Για ακόμα μια χρονιά, το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου λειτούργησε κανονικά, παρά τις αντίξοες συνθήκες της πανδημίας και τηρώντας όλα τα απαραίτητα μέτρα. Φέτος, 16-18 Ιουλίου το Αργολικό θέατρο φιλοξενεί τον Ορέστη του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα

Ο μύθος τον Ατρειδών βρίσκεται ακριβώς εκεί που το θέλημα του Θεού Απόλλωνα έχει ολοκληρωθεί, ο Ορέστης σκοτώνοντας τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα έχει μετατραπεί σε κατάπτυστος μητροκτόνος και με αυτόν τον τρόπο σύμφωνα με τον Ευριπίδη, κλείνει ο κύκλος του αίματος. Η τιμωρία που αποφασίζεται για τον Ορέστη και την Ηλέκτρα είναι θάνατος και ο Ορέστης είναι εκείνος που υπερασπίζοντας τον εαυτό του καταφέρνει να αλλάξει την ποινή σε διπλή αυτοκτονία. 

Η παράσταση ξεκινά με έναν δυναμικό μονόλογο της Ηλέκτρας (Μαίρη Μήνα), η οποία καταφέρνει να μεταδώσει τον παλμό της απελπισίας και του θρήνου της σε όλο το κοίλον, έχοντας παράλληλα ρόλο αφηγητή, αφού μας εξιστορεί όλα όσα έχουν προηγηθεί, όπως και τις αιτίες των φονικών που συνέβησαν μέσα στο παλάτι του πατέρα της, Αγαμέμνονα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μονολόγου της, ο Ορέστης (Άρης Σερβετάλης) κείτεται σε εμβρυακή στάση επί σκηνής, έχοντας γίνει τόσο λειτουργικά ένα με το σκηνικό, που τον παρατηρεί κανείς τη στιγμή που η Ηλέκτρα τον δείχνει χαρακτηρίζοντας τον «νεκρό». (Παρόμοιο ξεκίνημα σκηνοθέτησε ο Κακλέας στο Ρινόκερο του Ιονέσκο).

«Άδικος; Ναι, ήμουν γιατί έσφαξα τη μητέρα μου. Δίκαιος; Ναι, ήμουν γιατί τίμησα τη μνήμη του πατέρα μου», αναφωνεί βροντερά ο Ορέστης και διχάζει όλο το κοίλον. 

Συγκλονιστικά παραστατική και καθηλωτική υπήρξε η ερμηνεία του ο Γιώργος Ψυχογιός, ως Τυνδάρεως, που αγανακτισμένος και πληγωμένος, αναγνωρίζει μεν τα λάθη των θυγατέρων του Ελένης (Νικολέτα Κοτσαηλίδου) και Ηλέκτρας, όπως και αυτά του Μενέλαου που στην προσπάθεια του να φέρει πίσω τη γυναίκα του, βύθισε στο πένθος δύο λαούς, όμως δε δικαιολογεί για κανένα λόγο τον μητροκτόνο Ορέστη που με τη πράξη του αυτή κρίνεται ο πιο μιαρός από όλους τους προηγόύμενους. 

Ο Άρης Σερβετάλης με την πλαστικότητα της κίνησής του και τα κενά του βλέμματα, έχοντας μετατραπεί σε αγρίμι, καθώς δε μπορεί να ακόμα να αντιληφθεί το τι του έχει συμβεί, μας χαρίζει αξιόλογες ερμηνείες σωματικού θεάτρου, όμως η παράσταση -μαζί και ο ίδιος- απογειώνεται, τη στιγμή που ο εξίσου εξαιρετικός Πυλάδης (Αιμιλιανός Σταματάκης), προτείνει στον Ορέστη να σκοτώσουν την Ωραία Ελένη, που τόσο πόνο προκάλεσε και με αυτόν τον τρόπο να αλλάξει τη φήμη του από «μητροκτόνου» σε «ήρωα». Τότε είναι που το βλέμμα του Ορέστη γεμίζει λάμψη, η ύπαρξη του μοιάζει να βρίσκει ξανά νόημα και η μουσική επένδυση που πλαισιώνει λειτουργικά τις σκηνές του έργου, βοηθά στο να μοιραστούν οι υποκριτές αισθήματα πάθους και αδρεναλίνης με τους θεατές. 

Ο Πάνος Βλάχος στο ρόλο του διπλωμάτη Μενέλαου, αν και γενεσιουργός πολλών κακών που βοηθούσαν στην εξέλιξη της πλοκής, έμοιαζε να απέδωσε καλύτερα στο δεύτερο μέρος της παράστασης και ιδίως στην τελευταία σκηνή, όπου γδυτός πια, στηθοδέρνεται και κυλιέται στα χώματα στη προσπάθεια του να μάθει που βρίσκεται η αγαπημένη του Ελένη, ενώ ταυτόχρονα προσφέρεται ο ίδιος για θυσία στον Ορέστη, με αντάλαγμα την κόρη του Ερμιόνη. 

Είναι αλήθεια πως οι παραστάσεις του Γ. Κακλέα μας έχουν συνθίσει σε σύγχρονες σκηνογραφίες και ακόμα πιο «μοντέρνες», to the point ενδυματολογικές επιλογές, όμως στη σκηνοθεσία μιας αρχαίας τραγωδίας αν δεν είσαι απόλυτα κλασικός, ή απόλυτα ακραίος, αποτυγχάνεις. 

Όσο πετυχημένοι ήταν οι λερωμένοι και ξεσκισμένοι λευκοί μανδύες των Ορέστη και Ηλέκτρα (η οποία πριν σωθεί από τον αδερφό της ζούσε δούλα στο παλάτι), άλλο τόσο άτοπα υπήρξαν τα κοστούμια του χορού. Μαύρα – υποτείθεται πένθιμα ενδύματα – μόνο που με τις χάντρες, τις πούλιες και τα crop top μπλουζάκια τους, ο χορός έμοιαζε περισσότερο σα να γυρνούσε από μπουζούκια, παρά σα να συμπαραστεκόταν στο δράμα της Ηλέκτρας. Ωστόσο, το προπολεμικό κοστούμι στρατηγού που επιλέχθηκε για τον Τυνδάρεω, ήταν ένα έξυπνο σημείο αναφοράς, υπογραμμίζοντας έτσι την υψηλή, ιεραρχική του θέση

Λίγο πριν το τέλος, όταν η κάθαρση πλησιάζει, ο χορός ντύνεται στα λευκά, και το τραπέζι στο κέντρο της σκηνής σκεπάζεται κι αυτό με ένα λευκό, πλην όμως ματωμένο σεντόνι. Εξαιρετικά βοηθητικός και ατμοσφαιρικός ο φωτισμός της Στέλλας Κάλτσου, αλλά και η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου.

η στιγμή της υπόκλισης 

Αν υπάρχει μια φράση από τους στίχους του Ευριπίδη που χαράκτηκε στο μυαλό μου, είναι χωρίς δεύτερη σκέψη αυτή του Φρύγα (Ζερόμ Καλούτα):

«Τι δούλος κι άρχοντας μου λες; Που είμαι άνθρωπος, αυτό δεν φτάνει για να ζήσω; Να βλέπω κάθε μέρα να χαράζει, να λέω χάραξε λοιπόν και σήμερα. Υπάρχει ακόμα στον κόσμο το φως. Δεν είναι λίγο. Δεν είναι λίγο.»