Σήμερα εορτάζονται τα δικαιώματα της γυναίκας, ως φόρος τιμής και ένδειξης μνήμης στα κατορθώματα του φεμινιστικού κινήματος. Η ημέρα της γυναίκας επισημοποιήθηκε το 1909, και σήμερα η Ελληνική πραγματικότητα αποδεικνύει περισσότερο από ποτέ άλλοτε πόσο μακριά βρισκόμαστε σχετικά με όλα όσα θα έπρεπε να διεκδικούμε. Και εδώ ακούγονται δεκάδες φωνές και αντεπιχειρήματα.

«Μα τι παραπάνω να διεκδικήσετε, ισότητα δεν έχουμε; Τι θα γίνει δηλαδή, θα υπερέχει το ένα φύλο έναντι του άλλου; Τι θέλετε, μητριαρχία;».

Η επιδίωξη μετάπεισης αυτού που δε θέλει να ακούσει είναι συνήθως αναποτελεσματική και ατελέσφερη. Η κοινωνία των τελευταίων μηνών έδειξε μια τρομερή ευαισθητοποίηση σε θέματα ισότητας. Από τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλόυδη στην αποκάλυψη της Σοφίας Μπεκατώρου και του κυκλώματος του καλλιτεχνικού χώρου, θα έλεγε κανείς πως ίσως πράγματι να φαίνεται ένα φως στην άκρη της διαδρομής, μια ηλιαχτίδα ελπίδας προς την ισότητα.

Είναι όμως πράγματι έτσι;

Τα βήματα που πάρθηκαν δε θα πρέπει να μας θυμίζουν μόνο πόσο μπροστά μπορούμε να πάμε, αλλά κυρίως, πόσο πίσω είμαστε. Όπως έχω αναφέρει στο παρελθόν, η κοινωνία θυμάται το φεμινισμό όποτε έχει να κερδίσει κάτι από αυτόν. Για αυτό και η ημέρα της γυναίκας αντιλαμβάνεται συχνά ως μια δεύτερη ημέρα Αγίου Βαλεντίνου, για να αγοράσεις «λουλούδια στην αγαπημένη σου» και να γιορτάσεις τη «γυναίκα του σπιτιού σου». Χάνεται όμως η ουσία της ημέρας. Η ογδόη Μαρτίου είναι ημέρα φεμινιστικού αγώνα, ημέρα διεκδίκησης, ημέρα φωνής για όσα πράγματα θεωρούνται δεδομένα ενώ δεν είναι. Όχι μια μέρα σάτιρας μέσω κοινωνικών προτύπων θηλυκότητας όπως «σήμερα ας γκρινιάζει όσο θέλει».

Η ανισότητα δεν κρύβεται μονάχα πίσω από τα πικρόχολα σεξιστικά σχόλια, πλέον φαίνεται καθημερινά στη τηλεόρασή σου, κάθε φορά που αποκαλύπτεται η δράση του κάθε μισογυνηστικού εγκληματία. Η ανισότητα βρίσκεται στο χώρο εργασίας, κάθε φορά που κάποιος βλέπει το αφεντικό να χαιδεύει τη μέση της υπαλλήλου του και κάνει τα στραβά μάτια. Κάθε φορά που βλέπει το αμάξι να ανοίγει το παράθυρο και να σφυρίζει στη κοπελίτσα που γυρνάει μόνη σπίτι της αργά τη νύχτα φοβισμένη για τη ζωή της, με το επιχείρημα του «φλερτ». Τη βλέπεις όταν το πρώτο πράγμα που θα σκεφτεί κανείς εάν τον απορρίψει μια κοπέλα σε χώρο διασκέδασης, είναι το τι φορούσε και πόσο διατεθειμένη την έκανε αυτό. Η ανισότητα βρίσκεται στον ηλικιωμένο που κοιτάει επίμονα τη κοπέλα στα ΜΜΕ. Στο «ξέπλυμα» του φεμινισμού και την εκμετάλλευση του για προώθηση μιας ατζέντας. Στον επιλεκτικό φεμινισμό, το φεμινισμό που ευνοεί μόνο μια συγκεκριμένη τάξη, ένα χρώμα, μια σεξουαλικότητα, μια καταγωγή. Στο φεμινισμό που προωθούμε μόνο όταν αυτός έχει κάτι να μας δώσει. Τέλος, η ανισότητα βρίσκεται στη γυναίκα που αναγκάστηκε να πει «ναι», και σε αυτή που σκοτώθηκε επειδή είπε «όχι».

Και εάν δε μπορείς να τη δεις, είσαι κομμάτι του προβλήματος.