Άρθρο των Στυλιανού Ιωάννη Τζαγκαράκη, Διδάσκοντος Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης – Αναπληρωτή Επικεφαλής επιστημονικής διεύθυνσης ΕΟΠΕ, και Ηλία Παππά, Υποψηφίου Διδάκτορα Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης – Ερευνητή ΚΕΠΠΕΑ: 

Στην Ευρώπη παρά την ύπαρξη συστηματικών λειτουργικών και δομικών διαφορών, το κοινωνικό κράτος αποτελεί βασική συνιστώσα της κρατικής υπόστασης, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τις τελευταίες δεκαετίες το κοινωνικό κράτος δέχθηκε δριμεία κριτική καθότι χαρακτηρίστηκε ως ο βασικός παράγοντας διόγκωσης των κρατικών δαπανών και μετατροπής του ατόμου σε παθητικό λήπτη των επιδομάτων και των υπηρεσιών. Γι’ αυτό τον λόγο και για πολλούς ακόμα, όπως η παγκοσμιοποίηση, η αλλαγή της φύσης της απασχόλησης και η μεταστροφή των οικογενειακών προτύπων, το κοινωνικό κράτος υπέστη αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ώστε να συνδυαστεί η αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των παροχών του. Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης επέφερε ένα τεράστιο πλήγμα στο κοινωνικό κράτος, ειδικότερα σε χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο, όπως η Ελλάδα.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης το δόγμα λιτότητας που εφαρμόστηκε σε πολλές χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, αντιμετώπισε το κοινωνικό κράτος ως τον «μεγάλο ασθενή», με αποτέλεσμα πολλές από τις αυτονόητες παρεχόμενες υπηρεσίες να συρρικνωθούν. Τα συστήματα υγείας δέχθηκαν τεράστια πλήγματα καθώς οι χρηματοδοτικές πιέσεις οδήγησαν σε μείωση προσωπικού, μείωση κλινών ΜΕΘ και αδυναμία εκσυγχρονισμού σε χώρες όπως η Ελλάδα. Ταυτόχρονα, οι μισθολογικές μειώσεις οδήγησαν πολλούς ασθενείς σε αδυναμία κάλυψης των αναγκών υγείας. Μετά το πέρας της σοβαρής οικονομικής κρίσης το κοινωνικό κράτος εν γένει και οι επιμέρους υπηρεσίες που αυτό προσφέρει, ειδικά σε χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την δημοσιονομική προσαρμογή, εξήλθαν με πολλαπλές πληγές.

Πάνω που τα κοινωνικά κράτη μετρούσαν τις πληγές τους από την πρόσφατη οικονομική κρίση, η υγειονομική κρίση του covid-19 ήρθε να προσθέσει μια ακόμα τεράστια πρόκληση. Τα δημόσια συστήματα υγείας κλήθηκαν να διαχειριστούν μια κατάσταση που όμοια της δεν έχει αντιμετωπίσει κράτος μέλος της ΕΕ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα. Μέσα σε αυτή την πανδημία όμως ένα είναι βέβαιο. Το κοινωνικό κράτος και το δημόσιο σύστημα υγείας, ήτοι το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο, είναι εδώ και στέκονται στην πρώτη γραμμή απέναντι στην πανδημία, έτοιμα να προστατεύσουν τους πολίτες παρά τα χρόνια προβλήματα και τις αδυναμίες που πιθανώς αντιμετωπίζουν.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί και πάλι η περίπτωση του ελληνικού συστήματος. Παρότι τα στοιχεία αναδεικνύουν ότι είναι το πιο υποστελεχομένο και από τα πιο προβληματικά συστήματα στην ΕΕ, μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει ανταποκριθεί πολύ αποτελεσματικά στην πρόκληση του covid-19. Ποιος όμως ήταν ο βασικός λόγος; Η απάντηση μπορεί να έχει δύο σκέλη. Το πρώτο σχετίζεται με το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση έλαβε εγκαίρως τα μέτρα lockdown με συνέπεια να αποφύγει την ανεξέλεγκτη εξάπλωση του ιού και συνακόλουθα την υπερβολική πίεση του δημόσιου συστήματος υγείας, το οποίο αριθμεί ένα πολύ χαμηλό ποσοστό κλινών ΜΕΘ με βάση τον πληθυσμό σε σύγκριση με την πλειοψηφία των προηγμένων συστημάτων χωρών της ΕΕ. Το δεύτερο σκέλος σχετίζεται αφενός με την ικανότητα του ιατροφαρμακευτικού προσωπικού και αφετέρου με την άμεση κινητοποίηση για την πρόσληψη νέου προσωπικού, μαζί με την ενίσχυσή του με τα απαραίτητα υλικά. Προφανώς ελλείψεις υπάρχουν και τώρα αλλά η άμεση lockdown διαχείριση και η ενίσχυσή του τόσο από την κυβέρνηση όσο και από φορείς της κοινωνίας των πολιτών, του έδωσε την απαραίτητη ανάσα.

Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι ποια πρέπει να είναι η συνέχεια; Είναι ξεκάθαρο ότι τα έκτακτα μέτρα ενίσχυσης του συστήματος υγείας συνεισέφεραν δραστικά στην αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης μέχρι τώρα. Εντούτοις, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα μόνιμης ενίσχυσης του συστήματος υγείας με νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, με εξοπλισμό περισσότερων ΜΕΘ και με προμήθεια υλικών που είναι απαραίτητες. Αν κάτι αφήνει ως παρακαταθήκη η παρούσα υγειονομική κρίση είναι η αναγκαιότητα των Εθνικών Συστημάτων Υγείας και η σημασία που έχουν για την παροχή της απαιτούμενης προστασίας που ένα σύγχρονο κράτος πρέπει να περιλαμβάνει. Ταυτόχρονα, προβάλλεται και μια άλλη αναγκαιότητα. Μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης, μια οικονομική κρίση θα επέλθει. Και σε αυτή την περίπτωση το κοινωνικό κράτος είναι αναγκαίο ώστε να στηρίξει τους ασθενέστερους, να παράσχει κίνητρα και συνεπώς να απαλύνει τις πληγές που θα έχουν ανοιχθεί ώστε να εξέλθουν οι χώρες γρηγορότερα από την κρίση. Συνεπώς, η παρούσα κρίση αναδεικνύει την αναγκαιότητα του κοινωνικού κράτους που πρέπει να είναι αρωγός και ενισχυτικός μηχανισμός για την υπέρβαση τεράστιων προβλημάτων και προκλήσεων για την ζωή και την ευημερία των πολιτών. Μπορεί αυτό να είχε ξεχαστεί κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2009 όμως η υγειονομική κρίση και οι προεκτάσεις της έρχονται να μας το θυμίσουν με τον πιο σκληρό, ίσως όμως αναγκαίο τρόπο, ώστε να κατανοήσουμε τα όρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και τα περιθώρια της δημόσιας παρέμβασης ως προς τα κοινωνικά ζητήματα.

Είναι βέβαιο ότι κάθε φορά που υπάρχει μεγάλη ανάγκη, οι νεοφιλελεύθεροι θα τρέχουν να σωθούν στην αγκαλιά του κράτους, εκείνο που περιγράφουμε ως κοινωνικό κράτος, γιατί ο ιδιώτης θα είναι αδύναμος καθόσον δεν είναι σε θέση να κάνει αντιπαραγωγικές επενδύσεις. Τότε λοιπόν θα γίνεται ακόμα περισσότερο αντιληπτό ποσό χρήσιμο είναι ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος, όχι σπάταλο αλλά ικανό να προστατεύει το σύνολο της κοινωνίας. Εκεί λοιπόν το κράτος μπορεί να ξοδεύει σε μια αντιπαραγωγική επένδυση που όμως είναι η μοναδική που θα αποδώσει σε μια περίοδο ανάγκης!