Για πολλές δεκαετίες κυριαρχούσε στον επιστημονικό κόσμο η βεβαιότητα ότι ο εγκέφαλος είναι αμετάβλητος και καταδικασμένος να χάνει, με το πέρασμα του χρόνου, τις δυνατότητες που έχει εξαρχής. Γινόταν δεκτό ότι μετά την ανάπτυξη του στην παιδική ηλικία, ο εγκέφαλος σταθεροποιείται και δεν μπορεί να «ανανεωθεί» περαιτέρω. Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ωστόσο, έρευνες απέδειξαν ότι η «πλαστικότητα» που διαθέτει ο αναπτυσσόμενος εγκέφαλος κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του που διατηρεί διαχρονικά.

«Νευροπλαστικότητα» είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να αλλάζει τη δομή και τη λειτουργία του, να δημιουργεί νέες συνδέσεις μεταξύ νευρώνων, να αναδιοργανώνεται. Αποτελεί την απόδειξη ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι μία μηχανή προκαθορισμένων δυνατοτήτων, αλλά ένας «ζωντανός οργανισμός», ικανός να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες, να εξελιχθεί. Χάρη σ’ αυτήν την ευπλαστότητα μαθαίνουμε νέες ικανότητες, βελτιώνουμε υπάρχουσες, αναρρώνουμε από εγκεφαλικές βλάβες και τραύματα.

Είναι γεγονός ότι η πλαστικότητα των παιδικών εγκεφάλων είναι αυξημένη. Τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης η πρόοδος είναι συνεχής και θεαματική. Δημιουργούνται ακατάπαυστα νέες συνδέσεις νευρώνων που αποτυπώνουν την κατάκτηση ικανοτήτων όπως η συγχρονισμένη κίνηση, η ομιλία, η γραφή. Τα μυαλά των παιδιών είναι «σφουγγάρια», και γι’ αυτό προωθείται η ενασχόληση με ξένες γλώσσες, αθλητικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες από νεαρή ηλικία, όταν η πρόσληψη των εξωτερικών ερεθισμάτων είναι ευκολότερη από το νευρικό σύστημα.

Μεγαλώνοντας, αυτή η «απορροφητικότητα» φαίνεται να μειώνεται, δυσκολευόμαστε να μάθουμε με την ίδια ταχύτητα, οι ικανότητες απαιτούν περισσότερο χρόνο και εξάσκηση για να τελειοποιηθούν και οι συμπεριφορές «παγιώνονται». Η εξέλιξη αυτή είναι επιβεβλημένη για την επιβίωση μας. Εάν οι εγκέφαλοι μας συνέχιζαν δια βίου να αλλάζουν με αυτήν την ταχύτητα, να δημιουργούν νέα κυκλώματα νευρώνων, και να προσαρμόζονται στις νέες εμπειρίες, πρώτον, θα παραμελούσαν βασικές για την επιβίωση δραστηριότητες, όπως, για παράδειγμα, η συλλογή τροφής, και δεύτερον, θα υπονομευόταν η ικανότητα του εγκεφάλου να επεξεργάζεται, λειτουργία για την οποία απαιτείται σταθερότητα.

Παρά ταύτα, ο εγκέφαλος διατηρεί την ικανότητα δημιουργίας νέων συνάψεων και κατά την ενήλικη ζωή του. Τις πιο τρανές αποδείξεις αποτελούν οι αποκαταστάσεις από εγκεφαλικές βλάβες, προκαλούμενες από ατυχήματα ή εγκεφαλικά. Η νευροπλαστικότητα του εγκεφάλου επιτρέπει τη μεταφορά μίας λειτουργίας σε άλλη περιοχή του, όπου οι κατεστραμμένες συνάψεις δύναται να αντικατασταθούν ή να υποκατασταθούν από νέες ή ήδη υπάρχουσες υγιείς συνάψεις.  Με πολλή εξάσκηση και χρόνο, καθίσταται, έτσι, δυνατή η επανάκτηση της ομιλίας ή της κίνησης από ανθρώπους με εγκεφαλικά τραύματα.

Ωστόσο, όλοι μπορούμε να επωφεληθούμε από τα οφέλη της ελαστικότητας του εγκεφάλου, ακόμα και όταν δεν αποσκοπούμε στην αποκατάσταση βασικών λειτουργιών του. Βασικός προαγωγός της πλαστικότητας είναι η επανάληψη. Ειδικότερα όταν αυτή εφαρμόζεται κατά την εκμάθηση νέων γλωσσών, τη διεύρυνση λεξιλογίου, την ενασχόληση με κάποιο μουσικό όργανο, τη σωματική άσκηση, ή το διάβασμα, προωθείται η δημιουργία νέων συνάψεων ενώ ταυτόχρονα μειώνεται ο κίνδυνος της άνοιας.

Τα τελευταία χρόνια, η επιστημονική κοινότητα έχει στραφεί στην αναζήτηση τρόπων αναβίωσης του παιδικού εγκεφάλου, με την αυξημένη νευροπλαστικότητα και τις φαινομενικά απεριόριστες δυνατότητες του προσαρμογής στο περιβάλλον και τα ερεθίσματά του. Η εύρεση φαρμακευτικών ή μη βοηθημάτων στην ταχεία αναδιοργάνωση του εγκεφάλου υπόσχεται ότι θα επιφέρει επαναστατικές αλλαγές στη θεραπεία ψυχικών ασθενειών, σωματικών αναπηριών και νευρολογικών ασθενειών.

Πηγή εικόνας: inzone.gr