” Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε την Ελλάδα ως ανταγωνίστρια χώρα, το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος μας έχει ταχθεί υπέρ της ανάπτυξης των ελληνοτουρκικών σχέσεων”

Με αυτά τα λόγια περιέγραφε την άποψη του για την Ελλάδα αλλά και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο μεγάλος νικητής των τουρκικών εκλογών του 2002 και πρόεδρος του κόμματος «δικαιοσύνης και ανάπτυξης», Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Μάλιστα, η συνολική στάση του Ερντογάν τον Νοέμβριο του 2002, στην πρώτη  επίσημη του συνάντηση με τον τότε έλληνα πρωθυπουργό (που ουκ ολίγες φορές είχε αψηφήσει), Κώστα Σημίτη, ήταν ενός μετριοπαθούς πολιτικού που έμοιαζε να είναι  κυρίαρχος στο εσωτερικό της χώρας του, και  που επεδίωκε την άνοδο της Τουρκίας, περιφερειακώς και διεθνώς, δείχνοντας εμπιστοσύνη στην ειρηνική επίλυση των προβλημάτων που υπήρχαν μεταξύ των δύο χωρών.

Πως όμως ένας πρώην ποδοσφαιριστής (1969 – 1982) κατέληξε σε δημόσια αξιώματα και μια αυταρχική πολιτική σταδιοδρομία;

Η πορεία προς την εξουσία

Το 2002 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το έτος της μεταπολίτευσης στην Τουρκία, όταν ο πρώην δήμαρχος Κωνσταντινουπόλεως και από το 1998 καταδικασθείς για παρακίνηση θρησκευτικού μίσους, σαρανταοκτάχρονος Ταγίπ Ερντογάν, κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία την νίκη των εκλογών και αναδείχθηκε κυρίαρχος πολιτικά. Το 2003 έγινε και τυπικά Πρωθυπουργός, και – ας μην γελιόμαστε -, ανέλαβε ένα πολύ δύσκολο, έως ακατόρθωτο, έργο όχι απλά με στόχο να διορθώσει στρεβλώσεις και λάθη του παρελθόντος αλλά και να στήσει ουσιαστικά ένα σύγχρονο κράτος δικαίου που ποθούσε την ένταξή του στην ευρωπαϊκή οικογένεια, απομακρύνοντας τα στρατιωτικά στοιχεία, τα οποία, ενώ φαίνονταν πως πράγματι ήταν υπό έλεγχο, το 2016 με το αποτυχημένο πραξικόπημα έδειξαν πως μάλλον θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος μέχρι να τιθασευτούν.

Το 2014, έχοντας 12 συναπτά έτη την διακυβέρνηση στα χέρια του, ο Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε με ένα αμφίρροπο και αμφιλεγόμενο αποτελέσματα. Πρόκειται για ένα πολωτικό δημοψήφισμα που καταργούσε την θέση του πρωθυπουργού και άλλαζε ουσιαστικά το πολίτευμα της χώρας και το Οδηγούσε σε μοντέλο Γαλλίας, δηλαδή προεδρική δημοκρατία, με όλες τις εξουσίες να είναι στα χέρια του προέδρου της Δημοκρατίας ο οποίος θα εκλέγεται από τον λαό.

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι διπλωματικοί κύκλοι διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους για τις απαιτήσεις και την παράλογη και άκομψη ρητορική της τουρκικής ηγεσίας. Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο ισχυροποίησε τη θέση του ο Ερντογάν και τότε έγινε ξεκάθαρο πως οι κουβέντες για ειρηνική επίλυση αποτελούσαν ήδη κομμάτι ενός ονείρου που δεν θα πραγματοποιηθούν πότε.

Αντιθέτως, το σχέδιό του αποδείχθηκε πως ήταν η συγκρότηση και ενίσχυση ενός ακραίου θεοκρατικού καθεστώτος και η αντικατάσταση του «Κεμαλισμού» στην Τουρκία από τον «Ερντογανισμό». Πάρα τις ομολογουμένως πολλές και φιλόδοξες προσπάθειες της ελληνικής ηγεσίας αλλά και των Ελλήνων διπλωματών, οι συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σταμάτησαν το 2016 καθώς σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι αποτέλεσε το αίτημα του τούρκου προέδρου ενώπιον του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκοπή Παυλόπουλου, να επικαιροποιηθεί η συνθήκη της Λωζάνης, αίτημα που φυσικά η ελληνική πλευρά απέρριψε όπως όφειλε να κάνει. Αντίστοιχα επεισόδια σημειώθηκαν και σε συνάντηση με τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ενώ βλέποντας το πρόσφατο επεισόδιο των υπουργών εξωτερικών Δένδια – Τσαβούσογλου, κρίνουμε πως μάλλον θα συνεχιστούν, τουλάχιστον για όσο ο Ερντογάν παραμένει στο επίκεντρο της εξουσίας.

Από το επεισόδιο με τον κ. Παυλόπουλο, ακολούθησαν 5 δύσκολα χρόνια των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Παρόλο που η ηγεσία της χώρας μας άλλαξε, μαζί και η θέση της στην σκακιέρα, η Τουρκία συνεχίζει να κλιμακώνει την πίεση στην Ελλάδα και εν γένει τις χώρες της Ανατ. Μεσογείου. Κάπως έτσι φτάσαμε στα παρολίγον «νέα Ίμια» του 2020, που όμως οδήγησαν στο να μας «αποκαλύψουν» τρία πράγματα: α) το υψηλό αίσθημα θάρρους και ποιότητας των ενόπλων δυνάμεων μας , β) το γεγονός πως η Ελλάδα δεν δέχεται μαθήματα από κανέναν και γ) την μη υποχώρηση σε θέματα κυριαρχίας.

Ο Ερντογάν δίπλα στον Ιμάμογλου

Ο Ερντογάν και ο νυν Δήμαρχος Κων/πολης Ιμάμογλου

Αυταρχισμός και ο δημοσκοπικός κίνδυνος Ιμάμογλου

Η πρόσφατη ιστορία έδειξε, και μάλιστα εντός των τειχών της Τουρκίας, πως οι Έλληνες έχουμε (όταν χρειάζεται) σκληρή γλώσσα, ενώ το θέμα είναι να μην επαναληφθεί το καλοκαίρι του 2020, καθώς κάτι τέτοιο θα σημάνει την ανάγκη να δείξουμε την ικανότητα μας και στρατιωτικά. Αυτή τη στιγμή, με την τουρκική οικονομία σε δεινή θέση και τον Ερντογάν να χάνει δημοσκοπικά από τον δήμαρχο Κωνσταντινούπολης, Ιμάμογλου, ο «σουλτάνος» παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνος. Εάν κρίνουμε από τις τελευταίες κινήσεις, τόσο του ίδιου του Ερντογάν όσο και του κόμματός του, θα λέγαμε πως ο «σουλτάνος» βρίσκεται σε πανικό. Με την αντιπολίτευση να τον πιέζει για τα «χαμένα» συναλλαγματικά αποθέματα, τον πληθωρισμό να καλπάζει με την κοινωνία να φτωχοποιείται και τον Ιμάμογλου να προελαύνει, ο Τουρκικός κρατικός μηχανισμός έχει ξεπεράσει τα γνωστά αυταρχικά του όρια.

Ήδη, ο Ιμάμογλου διώκεται δήθεν για προσβολή συμβόλων, επειδή περπάτησε με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη του, καθώς βρισκόταν στο μαυσωλείο του Μωάμεθ του Πορθητή. Επιπλέον, τα ελάχιστα αντιπολιτευτικά/επικριτικά μέσα που έχουν επιβιώσει, πωλούνται με ταχύτητα φωτός σε επιχειρηματίες του Ερντογανικού κύκλου, ή εξαναγάζονται σε κλείσιμο, όπως συνέβη με τον σταθμό «Olay TV». Υπολογίζεται πως μόλις ένα 5% του τύπου επιβιώνει ασκώντας κριτική στον Ερντογάν, μέσω του διαδικτύου, παρά το γεγονός ότι το τελευταίο έχει περιοριστεί σημαντικά στην Τουρκία.