Ο Γυάλινος Κόσμος (The Glass Menagerie) του Τενεσί Ουίλιαμς από το 1944, οπότε και γνώρισε για πρώτη φορά το φως των προβολέων, ως και σήμερα, έχει φιλοξενηθεί σε πολλές θεατρικές σκηνές ανά τον κόσμο, διατηρώντας τον μαγευτικό χαρακτήρα του. Το διάστημα αυτό, μας παρουσιάζεται στο θέατρο Αλκυονίς, μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Νανούρη και λαμβάνει σάρκα από τις ερμηνείες των Άν. Μάσχα, Κ. Μπιμπή, Λ. Παπαληγούρα και Αν. Ροϊλού.

Πάνω σε αυτή την όμορφη σκηνή, ξεδιπλώνεται η παθολογική σχέση μιας οικογένειας. Η Αμάντα (Άννα Μάσχα) είναι μια μητέρα ερωτευμένη με τον έλεγχο: του σπιτιού και κυρίως, της ζωής των παιδιών της, του Τομ και της Λώρας, ενώ παράλληλα, αναπολεί τη νεότητά της, κατά την οποία ήταν επιθυμητή και χαρούμενη. Ο Τομ (Κωνσταντίνος Μπιμπής) σηκώνει στους ώμους του το βάρος της συντήρησης της οικογένειας –μιας και ο πατέρας τους έχει εγκαταλείψει– και συνθλίβεται, όντας εγκλωβισμένος σε μια ανυπόφορη πραγματικότητα, από την οποία πασχίζει να ξεφύγει μέσω του αλκόολ.

Με τη σειρά της, η Λώρα (Λένα Παπαληγούρα) απορρίπτει την κοινωνική συναναστροφή και επιλέγει την ενασχόληση με τη συλλογή της από τα γυάλινα ζωάκια, τον «γυάλινο κόσμο της», συνοδευόμενο από τους δίσκους του πατέρα της. Τέλος, ο Τζιμ (Αναστάσιος Ροϊλός) αποτελεί την φιλοδοξία για την επίτευξη ενός καλύτερου μέλλοντος, αυτό το «κάτι καλύτερο», στο οποίο ελπίζουν οι άνθρωποι, μη ταυτιζόμενος, όμως, με τις προσδοκίες της Αμάντας και της Λώρα.

Η πραγματικότητα περιμένει καρτερικά πάνω από κάθε ήρωα καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, ώστε να δείξει σ’ αυτόν το σκληρό της πρόσωπο. Ένα γυάλινο αντικείμενο σπάει, όπως και ο γυάλινος κόσμος καθενός εκ των ηρώων, ιδίως της Λώρα, μέσα από τον χαρακτήρα της οποίας ξεδιπλώνεται η έννοια της ψευδαίσθησης.

Τα θρύψαλα αυτού του κόσμου γίνονται αντιληπτά με έναν ιδιαίτερα εκφραστικό τρόπο, καθότι η επάνοδος στην πραγματική ζωή είναι βίαιη και απότομη και για τους τέσσερις. Καθείς εκ των ερμηνευτών μεταφέρει όλο το ψυχολογικό φορτίο των χαρακτήρων, το οποίο πηγάζει από την προαναφερόμενη κατάσταση, αγγίζοντας τις ευαίσθητες χορδές του θεατή.

Αξιοσημείωτη είναι η επιλογή του Γιώργου Νανούρη να τηρήσει τα επιδημιολογικά μέτρα και επί σκηνής, θέτοντας ανάμεσα στους ερμηνευτές φυσική απόσταση, μη επηρεάζουσα την συναισθηματική εγγύτητα στην οποία βρίσκονται. Καίτοι τα σώματά τους βρίσκονται μακριά το ένα από το άλλο, όπως και οι κόσμοι τους, αλληλοεπιδρούν με μια γοητευτική αρμονία, έχοντας ως βοηθό στο εν λόγω εγχείρημα το φως των προβολέων.

Η τεχνική αυτή, έχουσα ψήγματα εκ των κειμένων του Πλάτωνα, αποτελεί μια γλυκιά υπενθύμιση ότι η αποξένωση επέρχεται κατόπιν επιλογής και επιθυμίας, μη ούσα η μοναδική απότοκος του φόβου και της φυσικής απόστασης.

Πώς να μην γίνει αισθητή η σύνδεση με την καθημερινότητά μας τα τελευταία χρόνια; Η ρευστότητα της εποχής που διανύουμε, με την διαρκή εναλλαγή των μέτρων και των επιδημιολογικών δεδομένων, λειτουργεί ως παράγοντας συγκρούσεων, ικανών να ραγίσουν και να συνθλίψουν την καθημερινότητα των ανθρώπων.

Ο εξωγενής παράγοντας της πανδημίας ανέτρεψε μέσα σε σύντομο διάστημα πολλά από όσα θεωρούνταν δεδομένα και ανέστειλε τα σχέδια του παγκόσμιου πληθυσμού. Ακόμη ευρισκόμενοι στην αναμονή της έλευσης του «καλύτερου αύριο» κάποιοι περιμένουν στωικά την εμφάνισή του. Οι συνέπειες αυτής (της επιδημίας) μπορεί να αποβούν ολέθριες για την ψυχοσύνθεση ορισμένων ανθρώπων, οι οποίοι διαθέτουν έναν ψυχικό κόσμο περισσότερο εύθραυστο σε σχέση με το κοινωνικά επιδιωκόμενο.

Όλο το νόημα του έργου, συνοψίζεται σε μια φράση του μεταφρασμένου κειμένου του Στέλιου Βαφέα:

«Σβήσε τα κεριά σου, Λώρα, τώρα, ο κόσμος μας φωτίζεται μόνο με αστραπές..»