Της εξωτερικής συνεργάτιδος, Μαρίας Νοφκίδου,

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Διανύουμε άλλη μια μέρα εγκλεισμού λόγω της πανδημίας που έχει βαλθεί να δοκιμάζει την Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Άλλη μια μέρα που σχολεία και πανεπιστήμια παρέμειναν κλειστά. Άλλη μια μέρα που τα κρούσματα στη χώρα είναι πανω από 1.000 και το Εθνικο Συστημα Υγειας παλεύει να ανταποκριθεί. Άλλη μια μερα που δεν ένιωσες την αγκαλιά συγγενών και φίλων σου ακόμα κι αν τη χρειάζεσαι. Μα τι λέω… ούτε καν να τους επισκεφτείς δεν μπορείς. Άλλη μια μέρα που κάποιοι αισθάνονται τον θυμό, την απογοήτευση και την αδικία στο πετσί τους. Γιατί αυτοί πειθάρχησαν, περιορίστηκαν, υπάκουσαν στις οδηγίες των ειδικών ήδη από το πρώτο κύμα της πανδημίας στη χώρα. Και αυτό όχι χωρίς αντίκτυπο… το ψυχολογικό φορτίο ήταν βαρύ, αλλά το αίσθημα ευθύνης και η ανάγκη προστασίας του υπέρτατου αγαθού, της Υγείας, έπρεπε και πρέπει να διασφαλιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα.

Κι όμως, πάνω στις θυσίες και στον αγώνα (εσωτερικό ή μη) αυτών των ανθρώπων, άλλοι στήνουν γλέντια και χορούς, διαδίδουν θεωρίες συνωμοσίας και προτρέπουν τον κόσμο να πετάξει τη μάσκα και να αντιδράσει «σ’ αυτή την προσπάθεια του Κράτους να δημιουργήσει μια νέα τάξη πραγμάτων», όπως λένε. Να που τώρα, όλοι μαζί, στο ίδιο σακί και χωρίς καμία διάκριση, βρισκόμαστε ξανά στην αρχή, στο μηδέν. Γιατί για κάθε μεγάλη συνάθροιση αυτήν την περίοδο, για  κάθε τέτοια στιγμιαία χαρά, ακολουθούν πολλές, σκληρές και απάνθρωπες λύπες. Κι αν ένα βήμα κάνει η κοινωνία σύσσωμη μπροστά, κάθε τέτοιο γεγονός δύο την τραβάει πίσω. Ξέρεις, εξαιτίας αυτής της πανδημίας περάσαμε το περσινό Πάσχα μόνοι. Λες κάτι τέτοιο να γίνει και φέτος με τα Χριστούγεννα; Βαριά και θλιβερή λέξη η «μοναξιά», δεν νομίζεις;  Θα μου πεις: «και τι σημαίνει μοναξιά, ποια είναι η αίσθησή της»; Θα σου πω τρεις ιστορίες αληθινές, μήπως και καταλάβεις.

Η Κατερίνα, που λες, ένα κορίτσι 19 ετών, καλά καλά δεν τέλειωσε το πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο, περνά το μεγαλύτερο μέρος της μέρας πλέον μπροστά από έναν υπολογιστή. Της είπαν, λέει, ότι η φοιτητική ζωή είναι η πιο παραγωγική  και ευχάριστη περίοδος της ζωής της. Τη συμβούλευαν να την «εκμεταλλευτεί» και να τη ζήσει στο έπακρο, να πάρει γνώσεις και να σκεφτεί «έξω από το κουτί», να δραστηριοποιηθεί σε διαφορετικούς τομείς και να δοκιμάσει τα όριά της, να κοινωνικοποιηθεί, να δικτυωθεί και να απολαύσει τα ολονύχτια πάρτι με την παρέα της. Μα εκείνη σήμερα αναρωτιέται, μήπως κάτι πάει στραβά, γιατί τίποτα από όλα αυτά δεν βλέπει. Πάνε και οι στόχοι της για το έτος, η όρεξη για δουλειά, πάνε και οι παρέες. Σαν μια βόμβα που έσκασε και αναγκαστικά ανέστειλε τη ζωή της, χωρίς όμως να υπάρχει βέβαιη επανέναρξή της. Η απομόνωσή της, ως έκφραση ατομικής ευθύνης, δεν βοήθησε. Φαντάσου το αίσθημα του ανικανοποίητου σε έναν τέτοιο άνθρωπο, που λίγο πριν πετάξει, του κόβουν τα φτερά. Τουλάχιστον, της λένε, επικοινωνείς με τόσους φίλους στο facebook, δεν είσαι μόνη. «Ναι, ε; Κι εσείς οι μεγαλύτεροι, με τις ώρες στα τηλέφωνα. Γιατί νιώθετε μόνοι;», σκέφτεται. Νιώθει υπεύθυνη για την πορεία της ζωής της και ανασφαλής συνάμα. Γιατί για τα όνειρά σου πάντοτε μονάχος σου παλεύεις. Κι όσους κι αν έχεις δίπλα σου, μπορεί να νιώθεις μόνος.

Αλλ’ όμως, έτσι, η καθημερινότητα όλους τους δυσκολεύει. Φαντάσου έναν άνθρωπο που μόνος του είναι στη ζωή και συγγενείς δεν έχει. Και μάλιστα, αν πρόκειται για κάποιον πιο μεγάλο, που υπολογιστή δεν γνώρισε και για κινητό χρησιμοποιεί ένα «ΝΟΚΙΑ» με πλήκτρα, μόνο για τις απαραίτητες κλήσεις. Και αν τον ρωτήσεις μια φορά  γιατί ζητά το «έξω», θα σου απαντήσει  σιγανά: «γιατί το σπίτι ερήμωσε, κανείς δεν είν’ πια μέσα. Κάθε γωνιά του, θλίψη μου, γεμάτη αναμνήσεις ».

Και για το τέλος κράτησα μια ιστορία που θα ‘θελα κι εσένα να σου μείνει: χτες, αποφασισμένη να ξεφύγω από τη μονοτονία του σπιτιού, πήγα για τρέξιμο. Και ποιον συνάντησα τυχαία εκεί, στον δρόμο ανάμεσα στη Βιβλιοθήκη και το ΑΧΕΠΑ; Τον Γιάννη, εκείνο το χαρούμενο παιδί που σου είχα πει παλιότερα. Μόνο που για πρώτη φορά ήταν δακρυσμένος και κουρασμένος, σαν να είχε να κοιμηθεί 3 μέρες. Αμέσως ρώτησα τι συνέβαινε, κι εκείνος, σαν να περίμενε αυτήν την ερώτηση, μου έδωσε ένα γράμμα που έγραφε: «Μαμά, συγγνώμη που δεν σε άκουσα, που δεν σε σεβάστηκα, που εγώ ο ίδιος ήμουν αιτία, για να δίνεις εσύ τη μάχη σου για τη ζωή. Συγγνώμη που εκείνο το βράδυ βγήκα έξω και διασκέδασα τόσο εγωιστικά με τους φίλους μου χωρίς να σκεφτώ κανέναν. Συγγνώμη που δεν είμαι εκεί και σε αφήνω μόνη στις δύσκολες στιγμές. Κάνε κουράγιο μαμά. Σε περιμένω έξω, να ολοκληρώσουμε ό,τι έχουμε αφήσει στη μέση. Σ’ αγαπώ». Δεν με άφησε να μιλήσω και συμπλήρωσε πόσο φοβάται για εκείνη και πόσο θυμώνει με τον εαυτό του, πόσο του λείπει το στήριγμά του κι ας έχει χίλιους γνωστούς. Πόσο μόνος νιώθει. Δεν σταμάτησε να μιλά… τον καταλαβαίνω…

Κλείνοντας, να σε ρωτήσω κάτι: Τελικά, τι είναι μοναξιά; Να μη θωρείς κανέναν; Ή να ‘σαι μέσα στους πολλούς και να μην έχεις έναν; Ή μήπως και τα δύο;