Του εξωτερικού συνεργάτη, Δημήτρη Κόλλια,

Ας προσποιηθούμε.

Συνθέτεις μία κινηματογραφική σκηνή με δύο χαρακτήρες.

Απο τη μία ο πρωταγωνιστής R. W.. Ένας επιτυχημένος μόδιστρος του Λονδίνου τη δεκαετία του 50. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας έχει παρουσιαστεί στο κοινό, δεν έχει όμως ξεδιπλωθεί, αναλυθεί, ούτε κι επεξεργαστεί σε σημαντικό βαθμό. Απο την άλλη, η πρωταγωνίστρια και δεύτερη χαρακτήρας Α. Ε. είναι σερβιτόρα σ’ ένα επαρχιακό εστιατόριο, ανταγωνιστική και συμπληρώνει τον R ως μελλοντική του μούσα.

Στην παρούσα σκηνή οφείλεις να εξοικειώσεις το κοινό με την Α, να ξεδιπλώσεις των χαρακτήρα του R, ν’ αποτυπώσεις ρομαντικά την πρώτη τους διασταύρωση και να καθιερώσεις την κεντρική ατμόσφαιρα της ιστορίας σου.

Για όλα τα παραπάνω, έχεις στη διάθεσή σου περίπου 3 λεπτά, ανάμεσα στα πρώτα 12-15 της ταινίας, η οποία διαρκεί, συνολικά δύο ώρες. Ένας από τους δύο χαρακτήρες σου παρουσιάζεται διαταραγμένος, συγχυσμένος, ασταθής και ελλιπής γνώσεων και ικανοτήτων, απαραίτητων ώστε, ορθώς, να συνδιαλλαγεί με τρίτους και να διατηρήσει σταθερές σχέσεις και επαφές.

Εξίσου σημαντικό στοιχείο αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο «σκιτσάρεις» τους πρωταγωνιστές σου και η ευθεία σύνδεση της διαδικασίας αυτής με την κινηματογράφηση του film. Οι χαρακτήρες σου παρουσιάζονται πάντοτε εντυπωσιασμένοι από τη διαδικασία της παρατήρησης (παρά την πολυσύνθετη προσωπικότητά τους), διότι η κάμερα καταγράφει εκείνα τα μη δυνατά προς φραστική ερμηνεία γνωρίσματά τους για λογαριασμό του κοινού.

Ο R εισέρχεται σ ‘ ένα  επαρχιακό εστιατόριο.

Τις κινήσεις του ακολουθούν τρεις εντελώς διαφορετικές σκοπιές θέασης εν μέσω της προσπάθειας κινηματογράφησης. Μία μέσης απόστασης, όπου ο R ακουμπά το παλτό του σε μία καρέκλα, μία παροδική μεσαίου – μεγαλύτερου μήκους σφαιρική λήψη, ικανή να προσφέρει την αίσθηση του χώρου, και τέλος μία μεσαίου μήκους κοντινή λήψη, που με αργό ρυθμό βυθίζεται προς τον πρωταγωνιστή, όταν ο ίδιος έχει πλέον καθίσει.

Η τελευταία εικόνα προδίδει και το πλέγμα χαρακτήρα του R. Οι κινήσεις, η μεθοδικότητα και οι εκφράσεις του προσώπου του υποδηλώνουν μια εσωστρεφή, ήρεμη και απόλυτα συγκεντρωμένη προσωπικότητα.

Η συγκέντρωση αυτή, αιφνίδια, διακόπτεται από την Α, η οποία αφινιασμένη εισέρχεται στο πλαίσιο διαταράσσοντας την ηρεμία του R. Ακολουθούν αρκετές στιγμιαίες λήψεις ανάμεσα στους δύο, η μία μετά την άλλη, μπροστά πίσω, ούτως ώστε να καταστεί σαφές ότι πρόκειται για δύο πολικά αντίθετες προσωπικότητες.

πηγή εικόνας: moviepart.fr

Ο R συχνά προσεγγίζεται με κοντινές λήψεις, με ελάχιστη έως και καθόλου κίνηση. Αντίθετα η Α σε ευρύτερες, γεμάτες,  ακανόνιστες κινήσεις που καθρεφτίζουν τη ζωτικότητά της. Οι κοντινές λήψεις του R υπενθυμίζουν στο κοινό ότι πρόκειται για μια αυτάρεσκη προσωπικότητα με ελάχιστο ενδιαφέρον για το περιβάλλον του, ενώ η Α, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται απ’ αυτό. Η εναλλαγές στην παρούσα σκηνή εδράζονται μονάχα στην είσοδο και έξοδο της Α, όπου συγκεντρώνονται σημασιολογικά στον ήχο της πόρτας που σπρώχνεται μπροστά και πίσω.

Το παραπάνω αντικατοπτρίζει και το πρώτο σημάδι της αδυναμίας του R απέναντι στην Α. Ο ρυθμός τίθεται σχεδόν αποκλειστικά από εκείνη, τη στιγμή όπου οι άδειες από κίνηση λήψεις του R πάντοτε διακόπτονται απ’ τις γεμάτες ταραχή και ζωντάνια κινήσεις της αδέξιας Α, αλλά και την επακόλουθη ανακλαστική συμπεριφορά αυτού, που παρακολουθεί τη διαδρομή της.

Όταν λοιπόν οι πρωταγωνιστές συνομιλούν για πρώτη φορά, η κάμερα καταγράφει μ’ έναν απολύτως διαφορετικό τρόπο. Η λήψη της Α είναι πλέον κοντινή κι εκείνη του R ευρύτερη. Η Α, παρότι ταραχώδης και χαοτική, παρουσιάζεται σίγουρη και γεμάτη αυτοπεποίθηση τη στιγμή που αντιμετωπίζει τον R. Αυτός από πλευράς του φαντάζει εντελώς απροστάτευτος, αποκαλύπτοντας πως η προαναφερθείσα ψυχραιμία και ψυχοσύνθεσή του δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απλό προσωπείο.

Η συνέχεια της σκηνής εκτυλίσσεται με την εξεζητημένη παραγγελία του R (η οποία φαινομενικά ξεφεύγει απ΄ το αυστηρό πλαίσιο της προσωπικότητας του), τη στιγμή που η Α αντιδρά φυσιολογικά σ αυτή. Η λήψη του και πάλι αλλάζει, πλησιάζει πιο κοντά  (όπως στην αρχή) σηματοδοτώντας την είσοδο της Α στον κόσμο του.

Όταν το φαγητό σερβίρεται, η κάμερα για πρώτη φορά απομακρύνεται αργά, δημιουργώντας ένα αίσθημα αποσύνδεσης, καθώς παρατηρούμε τους δυο πρωταγωνιστές να ερωτεύονται.

Η παραπάνω σκηνή δεν αποτελεί παρθενογένεση και αποκύημα φαντασίας του γράφοντα. Πρόκειται ασφαλώς για ένα έργο του Αμερικανού σκηνοθέτη Paul Thomas Anderson, που χρησιμοποιεί την κάμερα, για να ερμηνεύσει την ιστορία δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων, που όμως συμμερίζονται στοιχεία καθημερινότητας, τα οποία ο καθένας από εμάς ανακαλύπτει στον εαυτό του.

Πρόκειται για δύο προσωπικότητες που λειτουργούν με τους δικούς τους κανόνες, μακριά απ΄ το δικό μας κομφορμισμό, στο πλαίσιο μιας διαφαινόμενης ομολογίας αποδοχής. Πρόκειται για μία από τις πρώτες σκηνές του “Phantom Thread” της πρώτης ταινίας, γυρισμένης δίχως διευθυντή φωτογραφίας, απολύτως συνυφασμένη με το όραμα του σκηνοθέτη και γι’ αυτό το λόγο και μόνο, το σημαντικότερο film της προηγούμενης δεκαετίας.