Μιας και έχουμε ατέλειωτο ελεύθερο χρόνο τώρα που μένουμε στο σπίτι και μοναδικό μας καταφύγιο είναι οι ταινίες και οι σειρές, οφείλω και εγώ με την σειρά μου, να προτείνω την ταινία «Στρέλλα». Αν θέλεις να σκεφτείς έξω από το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής μας, να παρακολουθήσεις κάτι διαφορετικό από τις συνηθισμένες ταινίες και να μάθεις για την ζωή και τις δυσκολίες μιας αλλιώτικης κοινωνικής ομάδας, τότε αφιέρωσε τον χρόνο σου και κάτσε να δεις αυτό το αριστούργημα.

Το Στρέλλα, του Πάνου Κούτρα, είναι μια φρέσκια και ανανεωμένη προσπάθεια να μεταδοθούν κάποιες ριζοσπαστικές απόψεις σχετικά με τα στερεότυπα που επικρατούν στις κοινωνίες μας. Τολμηρή και ταυτόχρονα ενοχλητική στα μάτια του καθημερινού θεατή. Το κεντρικό πρόσωπο σε αυτήν την ταινία αποκόπτεται αργά και αθόρυβα από το οικογενειακό και κοινωνικό δράμα (τον κόσμο των τρανσέξουαλ) και γίνεται ένα άπιαστο όνειρο. Η ταινία είναι σχεδόν ψυχαναλυτική, με κύριο ζητούμενο καθώς κλιμακώνεται η πλοκή, τη λύτρωση του άλλου πρωταγωνιστή του δράματος: ενός πατέρα που τον βαραίνει ένα έγκλημα τιμής.

Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στο 59ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, το Φεβρουάριο του 2009, ενώ έκτοτε η ταινία έχει συμμετάσχει σε περισσότερα από 20 διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ. Ήταν μία από τις 48 υποψήφιες ταινίες για τα European Film Awards 2009.

Ο τίτλος της ταινίας και το όνομα της ηρωίδας, το Στρέλλα, είναι η ένωση της πρωτότυπης ταινίας του Κακογιάννη από τις λέξεις Στέλλα και την «τρέλα», που εδώ μεταφράζεται ως το πάντρεμα των δυο φύλων, που καταλήγει σε μια νέα κατάσταση, μια κατάσταση που μας εισάγει έξυπνα στον κόσμο των τράνς ατόμων.

Σκηνή απο την ταινία

Πηγή φωτογραφίας: Cinedogs

Η σκηνοθεσία του Κούτρα δουλεύει σε τρία επίπεδα. Στο πρώτο μέρος, μάς περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο την ζωή σε μια βρώμικη, ουτοπική και άχρωμη Αθήνα, με θέα το διαχρονικό σήμα κατατεθέν της, την Ακρόπολη. Το σκηνικό είναι φτηνές πανσιόν, παλιές μονοκατοικίες σε υποβαθμισμένες γειτονιές του κέντρου, που έχουν γεμίσει σπίτια με κόκκινα φανάρια, κλαμπ των τρανσέξουαλ, αλλά και πολυτελή ξενοδοχεία, που προτιμώνται από τους οικονομικά εύπορους πελάτες, φθαρμένες γραμμές των τρένων και μαυρόασπρα τοπία, που σου προσφέρουν ένα αίσθημα μελαγχολίας, ενός καταδικασμένου τέλους. Εύστοχες οι προθέσεις του σκηνοθέτη να μεταδώσει το δικό του μήνυμα για «μία ιστορία που έχει ως στόχο να μιλήσει για τη σημασία της αποδοχής του διαφορετικού, την ανάγκη για συμφιλίωση, τον αλληλοσεβασμό, αλλά και για την αγάπη πέρα και πάνω από κάθε σύμβαση». Ο ίδιος τονίζει τα μεγάλα άλλα λάθη και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την διάρκεια της ταινίας, με σημαντικότερο το γεγονός ότι, ενώ στην μέση του φιλμ έχουμε μια καθηλωτική δραματική κορύφωση, από εκείνο το σημείο και μέχρι το τέλος, αδιαφορεί για την καθημερινότητα των τραβεστί, χωρίς εν τέλει να δίνει ουσιαστική συνέχεια. Σημαντικό λάθος για την βελτίωση της ταινίας ήταν και το cast, με την Μίνα Ορφανού να ενσαρκώνει, δίνοντας πνοή στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά με ένα μέτριό τρόπο μιας και δεν μπορούμε να χρήσουμε ως  ηθοποιό έναν άνθρωπο που υποδύεται τον ίδιο του (στην κυριολεξία) εαυτό.

Στο δεύτερο επίπεδο, παραμερίζεται ο βιολογικός ρόλος του άντρα στην παραδοσιακή οικογένεια, μιας και το ενδιαφέρον της ταινίας είναι το γενικό υπόβαθρο των ηρώων, μεταφέροντας την δράση στο τρίτο και τελευταίο μέρος, όπου όλα μοιάζουν σαν όνειρο, μια παράξενη οικογένεια νέου τύπου που συγκροτείται μέσα σε ένα βράδυ Πρωτοχρονιάς στη φωταγωγημένη Αθήνα.

Καταγράφεται το πορτρέτο της Στρέλλας με ακρίβεια και λεπτομέρεια μέσα από της αντίθετες πτυχές του χαρακτήρα της, από το χιούμορ και τις ευπρόσδεκτες ανατροπές μέχρι το αποκαλυπτικό φινάλε της χαρούμενης βέβηλης οικογένειας.

Απέναντι στον πατέρα βρίσκεται ένας τρανσέξουαλ, η Στρέλλα. Ένα βαθιά πληγωμένο αγόρι, που κάποτε πήρε τον «λάθος» για εκείνον δρόμο και οδηγήθηκε από την λογική σε μια ατέλειωτη «τρέλα», ακολουθώντας τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του. «Με λένε Στέλλα και οι φίλοι μου με φωνάζουν Στρέλλα, γιατί είμαι λίγο τζαζ», αυτοσυστήνεται στην αρχή της ταινίας, μέσα από τον αυτοσαρκασμό της.

Η Στρέλλα του Πάνου Κούτρα

Πηγή φωτογραφίας: Cinedogs

Η Στρέλλα είναι μια σύγχρονη τραγωδία, μία ηρωίδα που θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με την Σταχτοπούτα ή με ένα έντομο κλεισμένο στο κουκούλι του, έτοιμη να ξαναγεννηθεί, ανανεωμένη και λυτρωμένη, που επιβιώνει μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο πλαίσιο εξουσίας του κοινωνικού υπόβαθρου της εποχής. Την παρακολουθούμε μέσα από τον σκηνοθετικό φακό του Κούτρα να ζει και να κινείται μέσα σε ένα μελαγχολικό πλαίσιο, σε φθηνά ξενοδοχεία σε υποβαθμισμένες περιοχές και όλα αυτά κυρίως τη νύχτα, εκεί που κανείς δεν μπορεί να την εντοπίσει, εκεί που κάνεις δεν μπορεί να την πληγώσει, εκεί που βρίσκει καταφύγιο ο πραγματικός της εαυτός. Η ενδυμασία της Στρέλλας είναι υποτυπώδης, βασική, ταπεινή. Είναι πόρνη, ατίθασο πνεύμα, άβολη και επιθετική, μια παρορμητική και δύσκολη «γυναίκα», αμόρφωτη, αλλά καθόλου αστοιχείωτη, εξοπλισμένη με τα όπλα που της προσέφεραν η ζωή του δρόμου και η εξυπνάδα του πεζοδρομίου, μια παλαίμαχη ηρωίδα, που παλεύει ανάμεσα σε έναν παλιό πόνο και στην πεζή αγωνία του μεροκάματου.

Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι μια παραλλαγή του μύθου του Οιδίποδα, όπου το παιδί που έχει ταλαιπωρηθεί ψυχικά από τον πατέρα, του επιστρέφει το τραύμα. Ένας «γιος», που στο παρελθόν επέλεξε να γίνει «κόρη». Σκηνοθετεί μια τραγωδία, στην οποία συμπρωταγωνιστεί απέναντι στον πατέρα του, που αποφυλακίζεται ύστερα από 15 χρόνια κάθειρξης και έχει ήδη αποβάλει την ομοφοβία του. Τριγυρίζει στα σοκάκια της Ομόνοιας και βρίσκει καταφύγιο σε ένα ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας και αρχίζει να αναζητάει τον γιο του, που έχει να τον δει από τη μέρα που μπήκε στη φυλακή. Παράλληλα, υποκύπτει στη γοητεία ενός τραβεστί που μένει στο διπλανό δωμάτιο. Δυστυχώς, θα διαπιστώσει πως έχει μπλεχτεί σε μια καλοστημένη παγίδα, μια παγίδα που μοναδικός της στόχος είναι η δικαίωση και η κάθαρση.

Στο στόχαστρό μας μπαίνει η καθημερινότητα της Στρέλλας, μέσα από το ταξίδι του παρελθόντος, όταν ο ίδιος ήταν ένα μικρό, άβουλο και κατακρεουργημένο παιδί, με το όνομα Γιώργος, να αναρωτιέται αν το φύλο που του δόθηκε δεν είναι μόνο επιλογή, αλλά ανάγκη έκφρασης της ψυχής. Παρουσιάζονται τρείς διαφορετικές πτυχές της σωματικότητας: του ανατομικού φύλου, της έμφυλης ταυτότητας και της επιτέλεσης του φύλου. Ντύνεται, συμπεριφέρεται και φέρεται ως «γυναίκα», μέσα από την υιοθέτηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών και υφών, προκείμενου να συγκροτήσει την ψευδαίσθηση ενός σταθερού έμφυλου εαυτού, αυτού που η ίδια επέλεξε να είναι, μια τράνς γυναίκα, μέσα στο σώμα ενός τράνς άντρα.

Το οικογενειακό φινάλε

Πηγή φωτογραφίας: Enet.gr

Παρακολουθώντας την ταινία, βλέπουμε να θίγονται όλα τα ταμπού της αιμομιξίας και της ομοφυλοφιλίας ως εκφράσεις της έμφυλης ταυτότητας, ως οι απαγορεύσεις αυτές που παράγουν την ταυτότητα των υφιστάμενων χαρακτήρων, αυτούς της Στρέλλας και του Γιώργου, μέσα στο πολιτισμικό πλαίσιο μιας χώρας που παροτρύνει και επικροτεί το εξιδανικευμένο και υποχρεωτικό μοντέλο ετεροφυλοφιλίας ως φυσιολογικό. Αμφισβητεί τα αξιώματα, τις αρχές, τη θρησκεία και την κοινωνία. Έρχεται αντιμέτωπη με τις βιολογικές – σωματικές ανάγκες των gay, οι οποίες δεν ταυτίζονται με το κοινωνικό φύλο (το οποίο δεν κατευθύνεται κατ΄ ανάγκη από την φύση), καθώς και με τη σεξουαλικότητα που δεν ακολουθεί το κοινωνικό φύλο.

Υπάρχουν στην ταινία κάποιες επαναλήψεις και ορισμένα κλισέ στην ιστορία, αλλά σε ένα συνολικό πλαίσιο, πρόκειται για μια δουλειά φτιαγμένη με αγάπη, λεπτομέρεια και φρεσκάδα, κάτι που λείπει από πολλές άλλες ταινίες. Καταγράφει με συμπάθεια και ειλικρίνεια τον περιθωριακό κόσμο των τραβεστί, μέσα από τις θαυμάσιες σκηνές, τα τραγούδια και τα σκηνικά κοστούμια στα μπαρ όπου εκτυλίσσονται τα drag shows. Drag shows όπως εκείνα των τραβεστί που μιμούνται διάφορες σταρ, με καλύτερh σκηνή αυτή με το μεγάλης διάρκειας traveling της Στρέλλας στους δρόμους της Αθήνας, με μουσική υπόκρουση άρια που τραγουδά η Μαρία Κάλλας.