Οι τρέχουσες εξελίξεις επιτάσσουν έναν και μόνο έναν προβληματισμό. Δεν έχει να κάνει με «τον κόσμο στον οποίο θα φέρω τα παιδιά μου», ούτε με την «αυθαιρεσία της εξουσίας». Ανέκαθεν ήταν γνωστή η «δύναμη του λαού ενωμένου σαν γροθιά». Λίγο ή πολύ αυτά έχουν παλιώσει, πρόκειται για θέματα που έχουν υπεραναλυθεί κατά τα χρόνια. Από την άλλη, ποτέ δεν δόθηκε ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα: «πώς είναι να είσαι ρατσιστής;».

Πώς είναι να σκέφτεσαι με τα μάτια, αλλά να μην βλέπεις όντας τυφλός από το μισός; Πώς είναι να βρίζεις το διαφορετικό, μόνο και μόνο επειδή δεν μπορείς να ξεχωρίσεις; Πώς είναι να πληγώνεις έναν άνθρωπο, που ίσως είναι γείτονας, φίλος του παιδιού σου, παλιός συμμαθητής σου; Πώς είναι να θεωρείς τον εαυτό σου καλύτερο, όταν όλοι μαθαίνουν πώς να μην γίνουν σαν εσένα; Πώς είναι να είσαι τόσο ρηχός, τόσο λίγος;

Ο ρατσισμός, αναγόμενος στη γλώσσα που πρόσφατα είδαμε να χρησιμοποιείται, είναι ένας θανατηφόρος ιός. Μολύνει τα αδύναμα μυαλά, τους ημιμαθείς και αμόρφωτους, τους εγκλωβισμένους σε μία μέτρια, βαρετή ζωή. Προκαλεί αισθήματα μίσους, ζήλιας, φθόνου εναντίον απλών, καθημερινών ανθρώπων. Οδηγεί στο θάνατο, όχι των ίδιων των φορέων του, αλλά των θυμάτων του. Παρ’ όλο που η συγκεκριμένη ασθένεια έχει λάβει διαστάσεις πανδημίας εδώ και πολλά χρόνια και έχει κοστίσει τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους, δεν έχει βρεθεί θεραπεία. Τα κρούσματα αυξάνονται ολοένα και περισσότερο, τα θύματα γίνονται ακόμα περισσότερα και τα μέτρα πρόληψης είναι δακρύβρεχτες ιστορίες σε σχολικά βιβλία. Εξάλλου, πώς να εξηγηθεί στα παιδιά το αδιανόητο;

Πώς εξηγείται ότι οι άνθρωποι κατηγοριοποιούνται βάσει χρώματος, επιλογών, θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, κοινωνικής προέλευσης, οικονομικής κατάστασης; Πώς εξηγείται ότι πεθαίνει κόσμος, εν έτει 2020, λόγω διαφορετικότητας; Πώς εξηγείται ότι τα τέρατα είναι αληθινά και βρίσκονται ανάμεσά μας, φορώντας τα πιο κομψά προσωπεία;

Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι πώς είναι η αίσθηση του να πνίγεις έναν άνθρωπο, να αδιαφορείς για τη ζωή του, ενώ αυτός σου κάνει ξεκάθαρο ότι αδυνατεί πια να αναπνεύσει; Πώς είναι να δείχνεις με το δάχτυλο τον απέναντι και να τον χλευάζεις, ενώ βλέπεις τα μάτια του δακρυσμένα από τον πόνο και την ντροπή που εσύ ο ίδιος του προκαλείς ; Πώς είναι να καταδικάζεις ένα παιδί σε θανατική ποινή με μοναδικό ενοχοποιητικό στοιχείο το χρώμα του δέρματος του; Πώς είναι να σπας και το μικρότερο κόκκαλο στη σπονδυλική στήλη ενός ανθρώπου που δεν συμφωνεί με την άποψή σου; Πώς γίνεται να μην νιώθεις τον πόνο που προκαλείς;

Όσο στην επικαιρότητα επανεμφανίζονται φαινόμενα βίας και ρατσισμού, τόσο λιγότερο εξελιγμένη και σύγχρονη είναι η εκάστοτε εποχή. Δεν έχουν καμία αξία τα τεχνολογικά επιτεύγματα, οι ανακαλύψεις πλανητών σε παράλληλα σύμπαντα, τα αυτοματοποιημένα μηχανήματα ή οτιδήποτε άλλο που τείνει να βελτιώσει την καθημερινότητα. Η αξία της ζωής είναι στην ίδια τη ζωή, στις επιλογές μας. 

Το χειρότερο, όμως, είναι ότι παρά το εκτεταμένο ιστορικό τέτοιων συμπεριφορών σε κάθε γωνιά της γης, ακόμα και στις πιο ανεπτυγμένες, δημοκρατικές, φιλελεύθερες κοινωνίες, το φαινόμενο δεν περιορίζεται, δεν αντιμετωπίζεται. Ένα τέτοιο σκηνικό είναι περισσότερο οικείο από την εικόνα δύο άγνωστων, μεταξύ τους, ανθρώπων να αγκαλιάζονται στιγμιαία στο δρόμο. Ποιος φταίει λοιπόν; Ο ασθενής; Ο γιατρός που κάνει τη διάγνωση; Η κοινωνία;

Ποιος ευθύνεται, εν τέλει, για όλες εκείνες τις ζωές που χάθηκαν και θα χαθούν;