Είναι Ιούλιος του 2021 και ο Φλόριαν Ζελέρ αποφασίζει να μας χαρίσει μια όμορφη και συνάμα επιμορφωτική ταινία σχετικά με τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας.

Το σίγουρα καινοτόμο σενάριο, αλλά και η διακριτική μα λειτουργική σκηνοθεσία δεν είναι οι μόνοι παράγοντες της επιτυχίας, καθώς η υποκριτική του Άντονι Χόπκινς αξίζει για δεύτερη φορά το Όσκαρ, κατέχοντας πλέον τον τίτλο του γηραιότερου καλύτερου ηθοποιού που κέρδισε το Όσκαρ.

Η ταινία καταδεικνύει με ευφυές δραματικό τρόπο το πώς ένας άνθρωπος της τρίτης ηλικίας που πάσχει από άνοια, υποφέρει σε καθημερινή βάση από σκέψεις και φαντασίες τις οποίες δε μπορεί να ελέγξει ή να χαλιναγωγήσει και πώς η κατάσταση αυτή μπορεί να καθορίσει και τις ζωές των γύρω του.

Η κόρη του, Άν, (Ολίβια Κόλμαν) έχοντας πλέον πάρει το διαζύγιό της από τον πρώην σύζυγό της Πολ, γνωρίζει κάποιον άλλον άντρα για τον οποίο θέλει να μεταναστεύσει στο Παρίσι. Ωστόσο, ο πατέρας της, Άντονι, δεν είναι καθόλου συνεργάσιμος, καθώς φροντίζει με τις ιδιοτροπίες του να διώξει όσες κοπέλες έχουν προσπαθήσει να δουλέψουν εκεί με μόνο τους μέλημα τη φροντίδα του.

Η μνήμη του Άντονι δε τον βοηθάει καθόλου. Μπερδεύει την κόρη του, με υποψήφιες αποκλειστικές νοσοκόμες που επισκέπτονται το σπίτι δοκιμαστικά, δε θυμάται πως η μικρότερή του κόρη έχει πεθάνει εδώ και χρόνια και έτσι αναρωτιέται γιατί δεν τον επισκέπτεται ποτέ, μπερδεύει πράγματα και καταστάσεις, όπως το σε ποιον ανήκει το διαμέρισμα όπου κατοικεί και η πλοκή των προαναφερθεισών ιστοριών αλλάζει συνεχώς μέσα στο μυαλό του, όπως το αν η κόρη του χώρισε ποτέ ή όχι ή αν θα πάει στο Παρίσι μόνιμα, αφού εκεί «δε μιλάνε καν αγγλικά». 

πηγή εικόνας: Scroll.in

Η ερμηνεία του Χόπκινς δεν είναι η μόνη οσκαρική, καθώς η Κόλμαν προσεγγίζει εξαιρετικά τον ρόλο της απελπισμένης κόρης που παλεύει με τις ενοχές της, καθώς της φαίνεται δυσβάσταχτο το να βάλει τον πατέρα της σε ίδρυμα, αλλά ταυτοχρόνως αδύνατο να συνεχίσει να ζει έτσι. Εξίσου τρομακτικό ωστόσο της μοιάζει το να μη ζήσει τη ζωή της με τον άνθρωπο που διάλεξε, θάβοντας τα θέλω και τις ανάγκες της, για να αφοσιωθεί στη φροντίδα του πατέρα της.

Όσον αφορά τη σκηνοθεσία η εναλλαγή σκηνών και η επανάληψή τους με τους ίδιους διαλόγους, αλλά διαφορετικά πρόσωπα κάθε φορά υπήρξε εμβληματική, βάζοντας τον θεατή στο τρυπάκι του να σκεφτεί ποιο από τα σενάρια που παίζουν στο κεφάλι του Άντονι, ανταποκρίνεται τελικά στην πραγματικότητα.

Η τελική σκηνή είναι και το αποκορύφωμα του εν λόγω δράματος και πιστέψτε με δεν είναι λίγοι αυτοί που στο θερινό τα έμπηξαν! Ο Άντονι θα συνειδητοποιήσει πως τελικά η κόρη του όντως μένει πια στο Παρίσι και αντίστοιχα εκείνος σε ίδρυμα για ηλικιωμένους. Φυσικά δεν αναγνωρίζει τις νοσοκόμες ή τους γιατρούς και επιπλέον η αντιληπτικότητά του είναι πιο μειωμένη από ποτέ, καθώς ξεσπά σε κλάματα ζητώντας τη μαμά του! Ρεαλιστικά εύστοχο το σχόλιο του σκηνοθέτη για τους ηλικιωμένους που «ξανά-μωραίνονται». 

Ο Πατέρας είναι λοιπόν μια δραματική ταινία – με χιουμοριστικές πινελιές, που από κάθε άποψη αξίζει να παρακολουθήσουμε φέτος. Συν τοις άλλοις, είναι ένας τρόπος να ενημερωθούμε για τα συμπτώματα και της αντιμετώπιση της άνοιας και να έρθουμε σε επαφή με τη ψυχολογική κατάρρευση και νοητική σύγχυση των πασχόντων.