Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Θωμά Κεδρά:

Η πολιτική συνοχής της ΕΕ είναι μία δέσμη μέτρων και πολιτικών προτάσεων σε ενωσιακό επίπεδο, που στόχο έχουν την ελαχιστοποίηση των οικονομικών, κοινωνικών και αναπτυξιακών ανισοτήτων των κρατών μελών της ΕΕ. Κατά πόσο έχει επηρεάσει την Ελλάδα όλη αυτή η διαδικασία; Έχει «εξευρωπαϊστεί» η λήψη αποφάσεων στη χώρα; Κόντρα στις φιλοευρωπαϊκές και αντιευρωπαϊκές κορώνες, η επίδραση της πολιτικής συνοχής της ΕΕ έχει θετικές αλλά και αρνητικές παραμέτρους.

Η απόπειρα καταπολέμησης των ανισοτήτων στην Ευρώπη ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’80 με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, που απευθύνονταν στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της ΕΟΚ τότε, και συνεχίστηκε με τη διεύρυνση της ΕΕ στην ανατολική Ευρώπη στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής της ΕΕ.

Πώς εξασφαλίζονται αυτά τα ευρωπαϊκά κονδύλια; Κάθε κράτος – μέλος της ΕΕ εσωτερικά αποφασίζει ποιους τομείς σκοπεύει να χρηματοδοτήσει με αυτά. Σχηματίζεται μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων από διάφορα Υπουργεία της χώρας και συντάσσει μία έκθεση με τους στόχους και τα έργα που επιθυμεί η χώρα να αναλάβει, εκτιμώντας φυσικά το κόστος των έργων αυτών. Η έκθεση αποστέλλεται στην Κομισιόν για έγκριση ή περαιτέρω διαπραγμάτευση και τα ποσά εκταμιεύονται σε βάθος επταετίας.

Το αγκάθι στο όλο ζήτημα είναι πως η Κομισιόν διανέμει τα ποσά στις περιφέρειες των κρατών μελών και όχι στις κυβερνήσεις, καθώς η προσπάθεια ελάττωσης των ανισοτήτων γίνεται σε περιφερειακό επίπεδο και όχι κρατικό – κεντρικό. Η ελληνική νοοτροπία είναι εκ διαμέτρου αντίθετη: οι περιφέρειες είναι πάρα πολύ αποδυναμωμένες, η Ελλάδα είναι ένα αθεράπευτα συγκεντρωτικό κράτος (όλες οι εξουσίες βρίσκονται στην Αθήνα και όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται στα υπουργικά γραφεία), εν αντιθέσει με τη λογική της Ένωσης, που απαιτεί να γίνεται ευρεία δημόσια διαβούλευση για τη σύνταξη της κοστολογικής έκθεσης των έργων που αποστέλλεται στην Κομισιόν για έγκριση. Ιδανικά, θα έπρεπε να συμμετάσχουν οι περιφέρειες και τα συμβούλιά τους, συνδικάτα εργατών και εργοδοτών, επιμελητήρια, σύλλογοι, ιδιωτικοί φορείς και σωματεία, ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες και δευτερευόντως ειδικοί των Υπουργείων ή της δημόσιας διοίκησης. Τα κονδύλια, μάλιστα, η Ένωση επιθυμεί να τα διαχειρίζονται οι περιφέρειες και όχι η  κυβέρνηση, ωστόσο στην Ελλάδα οι περιφέρειες δεν έχουν ούτε την τεχνογνωσία ούτε το νομικό υπόβαθρο ούτε τη συγκατάθεση της κυβέρνησης για τον σκοπό αυτό. Η κυβέρνηση δεν προτίθεται να εκχωρήσει καμία εξουσία της σε άλλους δρώντες της πολιτικής σκηνής.

Η Κομισιόν επενέβη προκειμένου να διορθωθεί το πρόβλημα, απορρίπτοντας τις ελληνικές προτάσεις, αναπέμποντάς τις για επανεξέταση ή συμμετέχοντας και η ίδια στις διαπραγματεύσεις, όμως η παρέμβασή της έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Αντί να εμπεδωθεί το πνεύμα της ευρείας κοινωνικής συνεργασίας  που επιθυμούσε η ΕΕ, τα πακέτα έγιναν ακόμα περισσότερο προϊόντα διαπραγμάτευσης μεταξύ ΕΕ – κυβέρνησης, και δεν ενισχύθηκε καθόλου ο ρόλος των περιφερειών.

Αξίζει, επίσης, να τονίσουμε ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, θέλοντας να τέρψουν τους ψηφοφόρους τους και σκοπεύοντας να απορροφήσουν όσο γίνεται μεγαλύτερα ποσά, πρότειναν στην Κομισιόν την κατασκευή μεγάλων δημοσίων έργων – έργων με «χειροπιαστά» αποτελέσματα για τον μέσο ψηφοφόρο (πχ δρόμων, σχολείων, φραγμάτατων και αρδευτικών έργων, έργων συγκοινωνίας). Τα έργα αυτά, όμως, δε συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη ή στην αύξηση του ΑΕΠ σε μία περιοχή όσο άλλες – λιγότερο εμφανείς-   παρεμβάσεις, όπως η κρατική επένδυση στην έρευνα και τεχνολογία, η βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, η δημιουργία θέσεων εργασίας κτλ. Η Εγνατία Οδός, μεγεθύνσεις αεροδρομίων και λιμανιών, επαρχιακές οδοί σε όλη τη χώρα, το μετρό της Αθήνας, είναι μόνο λίγα έργα που χρηματοδοτήθηκαν από ευρωπαϊκούς πόρους στο πλαίσιο των επταετών περιόδων της πολιτικής συνοχής. Μόλις την τελευταία δεκαετία οι προτάσεις της Ελλάδας προς την Κομισιόν έχουν αλλάξει ρότα, και επικεντρώνονται πια σε περιβαλλοντικά έργα, πράσινη ανάπτυξη, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, επένδυση στην έρευνα και τεχνολογία, επέκταση του δικτύου ευρυζωνικής σύνδεσης σε όλα τα νοικοκυριά (το γνωστό 5G) κτλ.

Η στροφή αυτή έγινε, επειδή η ίδια η Κομισιόν απαιτούσε πλέον από τα κράτη – μέλη να επενδύουν περισσότερο σε αυτούς τους τομείς. Δίνονται πια συγκεκριμένες οδηγίες για το τι ποσοστό των πόρων θα διατεθεί και σε ποιον τομέα. Η Ελλάδα «έμαθε» πια να δέχεται οδηγίες, να τηρεί χρονοδιαγράμματα (άλλο ένα αγκάθι στις διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν ήταν οι συνεχείς εκκλήσεις της Ελλάδας για αναθεώρηση των χρονικών περιθωρίων εκτέλεσης των έργων). Υπάρχει πια περισσότερη διαφάνεια για τα χρηματικά ποσά και το πού διοχετεύονται. Ακόμα και η ύπαρξη των περιφερειών οφείλεται στις ευρωπαϊκές πιέσεις: οι περιφέρειες της Ελλάδας ιδρύθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (για να επωφεληθεί η χώρα από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα) και στελεχώνονταν από μη αιρετούς κυβερνητικούς γραφειοκράτες έως το 1994, όταν και διεξήχθησαν οι πρώτες περιφερειακές εκλογές. Αντίθετα, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ισπανία, το Βέλγιο είναι ομοσπονδιακά κράτη, όπου στους περισσότερους τομείς οι αποφάσεις λαμβάνονται σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο.

Αυτό που χρειάζεται είναι η ελληνική κυβέρνηση να δώσει περισσότερες εξουσίες στις περιφέρειές της, να αποκολληθεί επιτέλους η ελληνική νοοτροπία από την προσπάθεια πελατειακού τύπου ικανοποίησης των ψηφοφόρων, να δοθεί έμφαση σε πρωτοβουλίες με μακροχρόνια αποτελέσματα και να γίνει πια στοχευμένη θεραπεία διαχρονικών πληγών της χώρας, όπως είναι το brain drain, η ανεργία, οι χαμηλές δυνατότητες έρευνας, η φτώχεια, τα άπειρα γραφειοκρατικά εμπόδια για τη σύσταση επιχειρήσεων και οι ανεπαρκείς δυνατότητες του πρωτογενούς τομέα.

Χάρτης απεικόνισης των διαφορών στα ποσοστά ανεργίας ανδρών και γυναικών στις χώρες της ΕΕ

Πηγή: EUR-Lex