«Συντήρηση – πρόοδος» , «αριστερά – δεξιά» , «κεϊνσιανός – κλασικιστής» , «μαρξιστής – καπιταλιστής» , «στασιμότητα – ριζοσπαστισμός» , «αυταρχικότητα – φιλελευθεροποίηση» . Αυτά είναι μερικά μονάχα από τα πάμπολλα αντιθετικά ζεύγη, που αναδεικνύουν τις διαφορετικές οπτικές επί της πολιτειακής οργάνωσης, της οικονομικής παραγωγής και διαμοιρασμού του πλούτου, καθώς και της ίδιας της πολιτικής έκφρασης μέσω συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών προτάσεων, θεωρητικών και μη.

Κοινώς, πρόκειται για όλες εκείνες τις τομές που απαρτίζουν το ίδιο το πολιτικό φαινόμενο, την εξέλιξη των ανθρωπίνων κοινωνιών από άναρχες σε οργανωμένες, με την παράλληλη  και σταδιακή πνευματική ανάπτυξη που συνακολούθως επήλθε κατά τη διάρκεια της μακραίωνης αυτής διαδικασίας. Κατά πόσο όμως είναι πλέον ρεαλιστικό να αναφερόμαστε σε αυτούς τους, πολλές φορές παρωχημένους, λόγω της ελαφρά τη καρδία χρήσης τους, όρους,  με τα ιδεολογικοπολιτικά φορτία που συνεπάγονται;

Πολιτειακή διάσταση – Κρατικός μηχανισμός

Ξεκινώντας με το πιο θεμελιώδες, το λεγόμενο δίπολο αυταρχισμού και φιλελευθεροποίησης, οφείλουμε να κάνουμε μια θεμελιώδη διάκριση. Η έννοια του φιλελεύθερου, έχει διττή σημασία. Πρέπει να διακρίνουμε (ακόμα και αν ιστορικά παρατηρούμε συμπόρευση των δύο μορφών) τον οικονομικά φιλελεύθερο, εκείνον που τάσσεται υπέρ της ελεύθερης αγοράς, από τον πολιτικά φιλελεύθερο, εκείνον που ανεξαρτήτως οικονομικού συστήματος είναι υπέρμαχος ανθρωπίνων δικαιωμάτων και γενικώς υπέρ του Κράτους Δικαίου, άνευ αντιθεσμικών παρεμβάσεων.

Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται ο αυταρχισμός, δηλαδή η απολυταρχική έξαρση διοικητικών, πολιτικών και άλλων κύκλων εξουσίας, με αποτέλεσμα την φίμωση, την δίωξη των αντιφρονούντων, με νομιμοφανή ή και προδήλως παράνομα μέσα. Στο πλαίσιο του παρεμβατικού αυταρχισμού εντάσσουμε και τις αντισυνταγματικές παρεμβάσεις της κεντρικής πολιτειακής δομής και πολιτικής εξουσίας, σε (υποτίθεται) διακεκριμένες από την εκτελεστική και νομοθετική, εξουσίες, με κυριότερη τη δικαιοσύνη.

Ο ορισμός του φιλελεύθερου πολιτικού όντος λανθασμένα ταυτίζεται μονάχα με κεντρώες και χριστιανοδημοκρατικές δυνάμεις, καθώς οποιοσδήποτε ασπάζεται τις αρχές του Κράτους δικαίου, ανεξάρτητα από το πώς θέλει να τις μεταρρυθμίσει, για να είναι αποδοτικότερες, είναι εν ενεργεία φιλελεύθερο ον. Ομοίως, λανθασμένα εκτοξεύονται εκατέρωθεν απολυταρχικοί/αυταρχικοί χαρακτηρισμοί εντός των κοινοβουλίων ή των διεθνών οργανισμών, από την συντηρητική στην προοδευτική πλευρά και τούμπαλιν, καθότι οι αντιδημοκρατικές πρακτικές μπορούν να είναι γνώρισμα  προσώπων ή μηχανισμών πάμπολλων ιδεολογικοπολιτικών αποχρώσεων, γεγονός που πλέον αποδεικνύει η νεώτερη ιστορία: Από τον Γκαντάφι (ξεκίνησε ως ριζοσπάστης στρατιωτικός και συνέδραμε στην αποδόμηση της τότε δικτατορίας στη Λιβύη) και τον Μαδούρο (ανήκει στην σοσιαλιστική πολιτική οικογένεια της χώρας του) μέχρι τον Όρμπαν (νομιμοφανής συντηρητική κυβέρνηση που προβαίνει σε κοινοβουλευτικά και θεσμικά πραξικοπήματα) και τον Ερντογάν (εθνικιστικός λαϊκισμός με δικτατορικές εκφάνσεις), παρατηρούμε ότι οι αυταρχικοί δρώντες στηρίζονται σε στρατιωτικά μέσα, συστημική προπαγάνδα, διώξεις πολιτικών αντιπάλων και στην κατάργηση θεμελιωδών δημοκρατικών αρχών, με χαρακτηριστικότερα το δικαίωμα της ελευθεροτυπίας και τη διάκριση των εξουσιών.

Οικονομική διάσταση

Συνυφασμένη με την πολιτειακή δομή και το εν γένει πολιτικό σύστημα, ήταν ανέκαθεν η πλουτοπαραγωγική διαδικασία και δη ο τρόπος με τον οποίον οργανώνεται μια οικονομία, ως προς τα μέσα παραγωγής, την μορφή ιδιοκτησίας, το είδος αναπτυξιακού μοντέλου,  τις εργασιακές συνθήκες και την κατανομή του πλούτου. Σε αυτό το πλαίσιο, οφείλουμε να αναφέρουμε τις δύο μεγάλες αντικρουόμενες σχολές σκέψης, των οποίων απότοκα αποτελούν οι σημερινές τάσεις αποτροπής/μετατροπής ή και εντατικοποίησης/εμβάθυνσης  του καπιταλιστικού συστήματος. Λόγος γίνεται για την κοινωνική/ανθρωπιστική σχολή σκέψης και την αντίστοιχη αγοραία/βιομηχανική.

Στην κοινωνική σχολή εντάσσουμε ένα ευρύ ιδεολογικοπολιτικό θεωρητικό πλαίσιο βάσιμης κριτικής του καπιταλισμού, ιδίως από την βιομηχανική επανάσταση και έπειτα, καθώς και τις (αντι)προτάσεις που συμπεριλαμβάνουν είτε ως προς την αποδόμηση και την αντικατάστασή του από άλλο σύστημα, είτε ως προς την μεταρρύθμισή του για μια πιο δίκαιη κοινωνική πραγματικότητα.  Έτσι, οι μεν Αναρχικοί, Μαρξιστές και Νεομαρξιστές τάσσονται υπέρ της κατάργησης της ελεύθερης αγοράς και στρέφονται προς μια κεντρική πολιτικοοικονομική μορφή ζωής, πλην όμως με απολυταρχικές κορώνες και καταστρατήγηση δικαιωμάτων, ενώ οι δε Σοσιαλδημοκράτες / Κεϊνσιανοί / κεντρώοι αποβλέπουν σε μια βιώσιμη μεταρρυθμιστική διαδικασία – άνευ βίας και μέσω κοινοβουλευτικών πρακτικών -, πολλάκις όμως με ηττοπαθές πολιτικό γόητρο. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων τους είναι πως αποδέχονται κοινώς το ότι το υπάρχον πολιτικό και δη οικονομικό σύστημα μεγεθύνει τις ανισότητες και τις κοινωνικές παθογένειες, ενώ παράλληλα ενισχύει τα μεγαλοεπενδυτικά συμφέροντα μετά των εξουσιών που συσπειρώνουν (ΜΜΕ, υποχείρια  Κρατικοί λειτουργοί κ.α), δίχως αντίστοιχη ενδυνάμωση των λαϊκών και δημοκρατικών διαδικασιών. Τάσσονται αμφότεροι υπέρ της διατήρησης και πλέον υπέρ της ενδυνάμωσης του Κοινωνικού Κράτους Πρόνοιας, δηλαδή των υψηλών Κοινωνικών Δαπανών (Μισθοί/συντάξεις/επιδόματα/μερίσματα κ.α.).  Η εν λόγω φιλοσοφική οικογένεια, ως χρόνια παθογένειά της, υπήρξε και συνεχίζει να είναι απολύτως πολυδιασπασμένη και πολυμετωπική. Σήμερα πολλοί πολιτικοί, επιστήμονες και δρώντες, αναφέρονται σε όλους τους προαναφερθέντες ως «προοδευτικούς».

Η κατεξοχήν αντίπαλη σχολή σκέψης και μητρόπολη της (οικονομικά) φιλελεύθερης αγοράς, είναι εκείνη της βιομηχανικής παράδοσης. Πρόκειται για τους υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς, δίχως κρατικό παρεμβατισμό, στις βάσεις της λεγόμενης «αυτορύθμισης», του θεωρητικού Άνταμ Σμιθ. Σε αυτούς εντάσσουμε τους κλασικούς φιλελεύθερους, αλλά και κεντρογενείς πολιτικοοικονομικές ομάδες.  Με τη σταδιακή πάροδο των χρόνων και ιδίως μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, με ό,τι αυτή συνεπέφερε (κρίση χρέους Ε.Ε., παγκόσμια ύφεση, δραστική μείωση κοινωνικών δαπανών, δημοσιονομική προσαρμογή, πολιτικό χάος κ.α.), ορισμένοι οικονομολόγοι και πολιτικοί ανά την υφήλιο τάχθηκαν υπέρ μιας τοξικής – με τα σημερινά δεδομένα – φόρμουλας: της μείωσης των κοινωνικών παροχών/δαπανών για την αντιστάθμιση της ύφεσης. Κοινώς, μιλάμε για εκείνους τους χρόνιους πολέμιους του Κοινωνικού Κράτους που απεχθάνονται ακόμα και έναν λελογισμένο κρατικό παρεμβατισμό και που συνεχίζουν να υποστηρίζουν ένα μοτίβο λιτότητας. Οι πολέμιοι αυτής της πολιτικοικονομικής ονομάζουν τους υποστηρικτές της «νεοφιλελεύθερους», καθώς τους θεωρούν πολύ πιο ακραίους από τους κλασικιστές.

Υπάρχει μια ολόκληρη Δημόσια, ακαδημαϊκή και θεσμική, συζήτηση σχετικά με το κατά πόσο είναι νομιμοποιημένες, ουσιαστικώς και τυπικώς, τέτοιες πρακτικές. Δυστυχώς για τα μικρομεσαία στρώματα, αυτή η τάση φαίνεται να έχει μονοπωλήσει την κρατική και Διεθνή κατεύθυνση λήψης αποφάσεων, ιδίως τις τελευταίες 2 δεκαετίες. Διόλου τυχαίως, αν και εξαιρετικά ασταθής, η υπό εξέταση φιλοσοφική σχολή παρά τις πολλές συνιστώσες διατηρεί διαχρονικώς μια ενότητα υπό το πρίσμα της νομής της εξουσίας, την ίδια στιγμή που το αντίπαλο στρατόπεδο δεν μπορεί να συσπειρωθεί λόγω έλλειψης διαλλακτικότητας.

Εξωτερική/Διεθνής Διάσταση

Αν και τελευταία, η Διεθνής διάσταση των διαιρετικών τομών ενδέχεται να είναι η πιο ουσιώδης και πολωτική. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσουμε εκείνες τις διαφορές σχετικά με την οργάνωση ή την ενδεχόμενη αλλαγή του status quo, σχετικά δηλαδή με την λειτουργία των Διεθνών Οργανισμών και τον ρόλο των κρατών – μελών εντός αυτών, αλλά και το κατά ποιον τρόπο πρέπει να διευθετηθούν κορυφαίας σημασίας προβληματικά φαινόμενα, όπως είναι η προσφυγική κρίση και η κλιματική αλλαγή. Ουσιαστικώς, πρόκειται για μια διαρκώς εξελισσόμενη συζήτηση επί της παγκοσμιοποίησης και άρα επί των συνεπειών της, ανάμεσα σε πολέμιους, σκεπτικιστές και υπέρμαχους της καθεστηκυίας οργάνωσης.

Κατ’ ουσίαν, ακόμα και η Ευρωπαϊκή συζήτηση περί εμβάθυνσης ή μεγέθυνσης της Ε.Ε., ενέχει την Εξωτερική διάσταση, όπως ο εκάστοτε λαός, κουλτούρα και κράτος την αντιλαμβάνονται, πάντοτε υπό το πρίσμα του κοινωνικού, εθνικού και κρατικού συμφέροντος. Σε αυτή τη σφαίρα μπορούμε να προσθέσουμε τις λεπτές γραμμές που χωρίζουν την κρατική από την συνομοσπονδιακή (αναφορικά με τους διεθνείς οργανισμούς, τη δεσμευτικότητα του Διεθνούς δικαίου και τις  διάφορες παγκόσμιες ή περιφερειακές συμμαχίες) υπεροχή.

Εδώ παρατηρούμε ένα μοναδικό φαινόμενο: εντελώς διαφορετικές σχολές σκέψης έχουν συνδυαστεί σε ετερογενή στρατόπεδα όπου, παρά τις ρητορικές διαφοροποιήσεις, επί της ουσίας πρόκειται για τα ίδια ζητούμενα. Αφενός υπάρχουν οι φανατικοί πολέμιοι του σημερινού status quo, οι οποίοι δεν δέχονται το ενδεχόμενο μιας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας εξυγίανσης του συστήματος και άρα καλυτέρευσής του. Σε αυτούς εντάσσεται ένα ευρύτατο ιδεολογικοπολιτικό φάσμα, από την άκρα αριστέρα, την ριζοσπαστική αριστερά, ορισμένες κεντροαριστερές δυνάμεις, ορισμένους συντηρητικούς, μέχρι και ακροδεξιούς κύκλους. Αφετέρου, υπάρχουν οι συμμαχίες εκείνες που πιέζουν προς μια νομοθετική και κοινωνική μεταρρύθμιση της Διεθνούς τάξης πραγμάτων, μέσω της αναδιάρθρωσης του συστήματος, θεσμικής και ουσιαστικής, καθώς υποστηρίζουν πως σε κάθε άλλο σενάριο οδηγούμαστε κατά μαθηματική ακρίβεια σε πλήρη αστάθεια και αποδόμηση. Σε αυτούς συγκαταλέγονται ορισμένοι ριζοσπάστες, πολλές σοσιαλίζουσες και κεντροαριστερές δυνάμεις και ορισμένοι φιλελεύθεροι. Πρόκειται ίσως για την πιο ρεαλιστική κατεύθυνση. Τέλος, έχουμε τους ένθερμους υποστηρικτές της διατήρησης της σημερινής φάσης πραγμάτων, οι οποίοι αποτελούνται από την πλειοψηφία των συντηρητικών και χριστιανοδημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων, από πολλούς φιλελεύθερους και ορισμένους κεντρογενείς χώρους.

Εν πολλοίς, οι νέες διαιρετικές τομές δεν μπορούν να απαλειφθούν από το Δημόσιο διάλογο, καθώς αποτελούν σύγχρονα ερείσματα των ίδιων των κοινωνιών που τις γεννούν. Οι τωρινοί πολιτικοοικονομικοί και ιδεολογικοί όροι και η, σχεδόν κατά κανόνα, λανθασμένη χρήση τους, δεν συμβαδίζουν με τα επίκαιρα ζητήματα και τις ενδεχόμενες προτάσεις για λυσιτελή επίλυσή τους. Συνεπώς,  τόσο σε πολιτικό και οικονομικό, όσο και σε διεθνές/εξωτερικό επίπεδο, γίνεται λόγος για επιτακτική επικαιροποίηση των κατευθυντήριων γραμμών σκέψης και πράξης και άρα της δημιουργίας νέων θεωρητικών πολιτικών σχημάτων, που θα μπορέσουν να στεγάσουν τις νέες σκέψεις, τάσεις και προτάσεις, που με τη σειρά τους θα δίνουν απάντηση σε όλες τις τωρινές και χρόνιες παθογένειες που μας ταλανίζουν.

ΥΓ: Ως προσωπικό σχόλιο του γράφοντος κρατήστε τούτο: εάν το κουδούνι του κινδύνου κρούει για κάποιους, είναι για τους λεγόμενους προοδευτικούς. Εάν δεν επέλθει διάλογος, αυτοκριτική, συμπόρευση και κυρίως αναγέννηση, τότε ο κόσμος θα συνεχίζει να οδεύει προς παθογενή μονοπάτια, που μαστίζονται από ολιγαρχία, ανέχεια και φίμωση…