Στις 25 Μαρτίου το Ελληνικό κράτος θα γιορτάσει τα 200 χρόνια από την έναρξη της επανάστασης του 1821.

Στο πλαίσιο των εορτασμών, χώρα θα λάβει η καθιερωμένη στρατιωτική παρέλαση, η οποία λόγω της επετείου θα είναι ιδιαίτερα λαμπρή. Μάλιστα, το παρών αναμένεται να δώσουν ο Εμμανουέλ  Μακρόν αλλά και ο Πρίγκιπας Κάρολος ως εκπρόσωποι της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, δύο χωρών, οι οποίες με την συμμετοχή τους στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, συνέβαλαν στην δημιουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.

Ηχηρή όμως θα είναι η απουσία του προέδρου της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος αρνήθηκε την επίσημη Ελληνική πρόσκληση, χωρίς μάλιστα να προσφέρει κάποια εξήγηση για λόγους διπλωματικής αβρότητας.

Η άρνηση αυτή, δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς φαίνεται να ακολουθεί το ιδιαίτερα ψυχρό κλίμα το οποίο διακατέχει τις σχέσεις ανάμεσα σε Αθήνα και Μόσχα από το 2018. Πιο αναλυτικά, τον Ιούλιο του 2018, η Ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε την απέλαση δύο Ρώσων διπλωματών, επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας και κατηγορώντας τους για διακίνηση πληροφοριών και για απόπειρα δωροδοκίας κρατικών λειτουργών.

Στο ήδη τεταμένο κλίμα που είχε δημιουργηθεί, εξαιτίας και της αντίθεσης της Ρωσίας στην συμφωνία των Πρεσπών, η ελληνική αυτή κίνηση θεωρήθηκε άκρως επιθετική από την απέναντι πλευρά. Μάλιστα, η Ρωσία τόνισε ότι έβλεπε ενεργή ανάμιξη των Η.Π.Α στην απόφαση αυτή και ένα μήνα αργότερα προχώρησε με την σειρά της στην απέλαση δύο Ελλήνων διπλωματικών υπαλλήλων, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση ή απτές κατηγορίες.

Παρά τις προσπάθειες για εξομάλυνση των ελληνορωσικών σχέσεων με την επίσκεψη Τσίπρα στο Κρεμλίνο τον Δεκέμβριο του 2018 και την επίσκεψη Δένδια τον Νοέμβριο του 2019, η υπόθεση Βίνικ διατάραξε για άλλη μια φορά τις σχέσεις των δύο χωρών. Συγκεκριμένα, η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα, να εκδώσει τον κατηγορούμενο για ξέπλυμα χρήματος, Ρώσο υπήκοο, Αλεξάντερ Βίνικ, ή αλλιώς γνώστο ως «Mr. Bitcoin» στη Γαλλία και όχι στην χώρα καταγωγής του, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της ρωσικής πλευράς. Ο Υπουργός εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ,  κατηγόρησε τον Νίκο Δένδια πως, αν και είχε υποσχεθεί ότι τα Ρωσικά επιχειρήματα θα εξεταστούν ενδελεχώς, η τελική απόφαση ελήφθη ερήμην της Ρωσίας.

Από την πλευρά της, η Ρωσική πρεσβεία τόνισε πως η προτεραιότητα της Ρωσίας ως χώρας καταγωγής αγνοήθηκε.

Πέρα, όμως, από τις σχέσεις σε διπλωματικό επίπεδο, ακόμα και οι πολιτισμικοί δεσμοί των δύο χωρών φαίνεται να βρίσκονται σε περίοδο έντασης.  Η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να παραχωρήσει στην Ουκρανική εκκλησία  την αυτοκεφαλία της από το Πατριαρχείο της Μόσχας και η συνακόλουθη στήριξη που παρείχε η Ελληνική εκκλησία στην απόφαση αυτή, δημιούργησαν ρήγμα στις σχέσεις των εκκλησιών.  Λόγω της απόφασης αυτής το Πατριαρχείο της Μόσχας διέκοψε κάθε σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ διέκοψε και την κοινωνία με την Εκκλησία της Ελλάδος και κάθε Μητρόπολη που αναγνώρισε το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο.

Βέβαια, η άρνηση του Πούτιν οφείλεται όχι μόνο στα παραπάνω περιστατικά αλλά και σε συμβολικούς λόγους. Αρχικά, η συμμετοχή αμερικανικών αεροσκαφών στους εορτασμούς είναι πιθανό να ενόχλησε την Ρωσία, καθώς δεν υπήρξε κάποιο αίτημα προς την πλευρά της για τη συμμετοχή στρατιωτικού αγήματος, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε μια από τις τρείς δυνάμεις που συμμετείχαν στη ναυμαχία στο Ναυαρίνο. Επιπλέον, η ειδική σχέση που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια με την Τουρκία, είναι σίγουρο ότι δεν θα ενισχυόταν από τη ρωσική συμμετοχή στις εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου.

Η εικόνα του Βλαντιμίρ Πούτιν να παρευρίσκεται στους εορτασμούς για μια από τις μεγαλύτερες ήττες και αποτυχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πιθανότατα θα προξενούσε έντονες αντιδράσεις στο συντηρητικό Τουρκικό ακροατήριο, ενώ θα δυσαρεστούσε και τον νέο-Οθωμανιστή Ερντογάν.

Εν κατακλείδι, η άρνηση του Πούτιν να παραστεί στις εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου, είναι δυνατόν να εκληφθεί ως ένα μήνυμα δυσαρέσκειας της Ρωσίας απέναντι στην Ελληνική εξωτερική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, αν και η Ελλάδα συνειδητά έχει επιλέξει εδώ και δεκαετίες την συμμετοχή της στο Δυτικό στρατόπεδο, οφείλει να διατηρεί φιλικές ή έστω συνεργατικές σχέσεις με μια μεγάλη δύναμη στο διεθνές σύστημα όπως η Ρωσία.

Εκμεταλλευόμενη τους πολύχρονους και στενούς πολιτιστικούς δεσμούς, η Ελλάδα μπορεί να επεκτείνει την οικονομική της συνεργασία με την Ρωσία σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, ενώ ταυτόχρονα συνδέοντας μερικά από τα συμφέροντα των δύο χωρών μπορεί να αξιοποιήσει τη Ρωσία ως χρήσιμο αντίβαρο στην όλο και πιο επεκτατική πολιτική της Τουρκίας.


Πηγή αρχικής εικόνας: Greek City Times