Αντιλαμβάνομαι οποιοδήποτε αίσθημα χαιρεκακίας και φθόνου μπορεί να συνοδεύει το αντίκρισμα τέτοιων εικόνων∙ ιδιαίτερα αν ούτε τα συναισθηματικά ούτε τα οικονομικά σου εφόδια σου επιτρέπουν να είσαι στη θέση εκείνων των ανθρώπων.

Πολύ φοβάμαι όμως πως σε αυτή την εικόνα παρά τις – δικαιολογημένες – αρνητικές συνδηλώσεις που κουβαλάει, φωλιάζει κάτι πολύ ευρύτερο από αυτό που φαίνεται, κάτι πιο σημαντικό και θεμελιώδες.

Η επιστράτευση της ενσυναίσθησης, ακόμα και αν είναι κάλπικη και στοχεύει προς άγραν ψήφου, θα μπορούσε να αποτελεί τη βασικότερη πηγή από την οποία θα αντλεί μια πολιτική ηγεσία νομιμοποίηση. Λαϊκισμός είναι μεταξύ άλλων οι εύκολες λύσεις, αλλά όχι κάθε τι που γειώνεται στη κοινωνία και ανταποκρίνεται στα αιτήματά της. Από το λαϊκό αίσθημα εμπνεύστηκαν οι μεγαλύτεροι Έλληνες διανοούμενοι (βλ. Γ. Σεφέρη, Κ. Παπαγιώργη) ∙ ο «πώποτε μη αναγνώσας» Μακρυγιάννης και ο «ταπεινός» Θεόφιλος, σε μια χώρα που γνωρίζει καλά τον εαυτό της, θα συνέχιζαν να αποτελούν οδοδείκτες της υπαρξιακής της πορείας.

Η πνευματική ηγεσία του τόπου δε μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από την πολιτική. Αμφότερες είναι η προβολή των κυρίαρχων τάσεων και αντιλήψεων που επικρατούν στη κοινωνία. Εντοπίζω αρκετά σημάδια αλήθειας στη τρομακτική διαπίστωση πως, όταν ένα κράτος δεν μπορεί να συγκροτήσει ικανές ελίτ εξουσίας και πνεύματος, τότε, όχι απλά είναι αναπόφευκτη η πρόσκρουση σε εμπόδια, αλλά δεν υπάρχει καν προορισμός. Αν ο ελληνισμός επιβίωσε στο παρελθόν από διάφορες υπαρξιακές του απειλές, αρκεί μια βόλτα στο Μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι (σημ. Γ.Ρακκά) ή να ανιχνεύσει κανείς το αισθητικό, γνωσιακό και καλλιτεχνικό υπόβαθρο ακόμα και όσων πολέμησαν στους Μεγάλους Πολέμους, για να πειστεί για το πολιτισμικό κεφάλαιο που είχε κάποτε η χώρα, για να «επενδύσει» μελλοντικά.

Δυστυχώς ή ευτυχώς – για τον γράφοντα το πρώτο – ο Τσιτσιπάς, ο Κωστόπουλος και μια τραγουδίστρια συνιστούν νοερά την εν δυνάμει πολιτιστική ηγεσία του τόπου. Το όνομα του μεν θα ακούγεται ως τα πέρατα της οικουμένης για πολλά ακόμα έτη, ο δε υπήρξε ένας από τους «αρχιτέκτονες» του λαιφστάιλ που κυριαρχούσε τις προηγούμενες δεκαετίες, ενώ η δείνα διακρίνεται σε τηλεοπτικούς διαγωνισμούς και ακούγεται από πλήθος κόσμου – με επιρροή πάνω σε δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας. Και συνιστούν ελίτ όχι μόνο λόγω της παρεμβατικής τους δυναμικής και της ικανότητάς τους να επηρεάζουν πολύ κόσμο, αλλά κυρίως λόγω της εγγύτητάς τους με τη πολιτική εξουσία.

Το ζήτημα, λοιπόν, του ταξιδιού στο Ντουμπάι είναι από μόνο του άξιο μομφής∙ η ανερυθρίαστη προβολή του, όμως, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, το ότι φρόντισαν για τη διάχυση της πληροφορίας, ώστε όλοι να γνωρίζουν πως εκείνοι αποτελούν ένα ξεχωριστό και προνομιούχο τμήμα της συλλογικής κοινότητας, είναι σημάδι της πολιτισμικής παρακμής που έχει μπει σε τροχιά εδώ και πολλά χρόνια και (μάλλον) κορυφώνεται στη μέγιστη στιγμή της κοινής μας απειλής: την πανδημία.

Για τον τενίστα ειδικά, η απογοήτευση είναι διπλή. Αφενός διότι εντοπίζουμε μια ηθική ασυνέπεια – θυμίζω πως υπήρξε βασικός εκπρόσωπος επικοινωνιακής καμπάνιας – και αφετέρου διότι είχαν δημιουργηθεί προσδοκίες για την εξέλιξή του εκτός από σπουδαίο αθλητή σε πνευματικό ταγό. Οι ποικίλες αναφορές στους Έλληνες κλασικούς σε τόσο νεαρή ηλικία, δημιουργούσαν τις προσδοκίες για το βάδισμά του σε ένα τέτοιο δρόμο, προσδοκίες που βαθμηδόν διαψεύδονται.

Τέτοιου είδους ελίτ, όχι μόνο είναι αποκομμένες από την κοινωνία, αλλά επιθυμούν τη διατήρησή τους σε μια χαώδη απόσταση. Ο καθένας είναι μεν ελεύθερος να πράττει ό,τι γουστάρει, αλλά η περιφρόνηση της συλλογικής εμπειρίας από κάποιους είναι μια πτυχή που δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη. Είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι περιπτώσεις «δημιουργών», καλλιτεχνών, σημαινόντων προσώπων εν γένει, που φρόντισαν σε οδυνηρές καταστάσεις να αποτελούν «το καλό παράδειγμα» προς μίμηση. Ας μη ξεχνάμε πως ζούμε σε μια «ινσταγκραμική» κοινωνία, όπου κυριαρχούν η όψη, το βλέμμα, ο μιμητισμός, οπότε το αντίκρυσμα των πράξεών σου υπερβαίνει τα ατομικά σου όρια και τους ατομικούς σου ηθικούς κώδικες.

Η φολκλορική αισθητική, που σε εορταστικές περιόδους διογκώνεται, η αποθέωση του κιτς και του βλαχομπαρόκ, η αναιδής επίδειξη ενός ξεθυμασμένου λάιφστάιλ και τα κατάλοιπα νεοπλουτισμού σε ένα καταχρεοκωπημένο κράτος, σε συνδυασμό με μια αδυναμία κατανόησης των βασικών κοινωνικών προβλημάτων, είναι χαρακτηριστικά και πιθανώς δομικά στοιχεία των  σύγχρονων ελληνικών ελίτ.

Και ίσως να μην χρειάζεται καν να πληρώσει κανείς το υπέρογκο ποσό του εισιτηρίου για Ντουμπάι, ώστε να αντικρίσει κάποιες όψεις αυτής της παρακμής∙ αρκεί μια επίσκεψη σε σπίτια κοντινών μας ανθρώπων ή μια ματιά στον καθρέφτη, για να δούμε ποιος νομιμοποιεί τέτοιας υφής ασυδοσία.