Η σημειολογία της τελευταίας θεσμικής επίσκεψης Μέρκελ, οι συζητήσεις στην ΕΕ για τις αλλαγές των δημοσιονομικών κανόνων και στο βάθος… παλιές συνταγές για νέες κρίσεις;

Ανήμερα της εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου, η Άνγκελα Μέρκελ επισκέφθηκε την χώρα μας, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης του Πρωθυπουργού. Εικάζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τόσο η πρόσκληση, όσο και η αποδοχή αυτής της πρότασης, στόχευε στην ανάδειξη της καλυτέρευσης (;) των ελληνογερμανικών σχέσεων, στον απόηχη των κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας.

Η Μέρκελ συνομιλεί με νέους

Ετεροχρονισμένες «συγγνώμες»

Στο τελευταίο της ταξίδι ως Καγκελάριος, η Άνγκελα Μέρκελ, απευθύνθηκε σε νέους ανθρώπους στο Ινστιτούτο Goethe στο Κολωνάκι. «Είστε η νέα γενιά που πέρασε δύσκολη 10ετία, κατά την οποία πολλά άλλαξαν. Εγώ, ως ομοσπονδιακή καγκελάριος ήμουν αυτή που πίεσε πολύ την ελληνική κοινωνία γιατί απαίτησα πολλά», ήταν τα λόγια τής. Η αναφορά της Καγκελαρίου στην πρωτοφανή λιτότητα, μέγεθος της οποίας δεν έχει παρατηρηθεί πουθενά αλλού στο παγκόσμιο μεταπολεμικό στερέωμα, καθώς και η ιδιότυπη «συγγνώμη» που έκρυβε το ύφος της, δεν αρκούν για να κάνουν την ελληνική κοινωνία να ξεχάσει.

Άραγε, τι ουσιαστική αξία έχουν οι ετεροχρονισμένες «συγγνώμες» (ανάλογες με εκείνες πρώην κεντρικών τραπεζιτών, πολιτικών και επιτρόπων της ΕΕ) θεσμικών προσώπων όταν γίνονται κατά τη διάρκεια της αποστράτευσής τους; Παρά τις εξομολογητικές τοποθετήσεις, οι πολιτικές ευθύνες φαύλων αποφάσεων δεν μπορούν να παραβλεφθούν, πολλώ δε μάλλον όταν ζημίωσαν ανεπανόρθωτα μια χώρα συρρικνώνοντας τον παραγώμενο πλούτο και τις πηγές εισοδημάτων, που άυξησαν την φορολογία, που εν τέλει δεν κατάφεραν να μειώσουν τον λόγο χρέος προς ΑΕΠ και που επίσπευσαν την φυγή των καλύτερα μορφωμένων νέων στο εξωτερικό.

Η νύξη του Πρωθυπουργού στις ευθύνες του Σόιμπλε και της πρότασης «Grexit» που εξέφραζε καθ΄όλη τη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, αν και επιβεβλημένη, δεν ήταν πλήρης. Είναι τουλάχιστον αδαές να δαιμονοποιούμε μεμονωμένα στελέχη και κρατικούς αξιωματούχους, δίχως να βάζουμε στο κάδρο τους φυσικούς και πολιτικούς προϊσταμένους τους. Το αυστηρό δημοσιονομικό δόγμα πειθαρχείας της Γερμανίας αποτελεί πάγια πρακτική του ισχυρού ευρωπαϊκού κράτους και δεν μπορεί να «πιστωθεί» μονάχα σε έναν. Αντίστοιχα, ο ηγέτης μιας χώρας, και άρα πρώτος τη τάξει αξιωματούχος, δεν μπορεί να υποκρίνεται πως δεν γνώριζε ή δεν ήλεγχε τις προτάσεις ή τις εκβιαστικές μεθόδους (φραγμός ρευστότητας, capital controls και τελεσίγραφα) των υφισταμένων του  ή άλλων πρακτικών εντός των ενωσιακών θεσμών.

Το  Eurogroup σε συνεδρίαση

Η επόμενη μέρα για Ελλάδα – Ευρωζώνη

Γιατί όλη αυτή η εισαγωγή; Διότι η ιστορία τείνει να επαναλαμβάνεται και η αλλαγή στο τιμόνι της Καγκελαρίας, αν και θετική υπό μια δημοσιονομική έννοια, δεν συνεπάγεται μια δομική μετατόπιση της γερμανικής ή ενωσιακής οικονομικής στόχευσης. Την ώρα που η Άνγκελα Μέρκελ άρθρωνε αυτοκριτικές δηλώσεις, στις Βρυξέλλες έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τις αλλαγές που χρειάζονται να γίνουν στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), δηλαδή στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης, παράλληλα με τον απρόβλεπτο στασιμοπληθωρισμό και την καταστροφική ύφεση που άφησε πίσω της η πανδημία.

Το ΣΣΑ πρωτοδημιουργήθηκε το μακρινό 1992, στα πλαίσια της συνθήκης του Μάαστριχτ. Από τότε όμως μεσολάβησε η κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος (2008), μια άνευ προηγουμένου κρίση χρέους στην Ευρώπη (2010) και μια υφεσιακή πανδημία (2020 – σήμερα). Αν και το σύμφωνο ανανεώθηκε το 2012, δεν έχει πρακτικά μεταρρυθμιστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ρεαλιστικό. Επί παραδείγματι, ποιο το νόημα του να υπάρχει ένα υποτιθέμενο «πλαφόν» εθνικού χρέους της τάξης του 60% του ΑΕΠ ή ανώτατο όριο ελλείμματος  προϋπολογισμού στο 3%, την στιγμή που ο μέσος όρος χρέους της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τα δεδομένα της Eurostat, το πρώτο τετράμηνο του 2021  ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ, με τα κράτη – μέλη να παρουσιάζουν ελλείμματα από 5 έως 10%;

Τις τελευταίες ημέρες ακούστηκε πως ο ESM (ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας) πρότεινε ως νέο ανώτατο όριο δημόσιου χρέους το 100% του ΑΕΠ μιας χώρας, δίχως όμως να επιθυμεί αλλαγή για το ανώτατο όριο ελλείμματος. Αν και αυτό το σενάριο αποτελεί θετική εξέλιξη, η μακρο – εικόνα της Ευρωζώνης φαντάζει ιδιαίτερα ζοφερή. Ακομα και με 100% ως νέο ανώτατο όριο, τα δημόσια χρέη των χωρών της Ευρωζώνης έχουν εκτροχιαστεί, σημειώνοντας άνοδο από 10 έως 20 ποσοστιαίων μονάδων εντός της πανδημίας. Εν ολίγοις, ήδη δοκιμασμένες και πλέον ελλειμματικές χώρες όπως η Πορτογαλία (χρέοςς 135% του ΑΕΠ το 2020), η Ισπανία (120%), η Κύπρος (115%), η Ιταλία (155%) και η «πρωταθλήτρια» Ελλάδα (από 207 έως 210% το 2020) θα χρειαστεί να λάβουν σκληρά μέτρα περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής (αύξηση φόρων, μείωση δαπανών) σε ένα υφεσιακό πλαίσιο με πληθωριστικές ανατιμήσεις. Ακόμα και έτσι, τα χρέη του Ευρωπαϊκού Νότου και της υπόλοιπης περιφέρειας, φαντάζουν μη βιώσιμα.

Για να γίνει η κατάσταση ακόμα πιο δυστοπική για την κοινωνική συνοχή, η Κομισιόν φαινεται να εξετάζει σενάρια  ακόμα υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων για χώρες όπως η Ελλάδα. Από εκεί που τα συμφωνημένα μέχρι το 2060 πλεονάσματα κυμαίνονταν από 2 έως 3,5%, σήμερα γίνονται προτάσεις για πλεονάσματα από 3 έως 4,5 % (άλλες πληροφορίες κάνουν λόγο για ακόμα υψηλότερα…) για την επόμενη 50ετία! Με λίγα λόγια, ενώ η τακτική των ματωμένων πλεονασμάτων της προηγούμενης δεκαετίας απέτυχα οικτρά (όχι μονάχα λόγω πανδημίας, καθώς η Ελλάδα ήταν υφεσιακή ήδη από τα τέλη του 2019) όπως και ήταν μακροοικονομικώς αναμενόμενο, πλέον η ΕΕ θέλει αντί να μειώσει αυτές τις απαιτήσεις, να τις αυξήσεις αισθητά. Για την Ελλάδα (στο χρέος της οποίας ενδέχεται να προστεθούν 23 επιπλέον δισεκατομμύρια ως εγγυήσεις κόκκινων δανείων του ελληνικού δημοσίου προς ξένα funds, όπως ζήτησε η Eurostat), η οποία σημειώσε το 2020 ένα έλλειμμα γύρω στο 10%, αυτό θα σήμαινε μια ακόμα πιο δυσβάσταχτη δημοσιονομική προσαρμογή, της τάξης των 13 στατιστικών μονάδων σε βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο διάστημα. Πρόκειται ασφαλώς για την επιτομή της οικονομικής (και πολιτικής) αυτοκτονίας…

Η Κινεζική σημαία

 Η μετα – κρισιακή αστάθεια ως νέα κανονικότητα

Το πλεόν οξύμωρο είναι πως ενώ αυτές οι συζητήσεις μονοπωλούν την καθημερινότητα, η θηλιά θανάτου ανάμεσα σε χρεοκοπημένες τράπεζες και καταχρεωμένα κράτη συνεχίζει όχι απλώς να υφίσταται αλλά να οξύνεται. Ο σύγχρονος καπιταλισμός βρίσκεται μπροστά στην ίδια την δομική αδυναμία του: Τι πρέπει να γίνει; Να διατηρηθούν τα μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ, ή να αυξηθούν (όπως προέβλεψε και ο ESM) για να βάλουν φραγμό στον πληθωρισμό; Αν όμως αυξηθούν τα επιτόκια και μειωθεί το φθηνό (ή καλύτερα δωρεάν) χρήμα μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων, τι θα ακολουθήσει στα κράτη και στην παγκόσμια αγορά; Μια ακόμα πιο απρόβλεπτη κρίση;

Εάν στην εξίσωση προσθέσουμε εξελίξεις όπως την εκδήλωση δειγμάτων πιθανής χρεοκοπίας του κτηματομεσιτικού ομίλου China Evergrande, που θυμίζει την φούσκα στην αγορά ακινήτων των ΗΠΑ που έσκασε το 2008 με τις γνωστές συνέπειες, το άμεσο μέλλον φαντάζει χλωμό. Υπό το φως όλων αυτών των δεδομένων, κάθε σοβαρή ανάλυση δεν μπορεί να κάνει αλλιώς από το να υποδείξει προς μια κατεύθυνση με δομικές αλλαγές. Πρωτίστως στην Ελλάδα και δευτερευόντως στον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό Νότο, πρέπει να γίνει αναδιάρθρωση χρεών και επαναδιαπραγματεύση πλεονασμάτων, στη βάση μιας βιώσιμης και όχι ανέφικτης ανάκαμψης. Αντίστοιχα, στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες πρέπει να προστεθεί η εξαίρεση ορισμένων αναπτυξιακών δαπανών, όπως οι πράσινες επενδύσεις (π.χ. αξιοποίηση ηλιακής ή αιολικής ενέργειας) ή ορισμένες δημόσιες δαπάνες, με γνώμονα τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την παραγωγική ανασυγκρότηση.

Αδιαμφισβήτητα, ο παγκόσμιος καπιταλισμός αντιμετωπίζει την πιο ασταθή περίοδό του, η οποία μπορεί να ερμηνευτεί είτε ως «τελική κρίση» είτε ως ευκαιρία αναθεώρησης. Εν κατακλείδι και λεχθέντων όλων των προαναφερθέντων, δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί (ρητορικώς) το εξής:

Είναι ορατή μια βιώσιμη διέξοδος από τις αλλεπάλληλες κρίσεις ή ένα διαρκές πλαίσιο πολυ – κρίσεων θα γίνει η νέα μας πραγματικότητα;