«Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω. Πήρα ένα τηλεγράφημα από το γηροκομείο: “Μητέρα απεβίωσε. Κηδεία αύριο. Θερμά συλλυπητήρια”. Αυτό δε σημαίνει τίποτα. Μπορεί να ήταν και χθες».

Το συγκλονιστικό ξεκίνημα του «Ξένου» του Αλμπέρ Καμύ επιστρέφει τακτικά στο νου μου. Πρόκειται, στη πραγματικότητα, για μια πνευματική παλινόστηση: Ας υποθέσουμε την ύπαρξη ενός φοιτητή που επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του τον πρώτο καιρό μετά την είσοδό του σε σχολή. Η ίδια η αλλαγή μεταβάλλει την ουσία εκείνου του φοιτητή, του προσφέρει τα εχέγγυα της δεύτερης ωρίμανσης. Ο ίδιος επαν-εφευρίσκει τον εαυτό του και ίσως εισέρχεται στο (επώδυνο) μονοπάτι της εύρεσης μιας (ελάχιστα ρευστής) ταυτότητας. Η επιστροφή στα μέρη όπου βίωσε τη πρώτη νιότη, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι η ίδια: Κάποια θα τον συγκινήσουν λιγότερο ή περισσότερο από πριν, θα παλεύει να βρει το σημείο ισορροπίας μεταξύ εξιδανίκευσης και αποδόμησης∙ εν ολίγοις, κάθε επιστροφή ξεχερσώνει ένα νέο αντιληπτικό μονοπάτι που σε καλεί να το ακολουθήσεις.

Όπως η επιστροφή ενός φοιτητή, έτσι και η επιστροφή του «Ξένου» στο μυαλό μου ενεργοποιεί κάθε φορά διαφορετικές συνειδησιακές δυναμικές. Έργο κλασσικό που διαμόρφωσε όσο λίγα την λογοτεχνία του Παραλόγου, το ρεύμα του Υπαρξισμού (;) και τον γαλλικής υφής πεσιμισμό. Έργο που η πολλαπλότητα των ερμηνειών του δεν μπορεί παρά να μαρτυρά την σπουδαιότητά του. Και, όπως κάθε σπουδαίο έργο, από τη στιγμή που γράφεται (και εκδίδεται), υπερβαίνει την ιστορική συγκυρία και τις εκάστοτε κοινωνικές αντιλήψεις∙ ξεκινώντας από την ατομική φαντασία φτάνει να περνά το κατώφλι της οικουμενικότητας.

Ηδύτητα αισθάνθηκα κατά τη παρακολούθηση του SquidGame. Γιατί; Υπήρξα τόσο συναισθηματικά αποστασιοποιημένος από την ιδέα του θανάτου, που συχνά τον προσδοκούσα για ορισμένους εκ των παικτών. Τέτοια αποστροφή μου προξενούσαν ορισμένοι, που ο θάνατος ως ποινή κανονικοποιήθηκε στο αντιληπτικό μου σύμπαν. (Το ατομικό δεν είναι πάντα μια ατομική υπόθεση.) Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τους ίδιους τους παίκτες: Και τα τελευταία αποθέματα ενσυναίσθησης υποχωρούσαν βαθμηδόν μπροστά στη προσδοκία του θελκτικού βραβείου. Δεν πρόκειται για δυστοπικό σενάριο, αλλά για κάτι εντελώς γήινο και εντελώς πραγματικό:

Είμαστε θεατές σε μια βίαιη αλλαγή στη δομή των συναισθημάτων και στην ίδια τη πρόσληψη του θανάτου ως γεγονότος.

Ο Φιλιπ Αριές ασχολήθηκε εκτενώς με τον θάνατο στη Δύση. Διακρίνει μεταξύ «εξημερωμένου» θανάτου που εμφανίστηκε τον Μεσαίωνα και «απαγορευμένου» θανάτου που συνιστά την πιο σύγχρονη αντίληψη περί αυτού. Τολμώ να πω πως δεν εισερχόμαστε αλλά έχουμε ήδη εισέλθει σε ένα στάδιο μετά – της «απαγορευμένης» εκδοχής: Αποδυναμώνεται ο θάνατος ως ταμπού, αλλά δεν είναι και οικείος. Επαν-εξοικειωνόμαστε με ορισμένες όψεις της μεσαιωνικής αντίληψης για τον θάνατο, με την προσθήκη κάποιων νέων παραμέτρων όπως η θέαση του ως «αποτυχία» της ιατρικής και την περιοδική συνάντησή του με εκδοχές της δαρβινικής θεωρίας οι οποίες έχουν υιοθετηθεί από μεγάλη μερίδα του δυτικού κόσμου. Ο κόσμος μας ποτέ δεν ήταν λιγότερο προσιτός για τα γηρατειά. Τα ψηφιακά μέσα έχουν πλέον τον βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της εξοικείωσης ή της απώθησης, περισσότερο από τους παραδοσιακούς φορείς. Το τι πρόκειται να γεννηθεί από την επιστροφή μιας νέας στάσης απέναντι στο θάνατο που διατηρεί όμως ορισμένα παλαιού τύπου χαρακτηριστικά, είναι μια θωπεία στο ίδιο το άγνωρο. Το αφήνουμε στις ευγενείς προθέσεις των φιλοσόφων.

Και θυμήθηκα τον Ξένο του Καμύ για ακόμη μια φορά. Ο πρωταγωνιστής Μερσώ είναι ανάλγητος μέχρι βδελυγμίας, χωρίς καμία συναισθηματική εγγύτητα με τα πιο οικεία των προσώπων, η ζωή κυλούσε με εκείνον απλό επόπτη. Άνθρωπος ειλικρινής ως τα μπούνια που ακόμα και όταν μετετράπη σε ψυχρό και αμετανόητο δολοφόνο, αδυνατούσε να ταυτιστεί με το θύμα ή να στρέψει το μαχαίρι αντιστρόφως στο ηθικό του υπογάστριο. Σπάνια δυσφορεί, σπάνια τον επισκέπτεται το συναίσθημα της εκστατικής χαράς, ουδέποτε αγάπησε αληθινά. Ο συγκλονισμός μπροστά στην εξαφάνιση είναι κάτι που δεν τον αφορά. Διότι απλούστατα δεν μπορεί καν να αποκτήσει πρόσβαση σε κάποιο «κανονικό» συναίσθημα.

Οι παίκτες του Squid Game συναντιούνται με τον Μερσώ από τον «Ξένο» του Καμύ στον ίδιο κόσμο. Είναι ένας κόσμος αλίκλυστος από κύματα οδύνης και σπαραγμού. Μόνο που τα κύματα αυτά δεν βρέχουν ούτε τα ακροδάχτυλά τους. Είναι ο κόσμος που η στυγνότητα υπάρχει συχνότερα θέαμα και λιγότερο ως βίωμα. Και εμείς οι (δις)εκατομμύρια θεατές κατοικούμε στον ίδιο, γήινο παρά ουτοπικό, κόσμο.

(Παρακάμπτω, εσκεμμένα, όσες μεταγενέστερες αναγνώσεις αντιλαμβάνονται τον Μερσώ ως πάσχοντα από σύνδρομο Άσπεργκερ. Μια τέτοια ιατρική προσέγγιση ουδόλως συσκοτίζει την ουσία της αναφοράς στον Μερσώ στο παρόν άρθρο).