Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Χρήστου Ρέλλου,

Στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στον απόηχο της κλιμάκωσης ανάμεσα στη Ρωσία και το ΝΑΤΟ με αφορμή την Ουκρανία, ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας Vladimir Putin επισκέπτεται το Πεκίνο για την παρακολούθηση των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων. Εκεί, συναντήθηκε με τον Κινέζο ομόλογό του Xi Jinping, όπου έλαβε χώρα μια συζήτηση για πληθώρα οικονομικών και γεωπολιτικών ζητημάτων, με επικρατέστερο ζήτημα την Ουκρανική Κρίση.

Οι δηλώσεις των δύο ηγετών, ακούστηκαν σαν ένα μεγάλο «κατηγορώ», στα κατά τα άλλα ευήκοα ώτα της Δύσης, και σαν μία έμμεση πρόκληση απέναντι στην καθεστηκυία τάξη της Αμερικανικής Ηγεμονίας.

Συγκεκριμένα, η Κίνα κατακεραύνωσε τη Δύση, κάνοντας λόγο για αθέτηση των ρητών δεσμεύσεων που είχε δώσει το ΝΑΤΟ στη Ρωσία, ότι δεν θα επεκταθεί προς Ανατολάς, αμφισβητώντας έτσι την σφαίρα επιρροής της και περιχαρακώνοντάς την. Πώς όμως αυτές οι δύο χώρες διαμόρφωσαν μια τόσο στενή σχέση, η οποία δεν διαρρήχθηκε ακόμα και απο τόν πόλεμο στην Ουκρανία Για να κατανοηθεί αυτό το ερώτημα είναι απαραίτητη η αναδρομή στην ιστορία των σχέσεων Ρωσίας-Κίνας.

Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θα οδηγηθούν στο λεγόμενο σχίσμα, στην διάλυση των σχέσεών τους στα μέσα της δεκαετίας του ’60, λόγω ανταγωνισμού για την ηγεμονία στον κομμουνιστικό κόσμο. Με αποκορύφωμα τον Σινο-Σοβιετικό Πόλεμο του 1969, οι ΗΠΑ θα αδράξουν την ευκαιρία για την καταστρατήγηση των Σοβιετικών Συμφερόντων, μέσω της Κινεζικής προσέγγισης, γεγονός που πραγματοποιήθηκε με την επίσκεψη του Προέδρου των ΗΠΑ Richard Nixon στο Πεκίνο, το 1972. Η διπλωματική σύγκλιση των δύο, εισήγαγε μια νέα εποχή συνεργασίας στις σινο-αμερικανικές σχέσεις, την οποία ακολούθησε το άνοιγμα της Κίνας στην ελεύθερη αγορά και τις οικονομικές συναλλαγές με τη Δύση, από το 1978 και ύστερα.

Στιγμιότυπο από την συνάντηση Μάο-Νίξον το 1972. Πηγή εικόνας: The Guardian

Οι εξελίξεις αυτές, αποτέλεσαν εν πολλοίς απτές αποδείξεις για την Ουάσινγκτον, ότι η Κίνα όχι μόνο αποδεσμεύτηκε από το Καθεστώς Μάο και την κρατιστική οικονομία, αλλά και ότι θα εναρμονιστεί πλήρως με τις αρχές της Αστικής Δημοκρατίας, μέσω της προώθησης και προστασίας των ατομικών ελευθεριών. Βέβαια, η ιστορία δεν ευθυγραμμίστηκε με τις εν λόγω εκτιμήσεις, και με αφορμή τα γεγονότα στην πλατεία Tienammen το 1989 στην οποία δολοφονήθηκαν εκατοντάδες φοιτητές , η Κίνα υπενθύμισε στη διεθνή κοινότητα ότι παραμένει ένα αυταρχικό κράτος.

Παρ’όλα αυτά,ο καταλυτικός παράγοντας που συνέβαλλε στην σταδιακή υποβάθμιση των σινο-αμερικανικών σχέσων, ήταν η διάλυση της ΕΣΣΔ. Έχοντας αφήσει πίσω το ιστορικό της παρελθόν, η νέα Ρωσία έσπευσε να λάβει μέτρα οικονομικών μεταρρυθμίσεων, καθώς επίσης και να διατηρήσει  τις σφαίρες επιρροής της. Στις επόμενες δυο δεκαετίες, ακολούθησε μια μακρά περίοδος ενδυνάμωσης των  διμερών τους σχέσεων με σημαντικότερα σημεία την υπογραφή του Συμφώνου Καλής Γειτνίασης και Φιλικής Συνεργασίας το 2001, καθώς επίσης και του ειδικού συμφώνου τερματισμού των εδαφικών διεκδικήσεων ανάμεσα  στα  δυο  κράτη, το  2005.

Αναμφίβολα μία από τις σημαντικότερες έκφανσεις των σινο-ρωσικών σχέσεων θα  μπορούσε να θεωρηθεί η δημιουργία του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάι το 2001 (Shanghai Cooperation Organization), ενός υπερεθνικού οργανισμού που ιδρύθηκε από τις δυο χώρες και περιλαμβάνει τη πλειοψηφία των κρατών της Κεντρικής Ασίας και του Νότιου Καύκασου, με σκοπό την προώθηση της μεταξύ τους συνεργασίας σε στρατιωτικά, εμπορικά και οικονομικά ζητήματα της ευρύτερης περιοχής.

Οι εξελίξεις αυτές δεν άφηναν πλέον καμία αμφιβολία στις ΗΠΑ, ότι η Ρωσία και η Κίνα κινούνται σε μια πλήρως ευθυγραμμισμένη τροχιά η οποία πρέπει να περιοριστεί. Έτσι κατά τη περίοδο της Προεδρίας Obama (2009-2017) η Αμερική θα μετατοπίσει το ενδιαφέρον της από την Ευρώπη και τη Μέση  Ανατολή προς τον Ειρηνικό, ενισχύοντας τις ήδη υπάρχουσες συμμαχίες της με κράτη, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, ένεκα του Κινεζικού επεκτατισμού στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κινήσεις αυτές, όχι μόνο περιόρισαν αλλά ενίσχυσαν την σινο-ρωσική συμμαχία.

Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, η Ρωσία σύναψε συμφωνία με τη Κίνα, για τη δημιουργία αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου (Power of Siberia Pipeline), ένα ενεργειακό project που θα τροφοδοτεί τη Κίνα με φυσικό αέριο για την επόμενη τριακονταετία, ενώ συμφωνήθηκε και η κατασκευή ενός δεύτερου αγωγού. Η  Κίνα από τη μεριά της, είναι οικονομικά εξασφαλισμένη μέσω  του  Belt And Road Initiative, ενός εμπορικού δικτύου που επεκτείνεται από την Ασία μέχρι την Κεντρική  Ευρώπη.

Kαταλήγοντας στο σήμερα, δεν είναι δύσκολο να αναρωτηθεί κανείς τους λόγους της  «εγκάρδιας  συννενόησης» ανάμεσα στη Ρωσία και στη Κίνα. Το  ερώτημα είναι αν αυτή η  «συννενόηση» θα διατηρηθεί. Οι πρόσφατες εξελίξεις πάντως αποκάλυψαν την προθυμία της Κίνας να διατήρησει την προνομιακή της σχέση με τη Ρωσία, αρνούμενη να καταδικάσει την Ρωσική εισβολή, επιρρίπτοντας ταυτόχρονα ευθύνες στη Δύση και το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα όμως, η προθυμία της για έναν διαμεσολαβητικό ρόλο δείχνει ότι αν και η  Κίνα  δεν  πρόκειται  να  απεμπολήσει  τον  νέο  άξονα  συμμαχίας  με  την  Ρωσία, ταυτόχρονα δεν  μπορεί  να  υποστηρίξει  μια  απόλυτη  θέση  υπέρ  της, καθώς δεν θα ήθελε η κολοσσιαία να γίνει βορά των Δυτικών κυρώσεων.

Οποιεσδήποτε και αν είναι οι εξελίξεις, ένα είναι βέβαιο: ο ιστορικός αναθεωρητισμός που οι δυο χώρες μοιράζονται έχει ήδη έρθει σε ρήξη με την πολύχρονη πρωτοκαθεδρία του Δυτικού Φιλελευθερισμού και των χωρών που τον εκπροσωπούν και έχει δημιουργήσει αυτό που οι περισσότεροι αναλυτές απεύχονταν: Έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο.