Του εξωτερικού συνεργάτη, Σταύρου Κοροβέση

Προχωρώντας προς τη σταδιακή αποκλιμάκωση των μέτρων περιορισμού, μέτρα αναγκαία για την προστασία της ανθρώπινης ζωής, θα πρέπει σίγουρα να κρίνουμε τα όσα πρωτοφανή βίωσαμε και από ό,τι φαίνεται θα συνεχίσουμε να βιώνουμε στη «νέα επιβληθείσα» καθημερινότητα. Και φυσικά δε θα πρέπει να παραλείψουμε την αναγωγή των όσων βιώνουμε στις βαθύτερες κρίσεις και θανάσιμα αμαρτήματα του σύγχρονου πολιτισμού μας. Αμαρτήματα που, όπως φαίνεται, τα κρύβουμε κάτω από το χαλί, με τη βοήθεια του μαγικού ραβδιού της προπαγάνδας, με τη μιντιακή ξεκάθαρα να προΐσταται. Μα ναι, δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι επιδημιολόγοι προειδοποιούν ήδη, πριν το ξέσπασπα του έμπολα, για μια μεγάλη πανδημία ανά περίπου μια δεκαετία, επομένως οι όποιες απόψεις για δήθεν απροσδόκητο γεγονός δε θα έπρεπε να μας συγκινούν. Αντιθέτως, να μας ανησυχούν για το γεγονός ότι η πρόληψη απέκτησε ξανά κενό περιεχόμενο στα χείλη των επαγγελματιών πολιτικών.

Μα φυσικά, από όλη αυτήν την κριτική, που επιτέλους πρέπει να μας εξιλεώσει από αυτά τα αμαρτήματα, δεν θα πρέπει να βγάλουμε εκτός τους εαυτούς μας. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά τη διάρκεια του δίμηνου σχεδόν εγκλεισμού βγήκαν στην επιφάνεια πρωτοφανή συμπλέγματα, τα οποία τόσο καιρό «καμουφλάραμε» με τρομερή, επαγγελματική ίσως, υποκριτική δεινότητα. Οι γκρίνιες, οι προστριβές και φυσικά η αύξηση των ποσοστών της ενδοοικογενειακής βίας στους κόλπους της ελληνικής οικογένειας φανερώνουν ακράδαντα, πως όχι δεν αντέξαμε. Τον καθρέπτη μας δεν αντέχουμε, τον ίδιο μας τον εαυτό! Δεν έχουμε μάθει να μένουμε με τον εαυτό μας, να τον ακούμε, να τον δουλεύουμε. Ήρθαμε αντιμέτωποι με έναν άγνωστο, γιατί ποτέ δεν αγαπήσαμε τον ευατό μας τόσο πολύ. Δεν αντέχουμε, έστω και με όλα τα καλά του κόσμου, γιατί είμαστε υλιστές και παρτάκηδες! Έχουμε μάθει να κοιτάμε στον καθρέπτη,μόνο για να βγούμε έξω, για να διαβάσουμε το μέσα μας ούτε κουβέντα.

Δε φέρουμε βέβαια, αποκλειστικά την ευθύνη εμείς, αυτό θα ήθελε να ακούσει ο αναγνώστης στην έκθεση των κακώς κειμένων του αρθρογράφου, αν αυτός ακολουθούσε την πολιτική ενός πολιτικού, που θα ήθελε να χαϊδέψει ξανά τα αφτιά του ακροατηρίου του. Μα φυσικά φταίει και ο κόσμος που εμείς δημιουργήσαμε, αρχής γενομένης από την αρχιτεκτονική των τερατο – πόλεων μας. Πόλεις κλωνοποιημένες με τις ίδιες κακόγουστες πολυκατοικίες να κυριαρχούν παντού. Ποτέ άλλοτε δεν κατοικούσαμε τόσο κοντά μεταξύ μας, με τη διαφορά ενός πατώματος και μιας πόρτας, που όταν κλείνει τα πάντα μένουν επτασφράγιστα μυστικά. Τόσο κοντά, μα τόσο μακριά ταυτόχρονα, άλλο ένα οξύμωρο χαρακτηριστικό του πολιτισμού μας. Απομονωμένοι λοιπόν, εσωτερικά και εξωτερικά. Η ζωή στις μεγαλουπόλεις χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση μεγάλου πληθυσμού σε μια σχετικά μικρή γεωγραφική περιοχή, προκαλώντας αναπόδραστα την επιθετικότητα και την αύξηση των εστιών μόλυνσης. Ένα νοσηρό σύστημα δόμησης, που επεκτείνεται σε ένα νοσηρό ψυχισμό, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο. Η έκρηξη της φτώχειας, της ανεργίας και κατ’ επέκταση όλων των φαινομένων κοινωνικής παθογένειας (βία, εγκληματικότητα), βρίσκουν μαζικό πεδίο έκφρασης στο νοσηρό, αστικό αυτό περιβάλλον. Αν σε όλα αυτά προστεθούν οι αυξημένοι ατμοσφαιρικοί ρύποι, η αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση, μέχρι στιγμής, των αστικών και βιομηχανικών λυμάτων, η μόλυνση στον υδροφόρο ορίζοντα των πόλεων, θα πρέπει να καταστήσουν αναπόφευκτα την αποσυμφόρηση των πόλεων.

Η ίδια η πολιτεία οφείλει να κατανοήσει την ανάγκη αυτή, έτσι ώστε να προωθήσει ένα ολιστικό σχέδιο αποσυμφόρησης των πόλεων και κατ’ επέκταση του περιβάλλοντος, όπου βασικό στοιχείο αυτού του σχεδίου θα μπορούσε να είναι η αποκέντρωση.

Κάπως έτσι, θα αποφευχθεί και η μείωση της διασποράς τυχόν μολυσματικών ασθενειών, αφού οι πυκνοκατοικημένες περιοχές αποτελούν το τέλειο μέσο για την επέκτασή τους, όπως ακριβώς αντιδρά η φωτιά στην ύπαρξη πυκνής βλάστησης. Επίσης, υπερβολική εξάρτηση των εθνικών οικονομιών από συγκεκριμένα αστικά κέντρα με παγκόσμια επιρροή δημιουργεί τρωτά σημεία, που μπορούν να επηρεάσουν ένα έθνος. Οι εισοδηματικές ανισότητες μπορούν να προωθήσουν τη ζήλια, το μίσος και τελικά τη σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και αν σε αυτά προστεθούν ως αίτια της σύγκρουσης μια περιβαλλοντική ή υγειονομική κρίση, όπως αυτή που βιώνουμε, τότε το σενάριο αυτό δεν είναι καθόλου απίθανο. Και τότε οι συνέπειες θα είναι μη αναστρέψιμες, καθώς η αστική σύγκρουση είναι δύσκολο να ελεγχθεί, λόγω της πυκνότητας του αστικού περιβάλλοντος και της αδυναμίας γρήγορης αντιμετώπισης των αιτιών που προκάλεσαν αρχικά τη σύγκρουση. Καιρός είναι λοιπόν, να προωθηθεί και η περιφερειακή ανάπτυξη, η μετατόπιση των επιχειρηματικών και κρατικών δραστηριοτήτων προς την επαρχία, με τον πρωτογενή τομέα να αναλαμβάνει κυρίαρχο ρόλο. Γι’ αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα, φυσικά, θα πρέπει να δοθούν και τα απαραίτητα κίνητρα στη νέα γενιά, να εκφράσει τη δημιουργικότητά της στον πρωτογενή τομέα, αποκτώντας σεβασμό για την ομορφιά και το μεγαλείο της φύσης, μιας δημιουργίας που ξεπερνά τον άνθρωπο, κάτι το οποίο αγνόησε παντελώς η προηγούμενη γενιά. Μια μελλοντική επένδυση, που θα συμβάλει στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, μια αναβάθμιση που απαιτεί σαφώς και τα κατάλληλα έργα υποδομών (τόνωση υγείας και παιδείας) προς όφελος της ελληνικής επαρχίας, αλλά ταυτόχρονα και τα εχέγγυα για την οργανωμένη μετεγκατάσταση ενός μέρους του ελληνικού πληθυσμού προς την περιφέρεια.

Μια περιφέρεια, που θα διασφαλίσει την πραγμάτωση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου προς τη νέα πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη, δίνοντας τη δυνατότητα και στις επόμενες γενιές να συνεχίσουν να αξιοποιούν τους πολυπόθητους φυσικούς πόρους. Μια νίκη που θα καρπωθεί και η τοπική δημοκρατία, καθώς η αναπόφευκτη μεταφορά εξουσιών και αρμοδιοτήτων από τις μεγάλες πόλεις στην περιφέρεια, θα ενισχύσει και το ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης.