Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Βασίλη Τσαλαφούτα,

Αυτό που συμβαίνει με την ελληνική δημοσιογραφία τα τελευταία χρόνια δεν έχει προηγούμενο.

Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα νοσεί πιο πολύ από ποτέ. Η κρίση εξαφάνισε ΜΜΕ, μείωσε τον κλάδο και έδωσε πάτημα σε όσους ήταν διατεθειμένοι να παίξουν πολιτικά παιχνίδια και να εξυπηρετήσουν διάφορα συμφέροντα. Δεν είναι τυχαίο πως μια μεγάλη μερίδα πολιτών της χώρας υποστηρίζει πως ακόμα και κατά την διάρκεια της επταετούς χούντας δεν είχε πέσει τόσο χαμηλά η ποιότητα της ελληνικής δημοσιογραφίας. 

Σε αυτό το πλάισιο, ανάμεσα στο πλήθος των κακοπληρωμένων και άνεργων δημοσιογράφων υπάρχει η κάστα των ελεγχόμενων από τους πολιτικούς και τους επιχειρηματίες. Η αλαζονεία και η εξυπηρέτηση συμφερόντων βαφτίζεται δημοσιογραφία εν έτη 2021.

Έτσι βλέπουμε περιπτώσεις όπως η χαρακτηριστική προσπάθεια διαστρέβλωσης των ειδήσεων. Αυτό συνέβη και με τις καταθέσεις των μαρτύρων της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής για το σκάνδαλο Novartis. Η συνέχεια ήταν η προσπάθεια διασποράς συνεχών ψευδών αφηγημάτων για την διαχείριση της πανδημίας. Αντίστοιχα, η «αγιοποίηση» του Τσιόδρα και η έπειτα εξαφάνιση του, όταν πλέον δεν ήταν χρήσιμος, είναι χαρακτηριστική. Φυσικά δεν μπορούμε να παραλείψουμε την συνεχή προσπάθεια παρουσίασης του πρωθυπουργού ως ενός χαρισματικού ηγέτη που υπό την εποπτεία του όλα «δουλεύουν ρολόι», με πάντοτε στο πλευρό του την “υπέρκομψη” σύζυγο του.

Βέβαια δεν μπορούμε να παραλείψουμε από την συζήτηση το σκάνδαλο της λίστας Πέτσα με τα 20 εκ. € που εξηγεί πολλά. Σε αντίθεση με την λίστα Κικίλια και σύμφωνα με την Εξεταστική Επιτροπή και τα πορίσματα της, η διανομή των χρημάτων δεν είχε κριτήρια. Δημόσιο χρήμα μοιράστηκε με πρόσχημα την ενημέρωση των πολιτών για την πανδημία κάτι που τα κανάλια ήταν από το Σύνταγμα υποχρεωμένα να κάνουν δωρεάν. Η ίδια λίστα συμπεριλάμβανε εντός τις σελίδες του Μένιου Φουρθιώτη, ο οποίος πλέον έχει συλληφθεί με βαριές κατηγορίες , καθώς και τον Φιλελεύθερο που έχει κλείσει, αφήνοντας επειδικτά εκτός αντιπολιτευόμενα μέσα όπως την ΕΦΣΥΝ και το Documento.

Αναλυτικότερα για το σκάνδαλο, το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (IPI), που ασχολείται με την προώθηση και την προστασία της ελευθερία του Τύπου, μαζί με την Media Freedom Rapid Response έκανε κρούση προς την ελληνική κυβέρνηση για την λίστα και τα κριτήρια της, ζητώντας απαντήσεις για τον αποκλεισμό επικριτικών προς την κυβέρνηση μέσων.

Πέραν του οικονομικού πλαισίου θα πρέπει να αναφερθούν και πρακτικές που χρησιμοποιούνται απέναντι σε δημοσιογράφους που προσπαθούν να αναδείξουν την αλήθεια. Αρχικά , υπάρχουν οι στρατηγικές νομικές αγωγές για δυσφήμιση έναντι δημοσιογράφων το φαινόμενο SLAPP (Strategic lawsuits against public participation ) που δείχνουν ξεκάθαρα ότι το τίμημα για την ανοικτή πολιτική έκφραση είναι αρκετά ακριβό. Στην συνέχεια υπάρχουν φυσικά οι απειλές και οι προσπάθειες δολοφονίας χαρακτήρα όπου είδαμε πρόσφατα στην περίπτωση της Ολλανδής δημοσιογράφου Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ. Πλήθος άρθρων ξεπρόβαλαν που την παρουσίαζαν ως φιλότουρκη και σχολίαζαν την προσωπική της ζωή. Αποτέλεσμα ήταν στο να φύγει από την χώρα διότι φοβόταν για την ζωή της. Τέλος , θα περάσουμε στην κανονική δολοφονία όπως αυτή του Καραϊβάζ για την οποία ακόμα δεν έχουμε μάθει αν έχουμε κάποια εξέλιξη με τις έρευνες παρόλο που πέρασαν αρκετοί μήνες.

 Η εκτίμηση της αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Commission όσων αναφορά για την ασφάλεια των δημοσιογράφων κατατάσσει την Ελλάδα στις λεγόμενες προβληματικές χώρες σύμφωνα με την αποκλειστική συνέντευξη της στην EURACTIV Τσεχίας. Πιο συγκεκριμένα: «Ναι, η Ελλάδα είναι από τις χώρες με αυξημένο κίνδυνο. Εκεί σκοτώθηκε πρόσφατα ένας ερευνητής δημοσιογράφος».

Το μέλλον της δημοσιογραφίας στην χώρα προβλέπεται χλωμό παρόλο που υπάρχουν μερικά γαλατικά χωριά που αντιστέκονται και προσπαθούν να παρέχουν αντικειμενική ενημέρωση στους πολίτες.