Ήταν 22 Μαΐου του 1963. Ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, ώστε να παραστεί σε εκδήλωση για την παγκόσμια ειρήνη με θέμα τον πυρηνικό αφοπλισμό. Έξω από το κτήριο διαδήλωναν παρακρατικές ομάδες παρουσία αστυνομικών που φαίνονταν μάλλον αμέτοχοι.

Η έκρυθμη κατάσταση οδήγησε τον βουλευτή να κλείσει την ομιλία του λέγοντας: «Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου».

Ο Λαμπράκης περπατούσε με δύο συντρόφους του όταν ένα τρίκυκλο πέρασε δίπλα του με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ο ένας εκ των δύο επιβαινόντων τον χτύπησε στο κεφάλι. Ο βουλευτής έπεσε στο έδαφος αιμόφυρτος, ενώ οι παριστάμενοι αστυνομικοί δεν επιχείρησαν να κυνηγήσουν τους φονιάδες. Μόνο ένας άνδρας, ο Μανώλης Χατζηαποστόλου καταδίωξε το τρίκυκλο.

Πάλεψε με τους φονιάδες καταφέρνοντας να εκτοπίσει τον έναν και με τη βοήθεια ενός τροχονόμου συνελήφθησαν. Τα ονόματα των δολοφόνων, Σπύρος Γκοτζαμάνης και Μανώλης Εμμανουηλίδης. Ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, όπου ξεψύχησε τέσσερις ημέρες μετά. Το πόρισμα του ιατροδικαστή αναφέρει ισχυρό χτύπημα από μεταλλικό αντικείμενο.

Η δίκη που ακολούθησε ανέδειξε τη δράση του παρακράτους στην Ελλάδα μαζί με μια πρωτοφανή αδιαφορία των ενόρκων. Μάρτυρες άλλαζαν τις καταθέσεις τους παραδεχόμενοι εκ των υστέρων ότι είχαν απειληθεί, ενώ αποδεικτικά στοιχεία καίριας σημασίας, όπως το φονικό αντικείμενο, εξαφανίστηκαν. Αποκορύφωμα ήταν η κατηγορία του Γκοτζαμάνη που παρουσίαζε τον Εμμανουηλίδη ως αυτόν που χτύπησε τον Λαμπράκη.  

Η ποινή των φονιάδων ήταν μερικά χρόνια φυλάκισης λόγω προτέρου έντιμου βίου – παρότι ο Εμμανουηλίδης είχε κατηγορηθεί για βιασμούς –  τα οποία δεν εξέτισαν αφού ελευθερώθηκαν από τη Χούντα. Αποδόθηκαν κατηγορίες χωρίς να αποδοθεί δικαιοσύνη, αφού ακόμα και οι αστυνομικοί παρά την κατηγορία για παραβίαση των καθηκόντων τους αφέθηκαν ελεύθεροι.

Από τους 31 που κατηγορήθηκαν, καταδικάστηκαν μόνο 9. Ο εισαγγελέας Δελαπόρτας θα πει: «Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δωσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται – προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς – ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;»

Το γεγονός ότι πίσω από τη δολοφονία Λαμπράκη κρυβόταν το παρακράτος ήταν κοινό μυστικό. Σύνδεσμος ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την πρωτεύουσα ήταν ο αντικομμουνιστής και δωσίλογος Ξενοφών Γιοσμάς που είχε ιδρύσει την «Καρφίτσα» και τον «Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος».

Μέλη της δεύτερης, είχαν χρησιμοποιηθεί στην Εργατική Πρωτομαγιά του 1962 ως βοήθεια της Χωροφυλακής. Την επομένη της δολοφονίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναφώνησε οργισμένος: «Μα ποιος κυβερνά επιτέλους αυτήν τη χώρα;». Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκλογική ήττα της ΕΡΕ, φουντώνοντας τον Ανένδοτο αγώνα του Γεωργίου Παπανδρέου.

Η δήλωση του Παπανδρέου έλεγε: «Η Ένωσις Κέντρου καταγγέλλει και ενώπιον του έθνους και ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης τον αρχηγόν της ΕΡΕ κ. Καραμανλή, ως ηθικόν αυτουργόν της πολιτικής δολοφονίας του βουλευτού Γρ. Λαμπράκη». Ειρωνικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι ο αντικομμουνιστής Παπανδρέου, καθ’όλη τη διάρκεια της αψιμαχίας απόδοσης ευθυνών με τον Καραμανλή, πόνταρε στην υποστήριξη των κομμουνιστών.

Οι αποκαλύψεις για την εμπλοκή της αστυνομίας στη δολοφονία Λαμπράκη οδήγησε στην παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή και το σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη. Λίγους μήνες αργότερα, ο εισαγγελέας Δελαπόρτας διέταξε την προφυλάκιση αξιωματικών της χωροφυλακής. Οι εκλογές που ακολούθησαν, ανέδειξαν την  Ένωση Κέντρου, ενώ ο Καραμανλής αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι.

Ο Καραμανλής αργότερα, σε σημείωμά του θα σταθεί στη μεγάλη πολιτική ζημιά που υπέστη, ώστε να αποδείξει ότι δεν είναι δυνατόν να έχει ενορχηστρωθεί από την παράταξή του η δολοφονία, ενώ θα παραδεχτεί την έμμεση ανάμειξη αστυνομικών και ακροδεξιών.

Οι ευθύνες για τη δολοφονία Λαμπράκη είναι αμέτρητες και κατηγορίες απευθύνονται στην αστυνομία, στον στρατό, αλλά και στο παλάτι, για το οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου μαρτυρά ότι ο πατέρας του, του είχε δείξει ενοχοποιητικό έγγραφο.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Λαμπράκης ήταν φως σε μια εποχή βουτηγμένη στο σκοτάδι.

Ήταν ένας φωτεινός άνθρωπος, ειρηνιστής, μορφωμένος, αθλητής, δημοκράτης, αλλά αντίθετος στο αφήγημα τον εθνικοφρόνων και συνεπώς έπρεπε να εξοντωθεί. Δεν κατάφεραν όμως να τον εξοντώσουν γιατί «ο Λαμπράκης ζει» και θα ζει όσο υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν για τα ιδανικά τους.