Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Ανδρέα Παπαϊωσήφ:

Το τελευταίο διάστημα, η διεθνής επικαιρότητα κοσμείται για άλλη μια φορά από διενέξεις που αφορούν την Ελλάδα και την Τουρκία. Έπειτα από την υπογραφή της συμφωνίας της 6ης Αυγούστου μεταξύ της Ελλάδος και της Αιγύπτου για την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, η Τουρκία, χαρακτηρίζοντας την συμφωνία αυτή ως «αστεία», εξέδωσε NAVTEX στις 10 Αυγούστου, μετά την οποία το ερευνητικό Oruc Reis, μαζί με άλλα δύο μικρότερα ερευνητικά και πέντε πολεμικά πλοία έχουν πλεύσει σε διεθνή ύδατα εντός Ελληνικής υφαλοκριπίδας, γράφοντας έτσι το νέο κεφάλαιο των εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών.

Ωστόσο, εντός των πλαισίων των αντιδράσεων σε διεθνές επίπεδο επί του ζητήματος, καθίσταται άκρως ενδιαφέρουσα η στάση της Γερμανίας. Τόσο στην περίπτωση της υπογραφής μνημονίου μεταξύ της Τουρκίας και της Κυβέρνησης της Λιβύης για την οριοθέτηση ΑΟΖ, όσο και στην παρούσα κατάσταση, η Γερμανία αποσκοπεί στο να λειτουργήσει ως πυλώνας διαμεσολάβησης στις διαφορές μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, κρατώντας την πάγια στάση «Ελλάδα και Τουρκία πρέπει να βρεθούν σε τραπέζι διαπραγματεύσεων». Σε μια πρώτη ανάγνωση, η στάση αυτή είναι όντως μια ορθή στάση που πρέπει να κρατήσει μια περιφερειακή (αν όχι και παγκόσμια) Ευρωπαϊκή δύναμη, παρ’ όλο που την ίδια ώρα δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία κατακρίνουν ανοιχτά τις Τουρκικές κινήσεις στην περιοχή. Εάν όμως εμβαθύνει κανείς στην στάση αυτή του Βερολίνου, ίσως βγάλει το συμπέρασμα πως η αυτή δεν αποσκοπεί και τόσο στην προάσπιση των Ελληνικών/Ευρωπαϊκών χωρικών υδάτων και δικαιωμάτων, αλλά στην προώθηση Γερμανικών συμφερόντων στην περιοχή.

Ας τα πάρουμε όμως ένα προς ένα.

Δεδομένης της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο Αιγαίο και στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μέσα στο 2020, φαίνεται πως η Τουρκία ζητά ευρύτατες αλλαγές στα θαλάσσια σύνορα του Ανατολικού Αιγαίου και της Ν.Α Μεσογείου, με απώτερο σκοπό την έρευνα και την εκμετάλλευση θαλάσσιων πόρων. Όπως είναι φυσικό, αυτό έχει φέρει αντιδράσεις, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες χώρες που βρέχονται από την Μεσόγειο θάλασσα (εξού και η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου). Όμως δεδομένης της ιστορικής αντιπαλότητας και των δυναμικών στην περιοχή, το βάρος της περιφερειακής αντιμετώπισης της Τουρκίας έχει πέσει στην Ελλάδα, η οποία προσπαθεί μέσω της διεθνούς νομιμότητας και της διπλωματίας να αποσυμφορήσει την κρίση. Εδώ, έρχεται η Γερμανία, που απαντά πως οι διαπραγματεύσεις είναι μονόδρομος (και ίσως να έχει δίκιο). Υπάρχει όμως ένα μεγάλο αλλά. Εάν Αθήνα και Άγκυρα καθίσουν στο τραπέζι, υπάρχει η πιθανότητα οι διαπραγματεύσεις να καταρρεύσουν, πριν καν ξεκινήσουν και αυτό διότι η Ελλάδα έχει καταστήσει σαφές το τι διαπραγματεύεται και τι όχι, σε αντίθεση με την Τουρκία, η οποία διαχρονικά προσπαθεί να ανοίγει κάθε πιθανό ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών, πράγμα που σημαίνει πως κάθε πιθανή υποχώρηση της Ελλάδας είναι αλλαγή του status quo υπέρ της Τουρκίας.

Είναι πιθανό πως η Γερμανία αποζητεί την γρήγορη επίλυση του ζητήματος, διότι βλέπει την σύμπτυξη σχέσεων και θέσεων της Γαλλίας με την Ελλάδα και την Κύπρο. Όντως το Παρίσι, από την αρχή των εντάσεων, έχει καταστήσει σαφή την στήριξή του σε Αθήνα και Λευκωσία, κατακρίνοντας σε μεγάλο βαθμό την Τουρκία. Αυτό είναι κάτι που επιφανειακά φαίνεται ως η αλληλεγγύη μιας Ευρωπαϊκης δύναμης σε ένα άλλο κράτος – μέλος, όμως σε δεύτερο επίπεδο είναι οι κινήσεις της Γαλλίας μέσα σε έναν αγώνα απόκτησης επιρροής στην περιοχή. Γαλλία και Γερμανία, μετά την δυνητική απομάκρυνση των ΗΠΑ από την περιοχή της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε, αποζητούν την εξάπλωση της σφαίρας επιρροής τους στην Μεσόγειο, την Μέση Ανατολή και την Αφρική.

Έτσι, καθώς ο δρόμος για το μήλον της Έριδος, δηλαδή την υποσαχάρια Αφρική, περνάει από την Μεσόγειο, οι δύο χώρες προσπαθούν να αποκτήσουν κυριαρχική επίδραση . Αυτό, σε συνδυασμό με την μακροχρόνια Γερμανοτουρκική συνεργασία «αναγκάζει» την Γαλλία να στηρίξει την Ελλάδα σε αυτή την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.