*Citius, Altius, Fortius: Πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά. Pierre de Coubertin– Σύνθημα των Ολυμπιακών Αγώνων

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο σύμβολο πολυφωνίας και πολυμορφίας από τα αρχαία ακόμη χρόνια. Αθλητές από όλον τον κόσμο συρρέουν, προκειμένου να γυμνάσουν σώμα και πνεύμα και να προωθήσουν μέσω του αθλητισμού το ιδεώδες μιας κοινωνίας, όπου η βία δεν θα έχει θέση. Με κεντρικό σύνθημα την ευγενή άμιλλα και την ισορροπία σώματος και πνεύματος, οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν ένα φωτεινό μήνυμα εν μέσω της σύγχρονης λαίλαπας του κορωνοϊού.

Χρονολογούμενοι ήδη στο 776π.Χ. συνιστούσαν το μεγαλύτερο αθλητικό γεγονός της αρχαίας Ελλάδας. Αφιερωμένοι στο θεό Δία, θεωρούνταν πως είχαν θεϊκή καταγωγή. Συγκεκριμένα, είτε οι θεοί ήταν αυτοί που αγωνίστηκαν πρώτοι στην αρχαία Ολυμπία είτε ο Ηρακλής ήταν ο ιδρυτής των αγώνων δρόμου και της αρματοδρομίας, καθώς και αυτός που έφερε την αγριελιά από τη χώρα τον Υπερβορείων και τη φύτεψε στομιερό της Άλτεως. Στη  μεγαλύτερη αυτή συνάντηση των αρχαίων Ελλήνων, αγωνίζονταν μόνο άνδρες αθλητές σε μια σειρά από αγωνίσματα, όπως η πυγμαχία, το άλμα, οι αγώνες δρόμου και οι ιππικοί αγώνες ή η δισκοβολία. Το συμβάν έχαιρε μάλιστα τόσο μεγάλης σημασίας, ώστε εφτά ημέρες πριν την έναρξή του και εφτά ημέρες μετά την τελετή οριζόταν  εκεχειρία ανάμεσα σε όλες τις πόλεις κράτη, ώστε οι αθλητές να μπορέσουν να λάβουν μέρος ανεμπόδιστα.

Το έπαθλο ήταν ένα στεφάνι αγριελιάς, ενώ ο Ολυμπιονίκης συγκέντρωνε τον θαυμασμό και τον σεβασμό όλων. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι σε πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας συνηθιζόταν να κατεδαφίζεται ένα τμήμα του τείχους που τις περιέβαλλε, διότι η πόλη δεν είχε ανάγκη από περιφρούρηση. Ο νικητής των Ολυμπιακών Αγώνων θα κάλυπτε σύμφωνα με τον θρύλο με το στήθος και την ανδρεία του το κενό.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες καταργήθηκαν το 393μ.Χ. από το Θεοδόσιο το Μέγα ως ειδωλολατρικό δρώμενο. Έτσι, μία μακρά παράδοση εικοσιεννέα Ολυμπιάδων θα έμενε εν υπνώσει για δεκαπέντε ολόκληρους αιώνες μέχρι την αναβίωσή τους το 1896 με εμπνευστή τον Γάλλο  Pierre de Coubertin. Στους συγκεκριμένους Ολυμπιακούς μάλιστα, οι Έλληνες αγωνιζόμενοι κατέκτησαν την κορυφή των βραβείων, κερδίζοντας σαράντα έξι μετάλλια. Αυτοί ήταν και οι αγώνες του θριάμβου του Σπύρου Λούη.

Έκτοτε, οι αγώνες συνεχίζονται ανά τετραετία, όπως ακριβώς έχει καθιερωθεί, με μόνες διακοπές τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και τους σύγχρονους αγώνες εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού. Έτσι, οι υγειονομικές συνθήκες επέβαλαν τη διεξαγωγή των αγώνων με απουσία κοινού και την τήρηση αυστηρών υγειονομικών πρωτοκόλλων. Στα θετικά της φετινής διοργάνωσης πάντως συγκαταλέγεται σίγουρα η καταγραφή του μεγαλύτερου αριθμού αθλητών που ανήκουν στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα όσο ποτέ άλλοτε.

Ερχόμενοι στην σημασία των αγώνων, δεν χωρεί ουδεμία απολύτως αμφιβολία ότι αυτοί αποτέλεσαν στο πέρασμα του χρόνου σταθερό φάρο αξιών. Και αν μη τι άλλο η ελληνική συμβολή υπήρξε σημαντική στην παγκόσμια παρακαταθήκη. Και αυτό δεν αναφέρεται ως δείγμα  νοσταλγίας του «ένδοξου πάλαι ποτέ παρελθόντος μας», όσο για να τονιστεί το ειδικό βάρος που φέρει η Ελλάδα να στηρίξει τους αθλητές της.

Οι έπαινοι και η αναγνώριση δεν πρέπει να είναι μία αναλαμπή ανά τέσσερα χρόνια. Οι αθλητές μας αξίζουν τα συγχαρητήρια και την έμπρακτη στήριξή μας κάθε μέρα και όχι μόνο τη στιγμή της δόξας τους.

Πολίτες και Πολιτεία οφείλουν να είναι ουσιαστικά παρόντες σε όλο τον δρόμο προς την κορυφή. Είτε αυτό μεταφράζεται σε υποδομές και σύγχρονες εγκαταστάσεις είτε σε χρηματοδοτήσεις ή σε ψυχική στήριξη. Κατάλληλες εγκαταστάσεις από το σχολικό ακόμη περιβάλλον και απόδειξη του ολυμπιακού ιδεώδους στην πράξη από τα πρώτα κιόλας βήματα. Και αυτό είναι ζήτημα καθολικό. Αφορά όλα τα κόμματα, όλους τους κοινωνικούς θεσμούς, όλους εμάς σε τελική ανάλυση τόσο ατομικά όσο και συλλογικά.

Τότε μόνον θα είμαστε άξιοι της δόξας τους.

Πηγή εικόνας:  Reuters