Του εξωτερικού συνεργάτη, Νικόλα Φασκιανουδάκη,

Έχουν ειπωθεί ήδη πολλά για την νεο-οθωμανική Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Από το πραξικόπημα του 2016 κι έπειτα, η Τουρκία δεν είναι ίδια. Μετατρέπεται με ταχύτατους ρυθμούς σε δικτατορία, χωρίς σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο διεθνές δίκαιο. Η Άγκυρα θεωρούσε μέχρι πρόσφατα αδιαπραγμάτευτη τη θέση της στη Δύση, αποτελεί σταθερά μέλος του ΝΑΤΟ τις τελευταίες δεκαετίες και επεδίωκε μέχρι πρότινος να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τώρα, όμως, κάτι έχει αλλάξει.

Η εδραίωση στη Δύση δεν φαίνεται πλέον να συνιστά τον μεγαλεπίβολο στόχο της Τουρκίας. Η εμπλοκή διαρκώς σε συρράξεις (Συρία, Ναγκόρνο-Καραμπάχ, Λιβύη, Ιράκ) καταδεικνύουν την προσπάθεια του αυταρχικού Ερντογάν να επεκτείνει την επιρροή της χώρας του όχι με τη διπλωματία και τον διάλογο, αλλά με απειλές και πόλεμο, διεκδικώντας σαφώς μια ηγεμονική θέση στον μουσουλμανικό κόσμο. Η απομάκρυνση από τη Δύση είναι αδιαμφισβήτητη.

Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, η αγορά του αντιαεροπορικού συστήματος – 400 από τη Ρωσία κατά παράβαση των κανόνων του ΝΑΤΟ και οι συνεχείς προκλήσεις, λεκτικά και πρακτικά, απέναντι στην Ελλάδα (μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ) σηματοδοτούν το νέο προσανατολισμό της Τουρκίας.

Η σημασία των  ανακοινώσεων  και των  δράσεων του καθεστώτος Ερντογάν είναι θέμα που πρέπει να μην υποτιμάται. Οι ενδείξεις είναι εδώ και η πολιτική κατευνασμού των Ευρωπαίων δεν έχει αποτελέσματα, όπως δεν είχε και τη δεκαετία του 1930, όταν η Γερμανία του Χίτλερ αιφνιδίασε Γάλλους και Άγγλους. Την περίοδο εκείνη οι τελευταίοι δεν επιθυμούσαν τον πόλεμο. Όταν η Γερμανία  παραβίασε  τη Συνθήκη των Βερσαλλιών με τη στρατιωτικοποίηση της περιοχής του Ρήνου το 1936, η Αγγλία και η Γαλλία καταδίκασαν (!) την ενέργεια χωρίς πρακτική αντίδραση. Το 1938 η Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία, ενώ τον ίδιο χρόνο υπογράφηκε η Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία η Αγγλία και η Γαλλία παραχώρησαν στη Γερμανία μια περιοχή της Τσεχοσλοβακίας. Η Συμφωνία του Μονάχου, μάλιστα, πανηγυρίστηκε απο τους Chamberlain και Daladier, διότι δήθεν απέτρεψε τον πόλεμο…

Το πρόβλημα με τα δικτατορικά καθεστώτα είναι ότι δεν αξίζουν εμπιστοσύνης. Η Γερμανία της δεκαετίας του 1930 γελοιοποίησε την Ευρώπη, παρουσιάζοντας διεκδικήσεις που, υποτίθεται, μπορούσαν να επιλυθούν με διάλογο. Ο διάλογος καθυστέρησε τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής εκείνης να αναλάβουν νωρίς δράση, κάτι που θα έσωζε εκατομμύρια ζωές.

Πηγή εικόνας: offshore-energy.biz

Δεν είναι απαραίτητο πως η Τουρκία του σήμερα θα εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο. Εξάλλου, οι συνθήκες και το διεθνές περιβάλλον είναι πλέον διαφορετικά. Οι γενικευμένοι πόλεμοι δεν βρίσκονται σήμερα στη φαρέτρα των ισχυρών κρατών. Αυτό, όμως, δεν δικαιολογεί μια μακροχρόνια και εκνευριστική απάθεια των Ευρωπαϊκών κρατών να αναλάβουν δράση απένατι στα όνειρα της Γαλάζιας Πατρίδας της πολιτικής του Ερντογάν.

Η αδράνεια αυτή, ωστόσο, έχει αίτια και μόνο τυχαία δεν είναι. Η πολιτική κατευνασμού δεν ακολουθείται, για να πετύχει πράγματι να αποτρέψει την Τουρκία, αλλά, γιατί προσπαθεί να καλύψει, να κρύψει κάτω απ’το χαλί, την ευρύτερη αμηχανία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στο ενδεχόμενο ένα κράτος – μέλος να βρεθεί πραγματικά αντιμέτωπο με πόλεμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική, δεν έχει κοινό Σύνταγμα ούτε κοινό στρατό. Η Ένωση είναι οικονομική, γεννήθηκε ως τέτοια και συνεχίζει να λειτουργεί στα πλαίσια κανόνων που στοχεύουν σε οικονομικές πτυχές της ζωής των κρατών – μελών. Το κάθε κράτος λειτουργεί βάσει των δικών του συμφερόντων και φιλοδοξιών.

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καταφέρει για περισσότερα από πέντε έτη να βρεί μια επαρκή και αποτελεσματική λύση στη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ρευμάτων. Η Τουρκία αυτή την στιγμή στεγάζει στο έδαφός της 4 εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες, λαμβάνοντας χρήματα απο την Ευρωπαϊκή Ένωση, για να παραμείνει η κατάσταση ως έχει. Εάν, λοιπόν, η Ευρώπη υιοθετούσε μια σκληρή στάση απέναντι στον Ερντογάν, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει και τα ανοιχτά σύνορα της Τουρκίας, που θα άφηνε εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες να περάσουν στα ευρωπαϊκά εδάφη.

Ένα ακόμη σοβαρό αίτιο της αδράνειας της Ευρώπης σχετίζεται με τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας, μέλους της διαρχίας (Γαλλία – Γερμανία) στην ηγεσία της ΕΕ, με την Τουρκία. H Tουρκία αγόρασε, σύμφωνα με στατιστικά του 2019, το 1/3 των γερμανικών εξαγωγών όπλων, κάτι που την αναδεικνύει ως τον καλύτερο αγοραστή οπλικών συστημάτων της βορειοευρωπαϊκής χώρας. Η Γερμανία έχει συμφωνήσει με την Τουρκία και την ναυπήγηση έξι υποβρυχίων Class-214, τα οποία πρόκειται να ανατρέψουν ενδεχομένως την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο. Προφανώς, η γερμανική κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να θυσιάσει την προτίμηση που απολαμβάνει απο την τουρκική ηγεσία.

Βέβαια, η πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται αρκετά προβληματική για το εσωτερικό της χώρας του. Όσο ο Τούρκος Πρόεδρος επιμένει σε συγκρούσεις και απειλές προς τη Δύση, η τουρκική λίρα καταρρέει, υποχωρώντας σηματικά έναντι του δολαρίου, ενώ η Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να ελέγξει την ισοτιμία του νομίσματος και να αποτρέψει την αύξηση του πληθωρισμού. Οι εγχώριες τιμές και η εύθραυστη κατάσταση της λίρας δημιουργούν αναπόφευκτα φόβο στους επενδυτές και δυσφορία στους καταναλωτές.

Η Τουρκία επιδιώκει να αμφισβητήσει το status quo και να επιβάλει τετελεσμένα στην Ανατολική Μεσόγειο. Γνωρίζει ότι αυτή τη στιγμή η διπλωματία δεν την συμφέρει και ως εκ τούτου την αποφεύγει. Ο στόχος της Άγκυρας δεν είναι ο πόλεμος με την Ελλάδα. Είναι μια θέση σε κάθε πιθανή διαπραγμάτευση για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Ανατολικής Μεσογείου, η αμφισβήτηση de facto της ελληνικής ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας σε συγκεκριμένες περιοχές και φυσικά η ελπίδα της να θέσει επίσημα το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου.

Η Ελλάδα προφανώς δεν επιδιώκει την πολεμική αντιπαράθεση. Επενδύει στη διπλωματία και στους ισχυρούς συμμαχικούς δεσμούς, που μέχρι τώρα, όμως, απογοητεύουν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να αναγνωρίσει την απειλή, να αναλάβει τις ευθύνες της  και να δράσει κυρίως με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων.  Η Ελλάδα, όμως, απαιτείται με σοβαρότητα να θέσει κόκκινες γραμμές και να τις υπερασπιστεί αποφασιστικά και χωρίς φόβο, με ενότητα και αίσθηση καθήκοντος απέναντι στην ιστορία. Η διαρκής υποχώρηση θέτει τη χώρα ενώπιον κρίσιμων προβλημάτων που διαφαίνονται μελλοντικά, εάν οι τουρκικές διεκδικήσεις δεν περιοριστούν σύντομα. Ο Τούρκος πρόεδρος καταλαβαίνει μόνο τη σκληρή γλώσσα της ισχύος. Μέχρι τώρα, ωστόσο, κανείς δεν την μιλάει…

Πηγή αρχικής εικόνας: pappaspost.com