Στις 5 Ιουλίου, άγνωστα αεροσκάφη βομβάρδισαν την αεροπορική βάση al-Waitya στη Δυτική Λιβύη, η οποία πρόσφατα είχε ανακαταληφθεί από τις δυνάμεις της κυβέρνησης Σάρατζ, προξενώντας ζημιά σε τουρκικό στρατιωτικό εξοπλισμό. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 13 Ιουλίου,  το κοινοβούλιο της Λιβύης, το οποίο τάσσεται υπέρ του στρατηγού Χάφταρ, εξουσιοδότησε τις αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις να επέμβουν στο εσωτερικό της χώρας, σε περίπτωση που κρίνουν ότι απειλείται η εθνική ασφάλεια των δύο κρατών. Τα δύο αυτά γεγονότα, επανέφεραν τον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης στο διεθνές προσκήνιο και κατέδειξαν με εμφανή τρόπο ότι μια ειρηνική επίλυση της διαμάχης φαντάζει ακόμα ως ένα μακρινό σενάριο.

Από το την πτώση του επί χρόνια ηγέτη της χώρας, Μουαμάρ Καντάφι, το 2011, η Λιβύη χαρακτηρίζεται από μεγάλη αστάθεια, ενώ από το 2014 βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη εμφύλιος πόλεμος, ανάμεσα σε δύο κυβερνήσεις, οι οποίες αυτοχαρακτηρίζονται ως οι μόνες νόμιμες. Από την μία πλευρά βρίσκεται η αναγνωρισμένη από τον Ο.Η.Ε κυβέρνηση της εθνικής συμφωνίας (G.N.A) με έδρα την Τρίπολη και ηγέτη τον Φαγέζ αλ Σαράτζ και από την άλλη συναντώνται η Βουλή των Αντιπροσώπων και ο Λιβυκός Εθνικός στρατός (L.N.A) με έδρα το Τομπρούκ και ηγέτη τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της σύρραξης, οι δύο αντιμαχόμενες κυβερνήσεις επιχειρούν διαρκώς να πετύχουν την υποστήριξη των υπολοίπων κρατών προς ενίσχυση της θέσης τους. Αν και αρκετά κράτη έχουν εμπλακεί με διάφορους τρόπους στη σύγκρουση αυτή, τα δύο κυριότερα είναι η Τουρκία, η οποία βρίσκεται στο πλευρό του G.N.A και η Αίγυπτος, που στηρίζει το L.N.A. Η στήριξη αυτή, αν και έχει ιδεολογικά ερείσματα, βασίζεται κατά κύριο λόγο στην εκτίμηση των δύο κρατών ότι η επικράτηση του συμμάχου τους θα προωθήσει με τον βέλτιστο τρόπο τα συμφέροντα της εξωτερικής τους πολιτικής στην περιοχή. Ποια είναι λοιπόν αυτά και πώς πιστεύει η κάθε χώρα ότι μπορούν να υποστηριχθούν;

Η ενεργή ανάμειξη της Τουρκίας, αν και πρόσφατη χρονικά, κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να μεταβάλει ριζικά την κατάσταση και την πορεία της σύρραξης. Πιο αναλυτικά, την υπογραφή του  Τουρκολιβυκού συμφώνου για τον καθορισμό των χωρικών υδάτων των δύο κρατών, ακολούθησε η αποστολή τουρκικού στρατιωτικού εξοπλισμού και προσωπικού στη Λιβύη. Μάλιστα, πέρα από την ενεργή υποστήριξη του τουρκικού στρατού, χιλιάδες Σύριοι μισθοφόροι επιστρατεύτηκαν από την Τουρκία, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις του G.N.A.  Η στρατηγική αυτή απέδωσε άμεσα καρπούς, καθώς μέσα σε ένα διάστημα λίγων μηνών η κυβέρνηση Σάρατζ κατόρθωσε να αναχαιτίσει τις δυνάμεις του Χάφταρ στην Τρίπολη, αλλά και να ανακαταλάβει ορισμένα καίρια εδάφη.

Αρχικά, η έντονη δραστηριοποίηση της Τουρκίας στη Λιβύη αποτελεί άλλη μια έκφανση του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας και της προώθησης του λεγόμενου στρατηγικού βάθους της Τουρκίας. Οι ιδέες αυτές υποστηρίζουν την  προώθηση των ζωτικών συμφερόντων της χώρας και τη μετατροπή της σε μια υπολογίσιμη περιφερειακή και παγκόσμια δύναμη, η οποία θα αποτελεί ρυθμιστή των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο.  Η επιδίωξη αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί σε ένα μεγάλο βαθμό, αφού μέσω της εμπλοκής της στη Συρία έχει καταστεί ως ο κύριος συνομιλητής της Ρωσίας για το μέλλον της χώρας, ενώ πλέον θεωρείται και ένας από τους κυριότερους παράγοντες που θα καθορίσουν την έκβαση του πολέμου στη Λιβύη και της μελλοντικής της πορείας.  Απόδειξη του γεγονότος αυτού, αποτελεί η συμμετοχή της Τουρκίας στις συνομιλίες στο Βερολίνο για το μέλλον της Λιβύης, αν και στο παρελθόν δεν είχε λάβει μέρος σε ανάλογες πρωτοβουλίες, όπως στο συνέδριο για τη Λιβύη στην Μαδρίτη το 2014.

Ασφαλώς, η αύξηση της επιρροής της στο περιφερειακό και διεθνές επίπεδο δεν αποτέλεσε τον μόνο παράγοντα που οδήγησε την Τουρκία στην άμεση εμπλοκή στη Λιβύη. Εξίσου σημαντικό ρόλο στην απόφαση αυτή διαδραμάτισε η αξιοποίηση των ορυκτών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου και η δράση των υπολοίπων κρατών της περιοχής στο ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, παρατηρώντας τις Ελλάδα, Αίγυπτο, Ισραήλ και Κύπρο να συνασπίζονται και να προχωρούν σε κοινές ενέργειες για την άσκηση  των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων και την εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου της περιοχής, η Τουρκία θεώρησε ότι σύντομα θα βρισκόταν αποκλεισμένη από μελλοντικούς ενεργειακούς σχεδιασμούς. Στην προσπάθεια λοιπόν να μην βρεθεί πλήρως απομονωμένη, αλλά και να ανατρέψει την στρατηγική των υπολοίπων χωρών, προχώρησε στην υπογραφή του συμφώνου για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της με τη Λιβύη, προσφέροντας ως αντάλλαγμα στρατιωτική υποστήριξη στην κυβέρνηση Σάρατζ. Το τουρκολιβυκό Σύμφωνο μπορεί να εξεταστεί από δύο σκοπιές – την πολιτική ισχύ του συμφώνου και την νομική ισχύ. Ως προς την νομική ισχύ, αυτή φαίνεται να είναι υπό αμφισβήτηση, καθώς η συμφωνία αντιτίθεται στους κανονισμούς της Σύμβασης  για το Δίκαιο της Θάλασσας. Από πλευράς πολιτικής ισχύος, το Σύμφωνο παρουσιάζεται ιδιαίτερα ισχυρό, διότι θεωρείται ως μία συμφωνία υπογεγραμμένη από την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της χώρας. Επομένως, η παροχή στρατιωτικής βοήθειας εκτός από ένα μέσο πειθούς προς την κυβέρνηση Σαράτζ, για να δεχτεί τη συμφωνία, αποτελεί ταυτόχρονα και μια μέθοδο περαιτέρω νομιμοποίησής της, αφού στην περίπτωση τελικής επικράτησης του G.N.A θα κατέπεφτε το επιχείρημα για ακυρότητα της συμφωνίας, επειδή η κυβέρνηση Σάρατζ δεν απολαμβάνει στήριξης του λιβυκού λαού και κατοχής του συνόλου των εδαφών της χώρας.

Πλήρη αντίθεση στις επιδιώξεις της Τουρκίας έχει εκφράσει η πλευρά του L.N.A, η οποία σε πολλαπλές περιπτώσεις έχει χαρακτηρίσει το σύμφωνο παράνομο και την παρουσία του τουρκικού στρατού στη χώρα ως κατοχική.  Η στήριξη λοιπόν της Αιγύπτου στο L.N.A, την έχει φέρει σε μια ιδιαίτερη αντιπαράθεση με την Τουρκία. Ποιοι είναι όμως οι λόγοι πίσω από αυτή την στήριξη, η οποία εκτείνεται σε τέτοιο βαθμό;

Από την αρχή του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη, ο Χαλίφα Χάφταρ κρίθηκε από την Αίγυπτο ως το άτομο το οποίο θα μπορούσε να θέσει υπό έλεγχο τις διάφορες τρομοκρατικές ομάδες στα ανατολικά της Λιβύης και να προσφέρει σταθερότητα στο σύνολο της χώρας. Έχοντας μάλιστα αντιμετωπίσει ήδη την απειλή και την αστάθεια που προκαλεί το Ισλαμικό κράτος στα δυτικά της σύνορα, η Αίγυπτος δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει το ενδεχόμενο η Λιβύη να μετατραπεί σε μια νέα Συρία και μια νέα έδρα για την αναγέννηση και αντεπίθεση του Ισλαμικού κράτους. Με στόχο, λοιπόν, να αποκλείσει την πιθανότητα η Λιβύη να χρησιμοποιηθεί ως βάση από τρομοκρατικές οργανώσεις για επιθέσεις στα εδάφη της, η Αίγυπτος στήριξε ενεργά το L.N.A και παρείχε μάλιστα στρατιωτική εκπαίδευση και εξοπλισμό στις δυνάμεις του.

Η στήριξη, όμως, της Αιγύπτου προς το L.N.A. δεν εδράζεται μόνο στους λόγους ασφάλειας και θωράκισης των συνόρων από τρομοκρατικές  οργανώσεις. Η πεποίθηση ότι ο Λιβυκός εθνικός στρατός μπορεί να προσδώσει σταθερότητα στη Λιβύη μπορεί να εντοπιστεί στην βαθιά αντίληψη της Αιγύπτου και ειδικότερα του καθεστώτος Σίσι ότι η κυβέρνηση Σάρατζ συνδέεται στενά με την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης της από το καθεστώς Σίσι το 2013, η Μουσουλμανική Αδελφότητα έλαβε το καθεστώς τρομοκρατικής οργάνωσης και θεωρείται μέχρι και σήμερα ως η μεγαλύτερη απειλή για την συνέχιση της εξουσίας του Σίσι. Συνεπώς, η πιθανότητα της επικράτησης της κυβέρνησης Σάρατζ φαντάζει ως εφιαλτικό σενάριο στα μάτια της Αιγυπτιακής κυβέρνησης, καθώς δεν θεωρεί ότι θα απειληθεί μονό η ασφάλεια της χώρας, αλλά και η πολιτική μακροημέρευση του καθεστώτος Σίσι. Το γεγονός αυτό εξηγεί και τις πρόσφατες δηλώσεις Σίσι ότι σε περίπτωση που το G.N.A καταλάβει τη Σύρτη, ο Αιγυπτιακός στρατός θα επέμβει άμεσα για να διασφαλίσει την ασφάλεια και τα συμφέροντα της χώρας.

Συνοπτικά, ο εμφύλιος πόλεμος της Λιβύης δημιούργησε νέα πλέγματα ισχύος στην περιοχή και μετατράπηκε σε μία σύρραξη με διεθνείς απολήξεις. Πλέον, εκτός από μια σύγκρουση απολαμβάνουσα των τυπικών χαρακτηριστικών ενός εμφυλίου πολέμου – την διαμάχη των δύο ομάδων για επικράτηση στο εσωτερικό της χώρας -,  έχει καταστεί και ως μια ιδιότυπη «ψυχρή» σύγκρουση  ανάμεσα σε δύο σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις για την προώθηση των δικών τους στρατηγικών στόχων και συμφερόντων. Το τέλος της σύρραξης μοιάζει δύσκολο να προβλεφθεί. Τα σενάρια για ειρηνική επίλυση του ζητήματος έχουν πλέον ξεθωριάσει και οι προσπάθειες για αναζήτηση βιώσιμης πολιτικής λύσης θα συναντήσουν απροσπέλαστα εμπόδια. Η επόμενη μέρα στην Λιβύη θα καθοριστεί πλέον σημαντικά από τις στρατηγικές βλέψεις και αντοχές της Τουρκίας και της Αιγύπτου, τις οποίες η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί έως τώρα, σχεδόν αδρανής.