Άρθρο της εξωτερικής συνεργάτιδος, Σταυρούλας Παπανδρέου,

Το τελευταίο διάστημα υπάρχει μια διαδικτυακή κυρίως διαμάχη μεταξύ μεν και δε για τις λεγόμενες τηλεδίκες. Για το γεγονός δηλαδή ότι, προτού ένας κατηγορούμενος ή ύποπτος καταδικασθεί, διάφοροι πολίτες παίρνουν το βήμα που τους δίνεται από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και καταδικάζουν άρον άρον τον φερομενο ως δράστη ενός εγκλήματος.

Απλοί πολίτες θα αναρωτιούνται εύλογα «Μα και γιατί αυτό να ‘ναι κακό από τη στιγμή που υπάρχουν τόσες καταγγελιες θυμάτων;»

Η απάντηση έρχεται από τον ίδιο των κώδικα  της Ποινικής Δικονομίας ο οποίος ορίζει πως «Οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι  τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο». Η απάντηση όμως δίνεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, όπου αναφέρεται πως οποιοσδήποτε κατηγορείται για κάποιο αδίκημα τεκμαίρεται αθώος μέχρι νόμιμης αποδείξεως της ενοχής του. Όλα αυτά στοιχειοθετούν το λεγόμενο Τεκμήριο της Αθωότητας του κατηγορουμένου ή του υπόπτου, το οποίο απορρέει μάλιστα από τη Συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου.

Πώς θα μπορούσε άλλωστε στα πλαίσια ενός σύγχρονου νομικού πολιτισμού να μην προστατεύεται ένας κατηγορούμενος ή ένας υπόπτος που δεν έχει αποδειχθεί  η ενοχή του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση; Φανταστείτε έναν άνθρωπο, εν τέλει αθώο, να έχει στιγματιστεί προ δίκης, να έχει διασυρθεί άδικα. Να έχει υπάρξει ο λεγόμενος «βιασμός του τεκμηρίου της αθωότητας».

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε πως το τεκμήριο της αθωότητας προστατεύει τον κατηγορούμενο σε όλα τα στάδια της ποινικής δίκης κι αν μάλιστα τα αποδεικτικά στοιχεία δεν επαρκούν για να στοιχειοθετηθεί η ενοχή του κατηγορουμένου, τότε το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί περί της αθωότητάς του εν εφαρμογη της αρχης in dubio pro reo. Η παραβίαση μάλιστα του τεκμηρίου της αθωότητας επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.

Ποιους δεσμεύει; Από ποιον πρέπει να γίνεται σεβαστή η αθωότητα του κατηγορουμένου μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου;

Κυρίως δεσμεύει τη Δικαστική εξουσία, η οποία ως ανεξάρτητη οφείλει να είναι αμερόληπτη και ανεπηρέαστη από τη νοοτροπία της αγέλης που ενίοτε ταλανίζει την κοινωνία μας ειδικά στο άκουσμα ειδεχθών εγκλημάτων. Η τακτική εξ άλλου, οφθαλμός αντι οφθαλμού και τα άρον άρον συμπεράσματα που μπορεί να κοστίσουν την ελευθερία ενός ανθρώπου και τον αιώνιο στιγματισμό του, δεν έχουν θέση στον σύγχρονη νομική πραγματικότητα.

Δεσμεύει επίσης όσους γενικά ασκούν δημόσια εξουσία συμπεριλαμβανομένων και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που περιορίζονται από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων μελών της  ΕΣΗΕΑ, που μεταξύ άλλων ορίζει πως ο δημοσιογράφος  δικαιούται και οφείλει να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις.

Ως προς τους ιδιώτες πολίτες, αν λάβουμε ως δεδομένο ότι το τεκμήριο της αθωότητας είναι δικαίωμα και τριτενεργεί, ο κατηγορούμενος προστατεύεται απο τις διατάξεις  του Ποινικού Κωδικα περί δυσφήμισης και συκοφαντικής δυσφήμισης αλλά και από τον Αστικό Κώδικα στις διατάξεις περί προσβολής της προσωπικότητας, αλλά και στις διατάξεις περί αδικοπραξίας  914 επ. Καλό λοιπόν θα ήταν, όταν παίρνουμε το λόγο ακόμη και ως απλοί πολίτες, να μην είμαστε ευθύς εξαρχής καταπέλτες και απόλυτοι με τους φερόμενους ως δράστες, αλλά σεβόμενοι το ρόλο της Δικαιοσύνης, να είμαστε λίγο πιο φειδωλοί ως προς τους χαρακτηρισμούς μας.

Οι «τηλεδίκες» ωστόσο, όταν προσαλατολίζονται περισσότερο  στην υποστήριξη του εκάστοτε  φερόμενου  ως θύματος και όχι τόσο στον διασυρμό του θύτη κι όταν γίνονται με δομημένο και ευπρεπή λόγο, με επιχειρήματα και δίχως  πρόθεση να παραγκωνίσουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο που πρέπει να έχει η Δικαιοσύνη, ίσως και να έχουν ένα παραπάνω θετικό αντίκτυπο απ’ ό,τι νομίζουμε.

Είναι γεγονός ότι στη σύγχρονη σκληρή πραγματικότητα η κοινωνία μας μαστίζεται από εγκλήματα τα οποία γνωρίζουν γρήγορα πια το φως της δημοσιότητας. Λόγου χάρη οι διαρκώς αυξανόμενες γυναικοκτονίες/ανθρωποκτονιες γυναικών ή ακόμη και το φαινόμενο του revenge porn. Οι κοινωνοί λοιπόν στο άκουσμα τέτοιων εγκλημάτων, τα οποία βλέπουμε να γίνονται συχνά και απο ορισμένους μάλιστα επαναλαμβανόμενα, αντιδρούν. Και είναι λογικό να αντιδρούν. Γιατί πλέον, όταν πληροφορούνται μια καταγγελία δεν σιωπούν από αδιαφορία ή από φόβο να τοποθετηθουν δημόσια ή απο ντροπή ή από άγνοια ή από ενοχή όπως έκαναν άλλοτε. Παλαιότερα στο ακουσμα τετοιων ειδήσεων, τα γεγονότα αυτά, από τη στιγμή που δεν αφορούσαν τους ίδιους, τα άφηναν έξω από το σπίτι τους.

Πλέον, έστω και για δευτερόλεπτα μπαίνουν στη θέση αυτού που παρουσιάζεται ως θύμα, μπαίνουν στη θέση της οικογένειας του θύματος και σχεδόν συμπάσχουν. Βιώνουν όλοι οι ενσυνείδητοι και ευαισθητοποιημένοι πολίτες την κατρακύλα της κοινωνίας, βλέποντας τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας ολοένα να αυξάνονται και προβάλλοντας τη γνώμη τους έστω και εσπευσμένα πολλές φορές μέσω των social, νιώθουν πως τίθενται – και τίθενται – με την πλευρά του εκάστοτε θύματος.

Το να πάρει ένας απλός πολίτης, που δεν ασκεί δημόσια εξουσία, θέση σε ένα γεγονός το οποίο βρίσκεται ακόμη υπό το δικαστικό πρίσμα, δε σημαίνει πως η γνώμη του αυτή είναι ορθή ή πως αν λόγω της ταχύτητας της μετάδοσης των πληροφοριων μεσω του διαδικτύου γίνει ξαφνικα γνώμη των πολλών, του όχλου, ότι η Δικαιοσύνη ή η πραγματική δίκη θα επηρεαστεί από αυτό. Η Δικαιοσύνη είναι και θα πρέπει να παραμείνει ανεπηρέαστη.

Ωστόσο, ακριβώς λόγω της αύξησης των εγκλημάτων – ή έστω λόγω της αυξησης των γνωστοποιήσεών τους – έχουμε ανάγκη πλέον όχι μόνο τη φωνή της Δικαιοσύνης, η οποία καλείται να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο σε τετοια ζητήματα, αλλά και τη φωνή της Κοινωνίας, η οποία νιώθουμε την ανάγκη να ακούγεται λίγο πιο δυνατά πλέον. Γιατί ο αγώνας ενάντια στη βία θα πρέπει να είναι αδιάκοπος και διαρκής. Και δεν θα πρέπει να θυμόμαστε τα περιστατικά βίας μόνο σε Παγκόσμιες Ημέρες ή να τα λησμονούμε άπαξ και βγει μια δικαστική απόφαση.

Ναι, κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα τεκμηρίου αθωότητας. Ναι, καθένας που εκτίει την ποινή του θα πρέπει να έχει δικαιωμα επανένταξης. Ναι, σκοπός της ποινής θα πρέπει να είναι ο σωφρονισμός με σκοπό την εξασφαλιση  της κοινωνικής ειρήνης και όχι η παραδειγματική τιμωρία. Όμως, ποτέ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τον πόνο και την αδικία που βίωσαν τα θύματα των εγκλημάτων. Γιατί αυτός είναι και ένας τρόπος να θέσουμε τέλος στην ανοχή απένατι σε οποιαδήποτε κακοποιητική συμπεριφορά. Να βάλουμε ένα ΣΤΟΠ στην ανοχή που μας έγινε νοοτροπία και ο λόγος για να  δικαιολογούμε με ευκολία τα «αδικαιολογητα» και να εθελοτυφλούμε.

Πηγή εικόνας: MaxMag.gr