Του εξωτερικού συνεργάτη Κωστή Μυλωνά

Σήμερα, θα γυρίσουμε αρκετές δεκαετίες πίσω και θα μιλήσουμε για την ιταλική ταινία «κλέφτες ποδηλάτων» σε σκηνοθεσία του Βιτόριο Ντε Σίκα.

Θεωρείται μια από τις κορυφαίες ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού (μαζί με το Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη) και αποτέλεσε πρόδρομο-έμπνευση και για ελληνικές ταινίες, όπως το πολύ όμορφο (και πετσοκομμένο από λογοκρισία) φιλμ Συνοικία, το όνειρο.

Πηγή εικόνας: newpost.

Υπόθεση

Ο Αντόνινο, είναι ο πατέρας μιας φτωχής οικογένειας, που ζει κάτω από το όριο της ανέχειας και τους εξευτελισμού. Αναζητά μια εργασία, ώστε να μπορέσει να ζήσει την οικογένεια του. Τελικά την βρίσκει και στο σημείο αυτό εκδηλώνεται η χαρά των πρωταγωνιστών. Χρειάζεται όμως να αγοράσει ένα ποδήλατο, για τις ανάγκες της καινούριας εργασίας του. Με όσα χρήματα διαθέτει, το αγοράζει. Δυστυχώς όμως, ξαφνικά του κλέβουν το ποδήλατο και εισέρχεται σε μια διαδικασία αναζήτησης του και εξιχνίασης του κλέφτη. Μετά από έρευνες βρίσκει έναν ύποπτο, όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα: η γειτονιά υποστηρίζει τον “κλέφτη”, ο θεσμός της αστυνομίας δεν ενδιαφέρεται και τόσο πολύ, γιατί εντάξει ο Αντόνινο είναι φτωχός, άρα ποιος νοιάζεται. Τελικά, ο Αντόνινο θα γίνεις επίσης κλέφτης ενός ποδηλάτου, για να κάνει τη δουλειά του και να ζήσει. Μέσα στην παράνοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης ο κλέφτης βρέθηκε, αλλά δεν φυλακίστηκε, ο φτωχός αναγκάστηκε να γίνει κλέφτης και τον ‘’κυνηγάει’’ ο νόμος. Κάπως έτσι λειτουργούν δυστυχώς οι θεσμοί.

Τι καταλαβαίνουμε

Η ταινία, όπως και η ελληνική Συνοικία, το όνειρο, θέλουν να αντικατοπτρίσουν την καθημερινότητα του φτωχοποιημένου πληθυσμού, του προλεταριάτου, όπως θα έλεγε και ο Μαρξ. Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται από εδώ και από εκεί, όπου βρουν. Σημασία έχει το μεροκάματο. Δεν υπάρχουν όνειρα, δεν υπάρχουν ελπίδες προοπτικής. Το αύριο καθορίζεται από το σήμερα και για μετά βλέπουμε. Καταρχήν να βγάλουμε κάποια χρήματα, με όποιον τρόπο, με όποιες συνθήκες και όρους εργασίας, ώστε να καταφέρουμε το μεσημέρι να έχουμε το ψωμί στο τραπέζι. Αν δεν καταφέρουμε να έχουμε ούτε το ψωμί στο τραπέζι, τότε θα οδηγηθούμε στην παρανομία. Αυτό όμως που μας δείχνει ο Βιτόριο Ντε σίκα και ο Αλεξανδράκης στην προαναφερθείσα ελληνική ταινία, είναι ότι ο παράνομος δεν είναι παράνομος! Η αιτία που οδηγεί τον φτωχό στην κλοπή για παράδειγμα, είναι η τραγική οικονομική του κατάσταση, η οποία υπάρχει, γιατί ορισμένοι(ελάχιστοι) άλλοι διαθέτουν δέκα σπίτια, δέκα καρβέλια ψωμί, δέκα τραπέζια. Μ’άλλα λόγια και για να το πάω ένα βήμα παρακάτω, όχι απλά ο παράνομος δεν είναι παράνομος, αλλά ο φαινομενικά νόμιμος παρανομεί σε βάρος των φαινομενικά παράνομων. Στο σημείο αυτό, ελπίζω να μην με κράξουν φίλοι μου νομικοί, μιλάμε σε δικαιοπολιτικό πλαίσιο και όχι σε strictosensuνομικό. Η τέχνη πολλές φορές δεν αναφέρεται στην τυπική δικαιοσύνη, αλλά στην ουσιαστική και εκεί ενδεχομένως οι ρόλοι του παράνομου και του νόμιμου, να αλλάζουν.

πηγή εικόνας: FLIX

Ο πρωταγωνιστής Λαμπέρτο Ματζοράνι

Ακριβώς επειδή ο Ντε σίκα ήθελε μια αληθοφανή και ατόφια ταινία, δεν διάλεξε έναν έτοιμο ηθοποιό και πρωταγωνιστή για το ρόλο. Απέρριψε τον Κάρι Γκραντ και έφτιαξε έναν καινούριο ηθοποιό: τον Λαμπέρτο Ματζοράνι, έναν τυχαίο εργάτη που δούλευε σε ένα εργοστάσιο. Αυτός διέθετε το ροζιασμένα χέρια του εργαζόμενου, τα μάτια χωρίς ελπίδες και όνειρα, τη γλυκιά καρδιά όμως ενός τίμιου ανθρώπου. Η τέχνη ορισμένες φορές λειτουργεί στα άκρα και αυτό το απέδειξε ο Ντε σίκα: δεν έχει κανόνες, δεν έχει βήματα, είναι βιωματική. Βιώνεται, δεν διδάσκεται. Ο Ματζοράνι δηλαδή δεν υποδύθηκε ρόλο, τον εαυτό του παρουσίασε. Και αποδείχτηκε ότι η συγκεκριμένη ερασιτεχνική επιλογή ενός άπειρου πρωταγωνιστή, διαμόρφωσε μία από τις πιο επαγγελματικές δουλειές όλων των εποχών. Ένα ποίημα(αν και ταινία), για την κοινωνική ανισότητα, ένας λίβελος κατά της καθεστηκυίας τάξης, μια αιχμή για την κοινωνική μας αδιαφορία. Μια ταινία, που έθιξε τις κοινωνικές νόρμες και συμβάσεις στις οποίες είμαστε ενταγμένοι, προσέθεσε μια αναθεωρητική ματιά στην πρόσληψη της έννοιας του νόμου και εγείρε προβληματισμούς για τα κοινωνικά δικαιώματα στην μεταπολεμική εποχή. Είναι η περίπτωση, που η καλή τέχνη άντεξε στη μακρόσυρτη διάρκεια του χρόνου.

Γράφτηκε στο χθες και αναφέρεται στο σήμερα. Δείτε την!