Η παράνομη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου καταδεικνύει με τον πλέον άμεσο τρόπο, το πώς βλέπει η Ρωσία το διεθνές σύστημα, αλλά και την ιδεολογική και πολιτική άβυσσο που την χωρίζει πλέον από τα κράτη – μέλη της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ.

Η Ρωσία και κυρίως η ηγετική της ελίτ, με προεξάρχοντα τον Βλαντιμίρ Πούτιν, έχουν υιοθετήσει μια πλήρως Ρεαλιστική Θέαση των Διεθνών Σχέσεων, η οποία προσομοιάζει έντονα στις διδαχές του Θουκυδίδη και του Μακιαβέλι.

Στο Διεθνές Σύστημα που οραματίζεται η Ρωσία, η ισότητα μεταξύ των κρατών και ο σεβασμός της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας του καθενός είναι έννοιες που δεν συμβαδίζουν με την κοσμοθεωρία της.

Για την Ρωσία τα κράτη που την γειτνιάζουν δεν διαθέτουν το δικαίωμα να ασκήσουν αυτόνομη εξωτερική πολιτική. Αντιθέτως ο ρόλος που εξυπηρετούν είναι να παρέχουν μια ζώνη ασφαλείας για την Ρωσία, η οποία θα αποτελέσει ανάχωμα στα σχέδια της Νατοϊκής συμμαχίας. Στα μάτια του Πούτιν το ΝΑΤΟ επιβουλεύεται την ανεξαρτησία της Ρωσίας, αλλά πάνω από όλα εποφθαλμιά την δική του προσωπική εξουσία, την οποία ανενόχλητα ασκεί επί δύο δεκαετίες.

Η αλήθεια όμως είναι ότι η διεθνής κοινότητα δεν χρειαζόταν τις τωρινές εξελίξεις στην Ουκρανία, για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα σχετικά με την πολιτική της Ρωσίας. Ήδη από το 2007, λίγα χρόνια μετά την ένταξη των Βαλτικών Δημοκρατιών στο ΝΑΤΟ, ο Βλαντιμίρ Πούτιν υποστήριζε ότι η Δύση είχε εξαπατήσει την Ρωσία, σχετικά με τις διαβεβαιώσεις ασφάλειας που είχαν δοθεί στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου για την μη επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη (δέσμευση που απουσιάζει από επίσημες συνθήκες και έγγραφα).

Σε απόλυτη σύμπνοια, το 2008 ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, απειλούσε ευθέως την Ουκρανία ότι μια πιθανή της ένταξη της στο ΝΑΤΟ θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και στη διάσπαση της χώρας.

Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ: Πηγή εικόνας: Statista

Εάν όμως οι δηλώσεις αυτές δεν αρκούσαν σε Ε.Ε και ΝΑΤΟ, για να κατανοήσουν την πολιτική της Ρωσίας, η ίδια δεν δίσταζε και δεν διστάζει να προχωρήσει σε επιθετικές ενέργειες για να προωθήσει τα κελεύσματα της πολιτικής της.

Τον Αύγουστο του 2008, μόλις λίγους μήνες μετά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, στην οποία τα μέλη της συμμαχίας επιβεβαίωσαν την μελλοντική αλλά χρονικά αόριστη ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, η Ρωσία επιτέθηκε στην Γεωργία. Πρόσχημα για αυτή την επίθεση αποτέλεσε η προστασία του πληθυσμού της Νότιας Οσσετίας, μιας ρωσόφωνης  αποσχισθείσας επαρχίας της χώρας  από την εθνοκάθαρση που επιχειρούσε ο γεωργιανός στρατός, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Ρωσίας.

Παρά το γεγονός ότι αρκετά χρόνια μετά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), δεν βρήκε τέτοιες αποδείξεις και αντιθέτως καταδίκασε την Ρωσία για πολλαπλές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή αυτή, αυτό δεν σταμάτησε τότε την Ρωσία όχι μόνο από το να καταλάβει την Νότια Οσσετία, αλλά και να προωθηθεί μέχρι 40 χιλιόμετρα έξω από την Τιφλίδα.

Σε μία υπόθεση που παρουσιάζει τρομακτικές ομοιότητες με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ουκρανία και δικαίως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, έστω και απλοϊκά, ως μια «πρόβα» του ρωσικού στρατού για τις μετέπειτα εξελίξεις στην Ουκρανία, η απάντηση της Δύσης κρίθηκε τραγικά ανεπαρκής. Παρά τις δηλώσεις που καταδίκαζαν την επιθετικότητα της Ρωσίας και καλούσαν σε ειρήνη, ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε η Ε.Ε προχώρησαν στην επιβολή κυρώσεων.

Μάλλον κρίθηκε ότι η μικρή και γεωγραφικά απομακρυσμένη Γεωργία δεν άξιζε την διατάραξη των σχέσεων της Δύσης με την Ρωσία. Μάλιστα, στο πνεύμα αυτό, έκθεση της Ε.Ε το 2009 τοποθετούσε την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου στην πλευρά της Γεωργίας, «αθωώνοντας» έτσι την Ρωσία.

Ρωσικός στρατός στη Γεωργία το 2008: Πηγή εικόνας: Associated Press

Η ελλιπέστατη αυτή αντίδραση μόνο εξόπλισε την Ρωσία με βεβαιότητα για την αδυναμία της Δύσης να δράσει συγκροτημένα και αποτελεσματικά απέναντι στην επιθετική της πολιτική.

Βλέποντας λοιπόν τον Φεβρουάριο του 2014 την φιλορωσική κυβέρνηση Γιανουκόβιτς να εκδιώχνεται από το Κίεβο και την Ουκρανία, μια χώρα «τεχνητό κατασκεύασμα», όπως υποστηρίζει ο Πούτιν, να προσεγγίζει περαιτέρω την Ε.Ε ο δρόμος για την Ρωσία ήταν σαφής.

Η παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας και η ενεργή υποστήριξη των αυτονομιστών στην Ανατολική Ουκρανία ήταν τόσο μια μέθοδος εξασφάλισης των γεωστρατηγικών συμφερόντων της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα, όσο και ένα μήνυμα στην Ουκρανία και στον υπόλοιπο κόσμο του τι συμβαίνει στα κράτη που αντιτίθενται ευθέως στα συμφέροντα της Ρωσίας.

Η αντίδραση της Ε.Ε σε αυτή την κατάφωρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, μπορούσε να χαρακτηριστεί μόνο ως περιορισμένη και ανεπαρκής. Παρά την επιβολή κυρώσεων, όπως η διακοπή των συνομιλιών για θέματα θεωρήσεων (Visa), η αποπομπή της Ρωσίας από τους G8 και το πάγωμα των περιουσιών προσώπων που συμμετείχαν άμεσα στις ενέργειες αυτές, οι κυρώσεις δεν επεκτάθηκαν ποτέ μέχρι το σημείο ενός εμπορικού εμπάργκο ή στον ενεργειακό τομέα.

Αντιθέτως, Γερμανία και Ρωσία προχώρησαν ακάθεκτες στην κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2, ο οποίος θα οδηγούσε αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης της Ε.Ε από την Ρωσία.

Διαδήλωση κατά της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς το 2014 στο κέντρο του Κιέβου

Φτάνοντας στο σήμερα και στον ολοκληρωτικό πόλεμο που η Ρωσία εξαπέλυσε κατά της Ουκρανίας, η απάντηση της Δύσης φαντάζει για άλλη μια φορά διστακτική. Χρειάστηκε να περάσουν 2 μέρες εχθροπραξιών μέχρι η Ε.Ε να αποφασίσει την επιβολή προσωπικών κυρώσεων στον Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ μόλις σήμερα, 4 μέρες μετά την έναρξη του πολέμου αποφασίστηκε ο αποκλεισμός ορισμένων Ρωσικών τραπεζών από το SWIFT (Διεθνές σύστημα τραπεζικών πληρωμών).

Από την πλευρά της η Ρωσία δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την Ε.Ε ως ανίκανη στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, ενώ απειλώντας ευθέως πλέον δύο μέλη της (Φινλανδία, Σουηδία) με σοβαρές συνέπειες σε περίπτωση που ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, αποδεικνύει την υποτίμηση της για την ισχύ της Ε.Ε και τον ρόλο που αυτή μπορεί να διαδραματίσει μέσω της κοινής εξωτερικής πολιτικής της.

Συνοψίζοντας, παρά το γεγονός ότι εδώ και αρκετά χρόνια η Ρωσία είχε δείξει τις πραγματικές της προθέσεις ασκώντας μία άκρως επιθετική και παράνομη πολιτική, η αντίδραση της Δύσης και ιδιαιτέρως της Ε.Ε ήταν αδικαιολόγητα διστακτική.

Με μία σύντομη σύγκριση το ΑΕΠ της Ε.Ε αγγίζει τα 15 τρις δολλάρια, όταν την ίδια στιγμή το ΑΕΠ της Ρωσίας είναι στο επίπεδο του 1,5 τρις. Επιπρόσθετα, ενώ η Ε.Ε αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Ρωσίας, η Ρωσία είναι μόλις ο 5ος μεγαλύτερος εταίρος της Ε.Ε. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η Ε.Ε διαθέτει αδιαμφισβήτητα την οικονομική ισχύ για να πλήξει αποφασιστικά την Ρωσία και να επηρεάσει καθοριστικά την πολιτική της.

Το μόνο που απουσιάζει είναι η βούληση από πλευράς Ε.Ε και η απαραίτητη σύμπνοια για να το κατορθώσει.