειοποιήσουν την επιστήμη για τη νομιμοποίηση των αποφάσεών τους. Έτσι διευκολύνεται η προώθηση μεροληπτικών πολιτικών, επιστρατεύοντας την επιστημονική γνώση, που δύσκολα ελέγχεται από το μέσο πολίτη.

Πολλοί θα μπορούσαν να κάνουν λόγο για τη δημιουργία μιας «ελίτ της γνώσης», που έχει αναλάβει πολιτικό ρόλο, για ένα είδος πλατωνικής επιστοκρατίας. Κάτι τέτοιο, εκτός του ότι είναι κατ’ αρχήν αντιδημοκρατικό, αφού αναθέτει την άσκηση εξουσίας στους λίγους «σοφούς», εάν, επίσης, έχει καθιερωθεί, βασίζεται στην εξαπάτηση του λαού, καθώς αυτός δεν έχει συναινέσει. Έχει υποστηριχθεί ότι μπορεί να υπάρξει επιστοκρατία, εάν οι κοινωνίες (ειδικότερα εκείνες που δεν αντιμετωπίζουν δομικά προβλήματα διαφθοράς) αποδεχθούν ότι κάποιοι από αυτούς είναι οι μόνοι κατάλληλοι να κυβερνήσουν, χωρίς τη συνεισφορά των υπολοίπων, λόγω της εξαιρετικής γνώσης και της διανοητικής ανωτερότητάς τους.

Ο ρόλος της επιστήμης, όταν καλείται να συνδράμει την πολιτική, οφείλει να έχει κοινωνικό ρόλο, να επιδιώκει την εύρεση της καλύτερης δυνατής λύσης για το σύνολο. Δεν μπορεί να βρίσκεται σε σχέσεις ιεραρχικές με την πολιτική, ούτε «πάνω» ούτε «κάτω». Η ανεξάρτητη και πολυφωνική επιστημονική άποψη εξασφαλίζει την εγκυρότητα των προτάσεων και ενισχύει την εμπιστοσύνη σε αυτή. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι μέρος της δυσπιστίας αναφορικά στη σοβαρότητα της πανδημίας του COVID-19 οφείλεται στην απλουστευτική θεώρηση των ειδικών ως πιόνιων των πολιτικών.

Τα λάθη, η κακή διαχείριση και η λανθασμένη καθοδήγηση είναι υπαρκτά και απαιτείται να αξιολογηθούν και να κατακριθούν, ωστόσο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και να εκτιμήσουμε τη συνεργασία, την χωρίς προηγούμενο κινητοποίηση, αλλά και τις υπεράνθρωπες θυσίες της παγκόσμιας ιατρικής κοινότητας, ίσως για πρώτη φορά, κατά της επέλασης της πανδημίας και για την προσπάθεια της οριστικής καταπολέμησής της.

Μία από τις αδιαμφισβήτητες υπενθυμίσεις της πανδημίας είναι το πόσο εξαρτημένοι είμαστε από την επιστήμη, με όσες θετικές και αρνητικές προεκτάσεις ενέχει αυτό. Ο Peter M. Haas ασχολήθηκε με τις επιστημικές κοινότητες, τις οποίες όρισε ως ένα δίκτυο από επαγγελματίες με αναγνωρισμένη εξειδίκευση και ικανότητα σε ένα συγκεκριμένο τομέα που συνδράμουν στο συντονισμό της διαμόρφωσης πολιτικής σε αυτόν και αξιολογούν τα αποτελέσματά της. Οι ειδικοί προέρχονται από διαφορετικά ακαδημαϊκά και επαγγελματικά πεδία, τους ενώνει, ωστόσο, η αφοσίωση στο κοινό καλό και όχι στην ατομική αναγνώριση, γεγονός που διευκολύνει τη συνεργασία προς επίτευξη του κοινού σκοπού. Θέτει, εμφανώς, ως προϋπόθεση αυτών των δικτύων, την εκπλήρωση αξιακών και ηθικών κριτηρίων, τα οποία δεν μπορούν να λείπουν από την επιστήμη.

Με τις παγκόσμιου χαρακτήρα προκλήσεις της γενιάς μας να είναι σε μεγάλη έκταση τεχνικές, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η μεταστροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η διαφύλαξη των φυσικών πόρων, οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μεταξύ πολιτικής και επιστήμης, να διαφυλάξουμε την αμεροληψία, να εγγυηθούμε την αφοσίωση και των δύο στη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής χωρίς την κατάλυση των δημοκρατιών μας.

Πηγή εικόνας: vox.com