Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε τις εξελίξεις στην εξάπλωση των πυρηνικών εξοπλισμών, να παραπέμπουν σε γνώριμες εικόνες ψυχροπολεμικών αντιπαλοτήτων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία. Σαν μια ανάμνηση, μια ιστορική επανάληψη, οι δυο υπερδυνάμεις παρά τις προσπάθειες για μια κοινή πολιτική γραμμή και αμοιβαία συνεννόηση, σε ένα θέμα που επηρεάζει άμεσα τον πλανήτη σε οικονομικό, πολιτικοκοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο, αδυνατούν επι σειρά ετών να έρθουν σε ουσιαστικό διάλογο. Στο παιχνίδι εντυπωσιασμού, αλλά και στις κινήσεις επίδειξη δύναμης και ισχύος, την συμμετοχή τους έχουν εξασφαλίσει η Κίνα, η Γαλλία, η Βρετανία, το Πακιστάν, η Ινδία, το Ισραήλ και φυσικά δεν λείπει η Βόρειος Κορέα.

Οι προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας στοχεύουν ξεκάθαρα στην πλήρη καταστροφή εξοπλισμών που θέτουν σε κίνδυνο την παγκόσμια ασφάλεια, καθώς πληθώρα πυρηνικών κεφαλών βρίσκονται σε υψηλή ετοιμότητα. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια, κατά βάσει πέφτουν σε τοίχους και το σενάριο αποδόμησης όλου του συστήματος επιβολής δύναμης  φαντάζει μακρινό επίτευγμα. Παρακολουθούμε τις υπογεγραμμένες συνθήκες να καταρρέουν η μια πίσω από την άλλη, βάση των περιστασιακών συμφερόντων που εκπροσωπούν τα κράτη, αλλά και τα προνόμια που επιθυμούν να κατακτήσουν μέσω συγκεκριμένων διπλωματικών εκβιασμών και τεχνικών.

Ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, παρατηρείται το τελευταίο διάστημα μια σειρά ακανόνιστων και δίχως λογική συνέχεια πολιτικών,  οι οποίες επισφραγίζονται με την απομάκρυνση των μερών ή την επέκταση συμφωνιών που ρυθμίζουν τις επόμενες κινήσεις σχετικά με το ζήτημα. Το γεγονός αυτό έχει προβληματίσει ιδιαίτερα τα διεθνή λόμπι διπλωματίας, δημιουργώντας την ανάγκη για οριστικοποίηση μιας κοινής γραμμής προστασίας από ένα πιθανό πυρηνικό ολοκαύτωμα.

Συνθήκη για τους «Ανοιχτούς Ουρανούς»

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήπιας κλιμάκωσης της αντιπαλότητας ανάμεσα σε Μόσχα και ΗΠΑ, είναι η αμοιβαία αποχώρηση από την συμφωνία, μέσα σε διάστημα λίγων μόλις μηνών. Η συνθήκη υπογράφηκε αρχικά το 1992 αλλά τέθηκε σε πλήρη ισχύ το 2002. Στις διατάξεις της αναφέρεται η δυνατότητα πραγματοποίησης άοπλων πτήσεων επιτήρησης, καθώς και για συγκέντρωση πληροφοριών. Σκοπός της συγκεκριμένης ελευθερίας κινήσεων ήταν η αποφυγή πολεμικών εντάσεων ή συρράξεων βασισμένες σε λανθασμένες πληροφορίες, με τη προϋπόθεση να υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου για την μετέπειτα διακίνηση και χρήση των συλλεγμένων δεδομένων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέφρασαν πρώτες την επιθυμία τους για αποχώρηση από την συνθήκη στις 22 Μαΐου 2020, με την οριστική πραγματοποίηση της πρόθεσης αυτής στις 22 Νοεμβρίου 2020. Λίγους μήνες αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 2021, δεν άργησε η απάντηση της Ρωσίας, που επικαλέστηκε όχι μόνο την αναστολή της συμμετοχής της στην συμφωνία, αλλά την οριστική αποχώρηση της.

New START

Μια από τις τελευταίες προσπάθειες για συνεννόηση και εύρεση μέσης οδού στο ζήτημα, φαίνεται να είναι η παράταση της συνθήκης “New START” για πέντε χρόνια, η οποία αφορά τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών. Η συνθήκη υπεγράφη και τέθηκε σε εφαρμογή για πρώτη φορά το 2010. Στις διατάξεις της αναγράφονται οι περιορισμοί στους πυρηνικούς εξοπλισμούς των ΗΠΑ και της Ρωσίας, που ανέρχονται σε μείωση κατά 30% συγκριτικά με το ανώτατο όριο κατά το έτος 2002. Επιπλέον ορίζει τα στρατηγικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη για την κάθε πλευρά και τους εκτοξευτές πυραύλων σε 800. Η επέκταση ισχύος της τελευταίας συνθήκης εξασφαλίζει τον έλεγχο των ανταγωνιστικών ενεργειών, αλλά και τον εκμηδενισμό παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς θέτονται επαληθεύσιμα όρια στους ρωσικούς διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πύραυλους και βαλλιστικούς πύραυλους εκτοξευόμενους από υποβρύχια αντίστοιχα, όπως και στα βομβαρδιστικά αεροσκάφη μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου 2026, σύμφωνα με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν.

Οι αρχηγοί των κρατών φαίνεται να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων και αντιπυραυλικών τεχνολογιών, προβάλλοντας μια εικόνα που θυμίζει περισσότερο προετοιμασία για ενδεχόμενο αντιμετώπισης ενός πυρηνικού επεισοδίου, παρά προφύλαξη της διεθνούς κοινότητας με δεδομένη αποφυγή του. Το ερώτημα όμως είναι, σε περίπτωση που γίνει αρχή σε μια μάχη πυρηνικών δυνάμεων, υπάρχει περιθώριο σωτηρίας;