Η ιστορία του ξεκινά το 1851, όταν ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννιέται στο νησί της μαρμαρογλυπτικής, την Τήνο. Καταγόμενος από οικογένεια μαρμαροτεχνιτών με παραρτήματα στο εξωτερικό, ο Χαλεπάς εκδηλώνει από τα πρώτα του χρόνια το πάθος του για την τέχνη. Ένα πάθος που μετέπειτα θα τον οδηγούσε σε μεγαλειώδεις δημιουργίες αλλά σταδιακά θα στεκόταν αφορμή, για να μετατραπεί η ζωή του σε οιονεί κολαστήριο.

Το 1869 μεταβαίνει οικογενειακώς στην Αθήνα. Εκεί επισκέπτεται τα γνωστά μαρμαρογλυφεία των αδερφών Φυτάλη και Μαλακατέ. Παρότι οι γονείς του τον προορίζουν να ασχοληθεί με το εμπόριο, ο ίδιος επιλέγει να φοιτήσει στη Σχολή των Τεχνών στην πρωτεύουσα, όπου είχε δάσκαλό του τον νεοκλασικό, Λεωνίδα Δρόση. Ολοκληρώνει σπουδές έξι ή εφτά ετών σε διάστημα τριών χρόνων.

Ακολούθως, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, συνεχίζει τις σπουδές του στην περίφημη σχολή του Μονάχου. Ωστόσο, το 1876 η υποτροφία του διακόπτεται απότομα – ανάμεσα στις αιτίες που έχουν αποδοθεί κατά καιρούς είναι και η συμπαιγνία, προκειμένου να δοθεί η υποτροφία σε άλλο πρόσωπο.

Έτσι, επιστρέφει στην Αθήνα, όπου δημιουργεί το εργαστήριό του. Το εργαστήριο, όπου το 1878 θα ολοκληρώσει την «Κοιμωμένη» του, που κοσμεί το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ο Χαλεπάς κατέστρεψε αρκετά προπλάσματά της, μέχρι να φτάσει στο αποτέλεσμα, πράγμα που συνήθιζε λόγω της τελειομανίας του με πολλά έργα του.

Το ίδιο έτος, 1878, υφίσταται νευρικό κλονισμό. Το 1888 με πρωτοβουλία του πατέρα του εισάγεται έγκλειστος στο φρενοκομείο της Κέρκυρας, όπου μένει για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1902. Σε εκείνη την περίοδο η ψυχιατρική δεν έχει κάνει αρκετά βήματα. Έτσι, η ενασχόληση με την τέχνη του θεωρείται αιτία της ασθένειάς του. Όσα έργα δημιουργεί καταστρέφονται μπροστά στα μάτια του.

Επόμενος σταθμός: το σπίτι του στην Τήνο. Εκεί, ο τραγικός διάλογος με την τέχνη συνεχίζεται. Ζει ως βοσκός, κάνοντας τα θελήματα των συγχωριανών του, ο «σαλός» του χωριού όπως θα τον αποκαλέσουν αργότερα. Παράλληλα, προσπαθεί να αναγεννηθεί από τις στάχτες του, ασχολούμενος και πάλι με την τέχνη του. Η μητέρα του όμως θεωρεί την τέχνη αυτή καταραμένη· αιτία όλων των δεινών του. Έτσι, ο Χαλεπάς για μία ακόμη φορά θα βιώσει τον θρυμματισμό των δημιουργημάτων του από την γυναίκα που τον γέννησε. Κάποια από αυτά σώθηκαν ως σκίτσα που σχεδίασε στον τοίχο του σπιτιού του. Ανακαλύφθηκαν σχετικά πρόσφατα, όταν το χρώμα των τοίχων άρχισε να φθείρεται. Η οικία του στην Τήνο έχει μετατραπεί σήμερα σε μουσείο.

Το 1916 η μητέρα του πεθαίνει και ο Χαλεπάς συνεχίζει απερίσπαστος το έργο του.  Όμως το ύφος της έκφρασής του έχει αλλάξει ριζικά συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο των έργων του που φέρουν χαρακτηριστικά του κλασικισμού. Εγκαταλείπει την υστερική επικέντρωσή του στη λεπτομέρεια, δείχνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην απόδοση της ουσίας των πραγμάτων. Οι μορφές γίνονται περισσότερο απλές και συμπαγείς. Η αρχαία ειδωλολατρεία συνυπάρχει με τον χριστιανισμό. Το φαντασιακό συγχέεται με το πραγματικό, δημιουργώντας ένα μοναδικό κράμα.

Όπως έλεγε και ο ίδιος: «Ο νέος (γέρος) Χαλεπάς ξεπέρασε τον παλιό (νεαρό)».

Ή αλλιώς, το στοίχημα του χαμένου χρόνου κερδήθηκε.

Το 1927 βραβεύεται από την Ακαδημία των Τεχνών με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1930 μετακομίζει σε σπίτι συγγενών τους την Αθήνα, όπου και βρίσκει τον θάνατο οχτώ χρόνια αργότερα, ευτυχισμένος και έχοντας λάβει την αναγνώριση που του άξιζε. Σήμερα σώζονται περί τα 115 έργα του.

Πηγές εικόνων: kathimerini.gr, greece2021.gr

η ωραία κοιμωμένη, το άγαλμα του Χαλεπά

Η «Κοιμωμένη» του Χαλεπά στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών