Όταν η παρτίδα τελειώσει, ο βασιλιάς και το πιόνι επιστρέφουν στο ίδιο κουτί: Ιταλική παροιμία. Σημαίνει ότι όλοι κατευθυνόμαστε προς το ίδιο μέρος, ανεξάρτητα από το ποιοι είμαστε.

«… Αρχικά οι άνθρωποι επιδόθηκαν σε ταπεινές δεήσεις, συγκεντρωμένοι σε δημόσιους χώρους, απευθυνόμενοι στον Θεό τους, για να τους λυτρώσει από τη μάστιγα που τους κατέτρυχε. Κάποιοι αποσπάστηκαν από τους υπόλοιπους, δημιουργώντας κοινότητες σε σπίτια, όπου δεν υπήρχαν ασθενείς, απομονωμένοι, απολαμβάνοντας τις πιο εκλεκτές τροφές, πάντα με μέτρο και απασχολώντας το μυαλό τους με ποιοτική μουσική. Άλλοι πάλι, κινούμενοι στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, έπιναν και έτρωγαν ελεύθερα σε κάθε χώρο, ακόμα και δημόσιο, θεωρώντας ότι η διασκέδαση και το γέλιο ήταν το αποτελεσματικότερο αντίδοτο για το κακό που τους είχε βρει. Όταν διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε θεραπεία, γυναίκες και άνδρες, μαζί με τα παιδιά τους, ερήμωσαν βιαστικά τις πόλεις τους, με την ελπίδα ότι ο Θεός δεν θα τους κυνηγούσε στα πιο απίθανα μέρη με την οργή του για τις ανομίες τους. Τόσο βαθιά ριζωμένος ήταν ο τρόμος και η θλίψη στην ψυχή των ανθρώπων, που αδέρφια αναθεμάτιζαν το ένα το άλλο, οι σύζυγοι εγκατέλειπαν τις γυναίκες τους και οι μητέρες τα παιδιά τους…».

Μια κοινωνία συνειρμικά γνώριμη σε όλους μας, παρόλο που δεν ζήσαμε ποτέ σ’ αυτή. Πρόκειται για την κοινωνική πραγματικότητα της Μαύρης Πανώλης, όπως την βίωσε η Φλωρεντία το 1348, με βάση τις περιγραφές του Βοκκάκιου στο προοίμιο του έργου του «Δεκαήμερον». Η φονική ασθένεια, διακρινόμενη σε βουβωνική και πνευμονική πανώλη και γνωστή και ως «Μαύρος Θάνατος», εκδηλώθηκε το 1334 στην Κίνα. Οδήγησε στον αποδεκατισμό της Ευρώπης με τη Φλωρεντία να χάνει τα 4/5 του συνολικού πληθυσμού της. Καθώς οι αιτίες της παρέμεναν άγνωστες, πολλοί την απέδωσαν στην θεία τιμωρία της ανθρώπινης αμαρτίας. Με αυτή την πρόφαση μάλιστα, χιλιάδες Εβραίοι εκτελέστηκαν το 1348 και 1349 θεωρούμενοι ως η ρίζα του κακού.

Εκατοντάδες χρόνια αργότερα, ο ταραγμένος ανθρώπινος ψυχισμός, αδάμαστος ακόμη από την εξισορροπιστική δύναμη της λογικής, υφαίνει ως πρώτη αντίδραση τον ιστό της τραγικής ειρωνείας του είδους του. Με την έκρηξη του κορωνοϊού, οι πολίτες πανικοβλημένοι προέβησαν εξαρχής στις πρώτες σπασμωδικές κινήσεις, για να θωρακιστούν απέναντι στον απρόβλεπτο κίνδυνο. Στην πλειονότητά τους συρρέουν μαζικά στις υπεραγορές, για να προμηθευτούν προϊόντα, πραγματοποιώντας διπλάσιες και τριπλάσιες αγορές από αυτές που συνηθίζουν ή και που στ’ αλήθεια χρειάζονται. Όσοι έχουν τη δυνατότητα, επιλέγουν τη «μοναχικότητα της φύσης», σε μια ύστατη προσπάθειά τους να απεγκλωβιστούν από την αστική δίνη, που «ευνοεί» την ασθένεια. Στον αντίποδα, υπάρχουν και οι αντιρρησίες, που συνεχίζουν ανενόχλητοι τις καθημερινές συνήθειές τους στους δημόσιους χώρους.

Πλήθος πιστών διαμαρτύρεται, για την αναγκαστική αποχή από τις θρησκευτικές τελετές με το κραυγαλέο επιχείρημα ότι «η Θεία Κοινωνία δε μεταδίδει τον κορωνοϊό». Άλλοι πολίτες της παγκόσμιας κοινότητας από την άλλη, στοχοποιούν τους φορείς του ιού, που τον μετέφεραν στις χώρες τους, με αποτέλεσμα την αύξηση ρατσιστικών φαινομένων και ρητορικής μίσους, αλλά και της ξενοφοβίας κατά των Ασιατών, στους οποίους εκδηλώθηκαν τα πρώτα κρούσματα. Θλιβερή εκτίμηση αποτελεί ακόμη, αυτή της διόγκωσης των φαινομένων ενδοοκογενειακής βίας, με κύριους αποδέκτες της τις γυναίκες και τα παιδιά λόγω του εγκλεισμού, αλλά και της ανόδου των διαζυγίων, φαινόμενα που χρήζουν αντιμετώπισης από όλους μας και εκτός συνθηκών κορωνοϊού.

Υιοθετώντας μια κριτική ματιά απέναντι στα πράγματα, αρχικά επισημαίνουμε ότι η υπερκατανάλωση ειδών πρώτης ανάγκης, τροφίμων, μασκών κτλ, περισσότερα προβλήματα ελλείψεων για όσους έχουν πραγματικά ανάγκη, όπως ηλικιωμένοι, άτομα υψηλού κινδύνου, θα προκαλέσει, παρά θα αποτελέσει εύστοχη λύση. Δεύτερον, πέραν του βασικού επιχειρήματος περί μη διασποράς του ιού μέσω των μέτρων που λήφθηκαν – και κανείς, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης δεν μπορεί να αμφισβητήσει την συντονισμένη αντιμετώπιση της κατάστασης από την συνήθως αδιάφορη Πολιτεία, αν θέλει να είναι δίκαιος και αντικειμενικός – τονίζεται ότι στην πραγματικότητα, το τίμημα της αντιδραστικής συμπεριφοράς θα είναι μεγάλο, χωρίς να διακρίνει σε «πιόνια και βασιλιάδες»: απώλεια ή διακινδύνευση ανθρώπινων ζωών χωρίς εξαιρέσεις. Τρίτον, αναφορικά με το επιχείρημα περί Θείας Κοινωνίας, το νόημα της Χριστιανοσύνης δεν περιορίζεται στην τέλεση ενός μυστηρίου ή στην επίσκεψη στο ναό – και αν το πιστεύουμε αυτό, έχουμε χάσει το νόημα της πίστης, που είναι ακριβώς η αγάπη για τον συνάνθρωπο. Φαρισαϊσμοί οποιουδήποτε τύπου δεν χωρούν σε μια τόσο κρίσιμη κατάσταση, από την στιγμή μάλιστα που και από θρησκειολογική άποψη η «Εκκλησία» συνίσταται στο σύνολο των πιστών και όχι στο κτίσμα του ναού.

Ανώριμη και μισαλλόδοξη είναι, επιπλέον, κάθε ρατσιστική επίθεση κατά τυχόν φορέων. Η πρωτόγνωρη μεταδοτικότητα του ιού θα μπορούσε να μας καταστήσει, ανεξαιρέτως, υποψήφια θύματά της. Επίσης, το να είναι κανείς φορέας ενός ιού, κατάσταση που δεν έχει επιλέξει, ακόμη και αν αυτό οφείλεται σε αμέλειά του, δεν τον καθιστά κοινωνικά κατώτερο. Ούτε βέβαια ανάλογες πρακτικές στιγματισμού δίνουν ουσιαστική λύση στο πρόβλημα.

Ως «κάθαρση» στη δυστοπική κατάσταση που περιγράφηκε, διαπιστώνεται με ανακούφιση ότι οι πολίτες στη συντριπτική πλειονότητά τους ευθυγραμμίστηκαν με τις οδηγίες για τα μέτρα που υιοθετήθηκαν. Έτσι, ακόμη και αν ο φόβος και η υποψία διαδίδονται γρηγορότερα από κάθε ιό, όλοι εμείς επιλέγουμε, έμπρακτα πια, την ελπίδα.