Άρθρο της εξωτερικής συνεργάτιδος, Ειρήνης Κονγκίνη

Μόλις λίγες ήμερες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία παρατηρήσαμε πως το Κόσοβο έφερε στο προσκήνιο το θέμα της ένταξης του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ, καθώς και την δημιουργία μόνιμης στρατιωτικής βάσης των Η.Π.Α στο έδαφος του.

Το Κόσοβο ένα κράτος με μια αρκετά πρόσφατη αιματοβαμμένη ιστορία δημιουργίας του και μόνο στο άκουσμα ενός πολέμου εντός της ίδιας ηπείρου, μονάχα αρνητικά συναισθήματα μπορεί να του δημιουργήσει. Δεν ήταν λίγα τα θύματα στον πόλεμο του 1998-1999, γι’ αυτό και άλλωστε από πολλούς παρουσιάζεται ως εθνοκάθαρση.

Σημαντική λεπτομέρεια όμως που καθησυχάζει το Κόσοβο και τους ευρωπαϊκούς εταίρους είναι η παρουσία της ΚΦΟΡ (KFOR), της ειρηνευτικής δύναμης του ΝΑΤΟ που ξεκίνησε την αποστολή της το 1999 στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου και υπάρχει, σε μικρότερο όμως μέγεθος, μέχρι σήμερα.

Η νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας του Κοσσυφοπεδίου Βιόσα Οσμάνι, είναι η νεότερη αρχηγός κράτους στην Ευρώπη και πριν ακόμη αναλάβει το αξίωμα της Προέδρου της Δημοκρατίας είχε ταχθεί υπέρ της ένταξης του Κοσόβου στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Την ίδια γραμμή ακολουθεί και ο Πρωθυπουργός Αλμπίν Κούρτι  καθώς μεταξύ άλλων σε συνέντευξη του δήλωσε: «Θέλουμε να ενταχθούμε στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Εάν γίνουμε δεκτοί, θα ήταν ό,τι καλύτερο για τον λαό του Κοσόβου, για ολόκληρη την περιοχή και την ευρωπαϊκή ήπειρο γενικότερα.»

Στην επίσκεψη που πραγματοποίησε η Πρόεδρος του Κοσόβου στην γειτονική Τουρκία, επισήμανε την αναγκαιότητα της ένταξης του κράτους στο ΝΑΤΟ και παράλληλα ζήτησε από τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να βοηθήσει, ως χώρα μέλος, στις ενταξιακές διαδικασίες. Στην κοινή συνέντευξη τύπου των δύο Προέδρων ο Ερντογάν δήλωσε πως θα υποστηρίξει και θα προωθήσει το παρών αίτημα, καθώς και στο παρελθόν βοήθησε στην ανεξαρτησία και αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου.

Ως ένδειξη καλής θελήσεως στους ευρωπαϊκούς εταίρους το Κοινοβούλιο του Κοσόβου ενέκρινε ψήφισμα που καταδικάζει την ρωσική εισβολή και είναι πρόθυμο να δεχθεί 5.000 Ουκρανούς πρόσφυγες.

Η Πριστίνα τις τελευταίες δύο εβδομάδες θέλοντας να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινότητα επί του θέματος κάνει αναφορά στην ρωσική επεκτατική πολιτική στην Ουκρανία και τις στενές σχέσεις Ρωσίας και Σερβίας. Το ενδιαφέρον της Ρωσίας στην περίπτωση του Κοσόβου παρουσιάζεται ουσιαστικά μέσω της προστασίας των σέρβικων συμφερόντων από τις Δυτικές δυνάμεις. Για τον Πρόεδρο Πούτιν το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου αποτελεί και αυτό μέρος της ευρύτερης δυτικής επίθεσης κατά της Ρωσίας, χωρίς όμως να μπορεί σε καμία περίπωτηση να ταυτιστεί με το ζήτημα της Ουκρανίας, το οποίο ανέκαθεν αποτελούσε άμεση εθνική προτεραιότητα της Ρωσίας.

Σήμερα, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία βλέπουμε την έλλειψη αποφασιστικότητας της Δύσης γεγονός που παρουσιάζεται από την μη ουσιαστική επέμβαση της, παρόμοια αδυναμία που παρουσίασε και η Ρωσία κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κόσοβο. Το γεγονός ότι ο Πούτιν στοχεύει στην κατάρριψη της κυβέρνησης Ζελένσκι στην Ουκρανία θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι παρόμοια κίνηση με αυτή της Δύσης στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, την κατάρριψη δηλαδή του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς.

Ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο μετράει πάνω από 20 χρόνια. Η μεγάλη αυτή ανθρωπιστική κρίση σίγουρα ανέδειξε τον ισχυρό ρόλο του ΝΑΤΟ και ανέδειξε μια άνευ προηγουμένου προθυμία και ικανότητα για αποφασιστική δράση, όσο αμφιλεγόμενη και να είναι, αφού στο παρελθόν όπως για παράδειγμα στην εισβολή της Κύπρου το 1974, δεν σημειώθηκε παρόμοια αντίδραση. Η επέμβαση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στην περίπτωση του Κοσόβου, ήταν η τομή, θα λέγαμε για την επέκταση της, καθώς από τα πρώτα μόλις χρόνια του 21ου αιώνα, πραγματοποιήθηκε η ένταξη πολλών κρατών του πρώην “Ανατολικού μπλοκ”.

Όμως, οι πιθανότητες που υπάρχουν για την αλλαγή της παρούσας κατάστασης στη διεθνή πολιτική σκηνή, βάση των τελευταίων γεγονότων, συνεχώς ακμάζουν, βλέποντας τις κινήσεις του ρωσικού κράτους σε συνδυασμό με τις αστοχίες της δύσης, να αναδιαμορφώνουν πλήρως την ισορρόπια ισχύος στο διεθνές σύστημα και τις σχέσεις Ρωσίας και Δύσης να αναβιώνουν το Ψυχροπολεμικό κλίμα του προηγούμενου αιώνα, ουδείς θα μπορούσε να αποκλείσει την εκ νέου συστράτευση των κρατών της υφηλίου σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα στρατόπεδα.