Η φαντασία στη εξουσία ήταν, είναι και θα είναι μία αδιάκοπη προσπάθεια εγκαθίδρυσης ηγεμονικών μηχανισμών στον πυρήνα της πολιτικής διαδικασίας. Η δεκαετία που πέρασε, άφησε πίσω της μια κοινωνία εξαθλιωμένη και απογοητευμένη, η οποία τελικά φώλιασε σε έναν ψεύδο-μονόδρομο ενός τοξικού τέλους της ιστορίας για τη χώρα μας. Ο αναμενόμενος θάνατος του «συστημικού αντί-μνημονίου» οδήγησε μεγάλο μέρος του κοινωνικού ιστού σε λύσεις που του παρουσιάστηκαν ως μοναδικές και αναπόφευκτες, εάν επιθυμούσε να ξεφύγει από τη μιζέρια. Η εναρκτήρια μάχη βρήκε εκείνες τις μέρες έναν σαφέστατο νικητή. Η επιλογή του «λιγότερο κακού» έφερε το «χειρότερο» και μαζί του ακόμα πιο στιβαρούς ιδεολογικούς μηχανισμούς στην εργαλειοθήκη του αστικού κράτους. Τα αποτελέσματα γνωστά. Ο φόβος του να ακολουθηθεί μία αδοκίμαστη οδός, έστρεψε την ελληνική κοινωνία σε κάτι, αν μη τι άλλο, δοκιμασμένο. Μια νέου τύπου οικονομική αποικία.

Σε αυτήν ακριβώς την αδιέξοδη στροφή βρίσκεται η αιτία των όσων εξελίσσονται με ραγδαίες ταχύτητες στην «μεταρρύθμιση» του εκπαιδευτικού συστήματος. Μια και η ελληνική κοινωνία έπρεπε να παύσει να ψάχνει τον εχθρό στις κοινωνικές της σχέσεις με το εγχώριο και διεθνές τραπεζικό κεφάλαιο, οι νέοι ιδεολογικοί μηχανισμοί έπρεπε να πλάσουν δράκους με τη μορφή «εισβολέων στον Έβρο», να αξιοποιήσουν γεωπολιτικές αντιθέσεις αναπαράγοντας «εθνικιστικές ατζέντες» και να βρουν στα ελληνικά πανεπιστήμια τις «αντιδραστικές μειοψηφίες που τα εμποδίζουν από το να εξελιχθούν σε σύγχρονα και ευρωπαϊκά». Και, δυστυχώς, η κυρίαρχη πολιτική τάξη φαίνεται ότι οργάνωσε με εξαιρετική ακρίβεια και πέτυχε αυτόν τον μαζικό αποπροσανατολισμό και την ανεκτικότητα των πολιτών σε αντιδραστικές πολιτικές. Συνεπώς, βασισμένοι σε αυτή τη προσέγγιση, το νομοσχέδιο της Παιδείας μοιάζει κάθε άλλο παρά πρόχειρο – καθώς πηγάζει από τομές, που όπως θα δούμε, εδώ και δεκαετίες αποτελούν κεντρικές πολιτικές στοχεύσεις- και συγκυριακό – καθώς αν και η πανδημία αποτέλεσε τη τέλεια χρονική στιγμή από άποψη καταστολής των αντιδράσεων, η ελληνική κοινωνία είναι βαθιά επηρεασμένη από μια διαρκή ιδεολογική πλύση εγκεφάλου, η ρήξη με την οποία δεν θα έρθει αβίαστα με το τέλος της πανδημίας.

Εστιάζοντας, λοιπόν, στο ζήτημα της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, η εξουσία χρησιμοποιεί ως φαντασιακό μηχανισμό το «αίσθημα ασφάλειας». Το παράδοξο, ωστόσο, είναι ότι από τη στιγμή που θα συμμετάσχεις στο δημόσιο διάλογο αναλύοντας τρόπους επίτευξης της ασφάλειας εντός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, θα είσαι μέρος ενός αποπροσανατολιστικού σχεδίου. Και αυτό, όχι επειδή λύσαμε όλα τα ζητήματα ασφαλείας που μας απασχολούν. Σίγουρα, στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου γύρω από ζητήματα ασφαλείας, αξίζει να διευθετήσουμε τι εστί ασφάλεια και εάν αστυνομικοί σε κάθε τετραγωνικό μέτρο των πόλεών μας λύνουν το πρόβλημα. Εντούτοις, το νομοσχέδιο δεν δημιουργήθηκε σε καμία περίπτωση με σκοπό την ασφάλεια και την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Κάθε συζήτηση στο πλαίσιο που θέτει η κυβέρνηση, απλώς ανακυκλώνει έναν διάλογο που καταλήγει στη θέση: «Έχετε κάποια εναλλακτική;». Σε αυτό το σημείο ο αποπροσανατολιστικός μηχανισμός έχει ολοκληρώσει τη δουλεία του και μετατρέψει τη συζήτηση σε ανταλλαγή απόψεων για την έννοια της «ασφάλειας».

Η επιτυχία αυτού του μηχανισμού κρύβεται ακριβώς στον κρίσιμο χαρακτήρα που δίνει στις ιδεολογικές απόψεις και αντιπαραθέσεις. Στη πραγματικότητα, όμως, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί είναι απλώς το μέσο που χρησιμοποιεί η εκάστοτε εξουσία, για να εξυπηρετήσει τα αντικειμενικά συμφέροντα που αντιπροσωπεύει.

Ο αυταρχισμός του συγκεκριμένου νομοσχεδίου πρώτα και κύρια αντανακλά την ανάγκη της εξουσίας και όσων αυτή εκπροσωπεί, να αλώσουν το ιδεολογικό ζυμωτήριο που αποτελούν – και πρέπει να αποτελούν – τα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Σύμφωνα με διαρροές στο Wikileaks, ήδη από το 2009 ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Daniel V. Speckhard, αναφέρει σε τηλεγραφήματά του πως τον προβληματίζει ο έντονος αντί-αμερικανισμός που κυριαρχεί στα ελληνικά πανεπιστήμια και εμποδίζει την στενότερη επαφή τους με τα αμερικάνικα κολλέγια, το ισχυρό φοιτητικό κίνημα, το οποίο επηρεάζει έντονα τις πολιτικές εξελίξεις, καθώς και η απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, γεγονός που υπονομεύει τη λειτουργία των αμερικανικών ιδιωτικών κολλεγίων. Στη συνέχεια, δίνει το σήμα πως η Αμερικανική Πρεσβεία μάχεται, για να αποτινάξει το άσυλο και τις αριστερές φοιτητικές παρατάξεις από τα ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά και να χτίσει το πανεπιστήμιο δεξιοτήτων/κατάρτισης που ονειρεύεται μια καπιταλιστική οικονομία.

Τα όσα διαδραματίζονται σήμερα, λοιπόν, αποτελούν τη συνέχεια του απολύτως συντονισμένου πλάνου ανάκτησης ενός ιδεολογικού κάστρου, που η αστική πολιτική τάξη – ευτυχώς – έχει χάσει μέσα από τα χέρια της. Σε αυτήν ακριβώς τη προσπάθεια εντάσσονται ενέργειες όπως η κατάργηση του ασύλου, η καταστολή με πανεπιστημιακή βούλα, τα σκληρά πειθαρχικά σε δράσεις που «εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία των ιδρυμάτων» και οι διαγραφές φοιτητών με σκοπό την εντατικοποιημένη ένταξή τους στην αγορά εργασίας μία ώρα αρχύτερα. Κυρίως, όμως, η κατεύθυνση εντοπίζεται στο ψέλλισμα μελλοντικών εξαγγελιών για το εκπαιδευτικό σύστημα. Έπειτα από τα πρώτα δύο στάδια νεοφιλελευθεροποίησης των πανεπιστημίων, όπως αυτή εφαρμόστηκε στο νόμο για το άσυλο και το σημερινό αντίστοιχα, το επόμενο βήμα εντοπίζεται στα ενιαία ψηφοδέλτια των φοιτητικών εκλογών. Η αντίληψη, δηλαδή, ότι το κίνημα των «ανεξάρτητων φοιτητών», έχοντας απεμπλακεί από πολιτικές αντιλήψεις, πρέπει να εκπροσωπεί τη φωνή των φοιτητών. Δεδομένου, όμως, ότι «απολιτίκ» θέση δεν υπάρχει και κάθε εκπρόσωπός της αποτελεί δολερά ή άδολα υπερασπιστή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, μένει να μάθουμε την αφορμή και το παραμύθι πίσω από το επόμενο αντιδραστικό βήμα της εξουσίας.

Συμπερασματικά, το όραμά τους για τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι παραπάνω από ξεκάθαρο. Στείρα κέντρα δεξιοτήτων με υψηλές βαθμολογίες σε διεθνείς δείκτες επαγγελματικής κατάρτισης και σύνδεσης με επιχειρηματικούς ομίλους. Μια διαχρονική τάση υποβάθμισης των κοινωνικών επιστημών, της πολιτικής και ιδεολογικής ζύμωσης και καταστολής της αμφισβήτησης του φοιτητικού κόσμου. Ενώ, λοιπόν, το πανεπιστήμιο παραδίδεται με ολοένα και εντονότερο τρόπο στις ορέξεις της εγχώριας και διεθνούς ολιγαρχίας, οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις συγκαταλέγονται στις ανεφάρμοστες πολυτέλειες.