Η κακοκαιρία «Ελπίς», έδειξε την ανικανότητα του μηχανισμού, μόνο λίγους μήνες μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού και έφερε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, για άλλη μια φορά με την πλάτη στον τοίχο.

Οι τυχεροί, από το σπίτι μας παρακολουθούσαμε συμπολίτες μας εγκλωβισμένους σε έναν από τους καλύτερους και ακριβότερους δρόμους της Ελλάδας, ενώ άλλοι βρίσκονταν εγκλωβισμένοι -κυριολεκτικά- σε όλους τους μεγάλους δρόμους του λεκανοπεδίου. Οι άτυχοι, ήταν οι ίδιοι εγκλωβισμένοι, οι οποίοι στη καλύτερη κάνανε 4 ώρες να γυρίσουν σπίτι τους, ενώ άλλοι κάνανε και μια ολόκληρη μέρα. Δεν εγκλωβίστηκαν άνθρωποι όμως μονάχα σε επιβατηγά Ι.Χ, αλλά και σε τρένα και στον προαστιακό, μένοντας για παραπάνω από 12 ώρες στον σύγχρονο υπερσιβηρικό της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στην ουσία, ο μηχανισμός Πολιτικής Προστασίας, απλά παραδόθηκε για άλλη μια φορά στην ανικανότητα του, η οποία πηγάζει από πολλούς σημαντικούς παράγοντες.

Ο πρώτος και σημαντικότερος, είναι ότι η Πολιτική Προστασία εστιάζει στην αντιμετώπιση των καταστροφών και όχι στην πρόληψη. Από τις πυρκαγιές, στις πλημμύρες μέχρι και τα χιόνια, η εκάστοτε κυβέρνηση σπαταλάει περίπου τα εφταπλάσια χρήματα στην αντιμετώπιση και όχι στην πρόληψη. Το 2021, μονάχα, για την αντιπυρική περίοδο, το κόστος της πρόληψης -αν και αυξημένο- ανερχόταν στα 149.349.062 ευρώ, ενώ το κόστος της αντιμετώπισης ανερχόταν στα 771.213.375 ευρώ. Το αποτέλεσμα πάντα είναι το ίδιο: Δίνουμε περισσότερα λεφτά στην αντιμετώπιση/καταστολή και άλλα τόσα λεφτά στην βραχεία αποκατάσταση. Όσο μεγάλο στόλο εναέριων μέσων, εκχιονιστικών κτλ και να κατέχεις, η αντιμετώπιση των κινδύνων, έχει μόνο μια οδό, την πρόληψη. Αντι για φιέστες με τα εκχιονιστικά, θα έπρεπε να υπήρχε η πρόληψη και τα εκχιονιστικά να είναι αναλογικά αριθμημένα στο λεκανοπέδιο, θα έπρεπε η Περιφέρεια Αττικής να είχε ξεκινήσει το «αλάτισμα» των δρόμων  από το προηγούμενο βράδυ. Θα έπρεπε να είχε κηρυχτεί γενική αργία την ημέρα που έπεσε το πολύ χιόνι.

Ο δεύτερος παράγοντας που αναγνωρίζω, είναι η αντιεπιστημονικότητα που διακατέχει τις ελληνικές κυβερνήσεις. Το 2013, μια μεγάλη έρευνα είδε το φως της δημοσιότητας, από τέσσερις επιφανείς επιστήμονες, οι οποίοι μελέτησαν 134 από τους 325 δήμους της Ελλάδας και τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Αν και η έρευνα είναι 9 χρόνια πριν, καταδείχνει την διαχρονική αναποτελεσματικότητα του μηχανισμού. Πιο συγκεκριμένα, το 23% των Δήμων απάντησε ότι δεν διαθέτει σχέδιο δράσης για πιθανούς κινδύνους και όποιος Δήμος διαθέτει τέτοιο σχέδιο, αυτό έχει εκπονηθεί από την Δημοτική Αρχή και όχι από κάποιον επιστημονικό φορέα. Αν και η έρευνα έδειξε την άγνοια των δήμων και των πολιτών για προγράμματα της πολιτικής προστασίας, την έλλειψη εκπαίδευσης, την ελλιπή επικοινωνία κτλ, καμία κυβέρνηση δεν προθυμοποιήθηκε να αλλάξει το γενικό σχέδιο της πολιτικής προστασίας. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα πορευόταν, με το ίδιο γενικό σχέδιο από το 2003 μέχρι και το 2020. Οι πυρκαγιές του 2007, που άφησαν πίσω τους 84 νεκρούς δεν έφεραν αλλαγή. Οι πλημμύρες στη Μάνδρα το 2017, με 24 νεκρούς δεν έφεραν αλλαγή. Η φονική πυρκαγιά στο Μάτι το 2018, με 102 νεκρούς ήταν το σημείο καμπής για την αλλαγή του σχεδίου της πολιτικής προστασίας, χωρίς όμως να προλάβει να το αλλάξει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.

Τρίτος παράγοντας ανασταλτικός για την αναβάθμιση της πολιτικής προστασίας, είναι η μη ύπαρξη πολιτικού πολιτισμού, ο ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων για εξουσία και η μη συνεργασία μεταξύ νυν και πρώην κυβερνήσεων, σε ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν άμεσα. Για να το πω πιο απλά: κάθε κόμμα που ανεβαίνει στην εξουσία, έχει ως στόχο τον ρεβανσισμό και την διαγραφή κάθε επιτευγμάτων της προηγούμενης κυβέρνησης για την τέρψη των ψηφοφόρων. Διότι, στην Ελλάδα, η πολιτική θυμίζει περισσότερο με οπαδιλίκι, παρά με την προσπάθεια για να φτιαχτεί αυτός ο τόπος.

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι από θαύμα ζούμε σε αυτήν την χώρα κα δεν είναι τελείως άστοχο…

Όσο το κράτος δεν επενδύει στην πρόληψη, ώστε να αμβλυνθούν οι κίνδυνοι και επενδύει σε στόλους, φιέστες, εκκενώσεις και κομματικό εγωϊσμό, τότε αυτή η κατάσταση θα διαιωνίζεται. Είναι εύκολο να κατηγορείς την κλιματική αλλαγή για κάθε φυσική καταστροφή που συμβαίνει, το δύσκολο είναι να δημιουργήσεις μια πολιτική προστασία, η οποία θα είναι προσαρμοσμένη στις μελλοντικές προκλήσεις.