Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ένας σύγχρονος Έλληνας σκηνοθέτης, που με την καινοτόμα σκηνοθετική γραμμή του, όχι μόνο σηματοδότησε το γνωστό σε όλους μας Greek Weird Wave  με την ταινία του Κυνόδοντας, αλλά απέσπασε πολλά βραβεία, φτάνοντας μέχρι τις Κάννες, τόσο με τον Αστακό, όσο με το Θάνατο του Ιερού Ελαφιού και την Ευνοούμενη.

Στο ξεκίνημά του, το ελληνικό κοινό, όντας μη συνηθισμένο στη διαφορετικότητα, κράτησε μια υποτιμητική στάση προς τις ταινίες του. Η ταινία Κυνόδοντας ήταν και είναι μέχρι και σήμερα μια ταινία που το κοινό αγαπά να μισεί.  Έχουμε την τάση να το κάνουμε αυτό σε κάτι που μας ξενίζει και δε μας φαίνεται οικείο, όπως η υψηλή τέχνη, ένα βαθύ νόημα, μια παραγωγή που δεν θυμίζει Hollywood ή και μια ταινία αλληγορικού περιεχομένου.

Κυνόδοντας. Πηγή: tovima.gr

Ο Λάνθιμος, ως Έλληνας καλλιτέχνης, ανήκει σε μια μειονότητα, στην ίδια που θα μπορούσαμε να κατατάξουμε θεατρανθρώπους σαν τον Τερζόπουλο. Αν κάνουμε το λάθος να μπούμε στην διαδικασία του «τι θέλει να πει ο ποιητής», όπως έξυπνα σατίριζε ο Χάρρυ Κλυνν, θα χάσουμε το νόημα. Θεάματα σαν αυτά είναι κατά βάση έργα τέχνης  προς παρατήρηση και όχι προς ανάλυση. Ο Λάνθιμος εξαρχής φαινόταν μια ανερχόμενη κινηματογραφική δύναμη, χωρίς όμως να έχει κερδίσει μεγάλη μερίδα του κοινού μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το 2009 ο Κυνόδοντας αποσπά πολλά βραβεία, μέσα στα οποία αυτό της Καλύτερης Ξενόγλωσης Ταινίας το 2011.

Ακολουθεί ο Αστακός, μια ταινία, που αν και εκτείνεται στο χώρο του φαντασιακού, ένα μεγάλο κομμάτι της βασίζεται στο ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώον πολιτικό όπως θα έλεγε και ο Αριστοτέλης, και αποζητά την συντροφικότητα και κατά επέκταση την αγάπη. Η ταινία αποσπά το Ειδικό βραβείο της επιτροπής του 68ου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Καννών το 2015.

Απο τον Αστακό και μετά, οι παραγωγές γίνονται ακριβότερες, οι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν γνωστότεροι στο ευρύ κοινό, η γλώσσα αγγλική από ελληνική και το φάσμα των θεατών μεγαλύτερο. Παρ’ όλα αυτά, δεν λείπουν στοιχεία ελληνικά, όπως το soundtrack που ντύνει την ταινία και δεν είναι άλλο απο το γνωστό σε όλους «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη». Αυτό να είναι ίσως που γοητεύει στον Λάνθιμο. Μια μίξη αλληγορικού – πραγματικού, μακρινού αλλά ταυτόχρονα οικείου, «ξένου», αλλά ριζικά ελληνικού.

Αστακός. Πηγή: lifo.gr

Ανάλογη επιτυχία γνωρίζει και με το Θάνατο του ιερού ελαφιού, η οποία αποσπά Βραβείο Σεναρίου στις Κάννες. Μια ταινία, τόσο δεξιοτεχνικά πλασμένη , που καταφέρνει να σε κάνει να γελάς και στο αμέσως επόμενο λεπτό σε ξενίζει και σε απομακρύνει.

Φυσικά, η σκηνοθετική πορεία και η φήμη του εκτοξεύονται με την Ευνοούμενη, που είναι προτεινόμενη για αμέτρητα βραβεία, τόσο στα BAFTA, όσο και στις Κάννες, με εκπληκτικά σκηνικά, κοστούμια, σκηνοθεσία, αξιόλογες ερμηνείες, ακόμα γνωστότερο cast από ό,τι πριν και γίνεται ”talk of the town”. Όχι πως ήταν η πρώτη φορά που βραβεύτηκε στις Κάννες ταινία του Λάνθιμου, καθώς είχαν βραβευτεί όλες οι παραπάνω, αλλά με την Ευνοούμενη η επιτυχία φτάνει στο ζενίθ της και ο σκηνοθέτης καταξιώνεται.

The Favourite. Πηγή: avant-garde.com

Μήπως πρέπει, λοιπόν, να αποδεχτούμε πως ο δρόμος της δόξας και της αναγνώρισης είναι σχεδόν πάντα ανηφορικός και κακοτράχαλος; Ή πως «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της», όπως λένε οι γηραιότεροι; Θα αγκαλιάσουμε ποτέ αυτά που μας ξενίζουν και μας φαίνονται ακαταλαβίστικα ή θα τα γιουχάρουμε και θα τα κατατάσσουμε στα κακώς κείμενα; Ίσως είναι η ώρα να απαλλαγούμε από τη φοβία μας για καθετί ξένο. Ή έστω να προσπαθήσουμε…

Αξιοθαύμαστο λοιπόν, το πώς ένας σκηνοθέτης που στην χώρα του δε γνώριζε ιδιαίτερη καταξίωση από την μεγαλύτερη μερίδα του κοινού, φτάνει να γίνεται από τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες του κόσμου. Πώς από εκεί που έχει τον Άρη Σερβετάλη για πρωταγωνιστή στη ταινία του Κινέττα, πλέον έχει τον Φάρελ Κόλιν, τη Νικόλ Κίντμαν, την Έμμα Στόουν και την Ολίβια Κόλμαν. Από την αμφισβήτηση στην καταξίωση.

Ένα καλλιτεχνικό θαύμα που αναδύθηκε απ’ τις στάχτες της απόρριψης και απτόητο έφτασε στην κορυφή.

Πηγή κεντρικής εικόνας: lifeview.gr