Κάθε ιστορική περίοδος, κρίσιμη ή μη, γεύεται την απολαυστική παρουσία μιας «Συντηρητικής Διεθνούς», η οποία είναι τόσο ικανή να αποστηθίζει την ιστορία, όσο και ανίκανη να τη γράφει. Τα πάγια χαρακτηριστικά της είναι δύο. Πρώτον, τη διακατέχει μια περίσσεια αναβλητικότητα για κάθε τι προοδευτικό. Δεν είναι πως δεν θέλει τη ριζοσπαστική αλλαγή, απλώς «ακόμα είναι νωρίς», «η κοινωνία δεν είναι έτοιμη», ή χειρότερα, διακηρύττει τις αυτόματες αλλαγές που έρχονται ή ήδη πραγματοποιούνται και εμείς δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα. Είναι αυτές οι αλλαγές που δεν χρειάζεται κανείς να τις αναλάβει. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι μαγικός ο τρόπος που εν καιρώ υιοθετεί τα επιτεύγματα των προοδευτικών αυτού του κόσμου, ενώ ήταν οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της πολέμιοι των ιδεών ή των θεσμών που οι αγώνες των δεύτερων έφεραν.

Με αυτόν τον τρόπο, καταλήγουν με ένα εκνευριστικό «win-win situation». Από τη μία διαλαλούν το «σας τα έλεγα εγώ» περί μιας αλλαγής που, αν και δεν ήταν αυτόματη, λησμονείται γρήγορα από τη κοινή γνώμη, πριν περάσουμε σε νέα φάση του αφηγήματος περί «τέλους της ιστορίας». Από την άλλη, υιοθετώντας τις αλλαγές που άλλοτε πολεμούσαν, επιβιώνουν στη νέα πραγματικότητα και επανεισάγουν τη τοξική στασιμότητά τους. Κλασικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο οι συντηρητικοί όλων των εθνών, ενωμένοι αποκήρυσσαν τον φιλελευθερισμό στα πρώτα στάδιά του, ενώ στη συνέχεια περίτεχνα τον μετέτρεψαν σε ιδεολογικό περιουσιακό τους στοιχείο.

Στο αντίπαλον δέος βρίσκεται η «Οπορτουνιστική Διεθνής», ίσως περισσότερο επικίνδυνη και από την πρώτη. Χαρακτηριστικά της είναι ο τυχοδιωκτισμός, η παρουσίαση εύκολων λύσεων για όλα τα κρίσιμα ζητήματα και ο φθηνός λαϊκισμός. Σε περιόδους που οι συνταγές των συντηρητικών αποτυγχάνουν να εξασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο ευημερίας, οι πολίτες στρέφονται στα ευχολόγια αυτής της κατηγορίας, ελπίζοντας πως η ζωή τους θα βελτιωθεί άκοπα και αβασάνιστα.

Στην αρχή, προσπαθώντας να ανέλθουν στην εξουσία, οι εκπρόσωποί της, υπόσχονται κοινωνική αλλαγή απέναντι στο παλιό κατεστημένο και σε σύγκρουση με όσους προκάλεσαν τις συνθήκες δυσαρέσκειας για τις πλατιές μάζες. Εν συνεχεία, όμως, οι ίδιοι, από εκπρόσωποι των θυμάτων, γίνονται οι καλύτεροι εκπρόσωποι των θυτών, μιας και η στρατηγική των εύκολων λύσεων ποτέ δεν εμπεριέχει ουσιαστική αλήθεια ή ωριμότητα, πράγμα που τους οδηγεί στην υποταγή. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο ισχυροποιούν τη συντηρητική στασιμότητα, αλλά απλώνουν και μια γενικευμένη απογοήτευση για την έννοια της κοινωνικής αλλαγής, γεγονός που δρα κατασταλτικά στον αγώνα για εξέλιξη και πρόοδο.

Σίγουρα όλα αυτά σκιαγραφούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δράση των εκπροσώπων των δύο «Διεθνών» στη χώρα μας, κατά τα μνημονιακά έτη που διανύουμε. Από τη μία δρούσαν οι εκπρόσωποι του θατσερικού TINA, «There Is No Alternative», οι οποίοι αρνούμενοι να συγκρουστούν με τη τρόικα και τα μη βιώσιμα μέτρα, παρουσίαζαν τη καταστροφική διάσταση οποιασδήποτε αλλαγής και συντηρούσαν την καθεστηκυία τάξη. Από την άλλη, οι εκπρόσωποι των εύκολων λύσεων εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη για ριζοσπαστικές αλλαγές με σκοπό να ανέλθουν στην εξουσία, μετατρέποντας τελικά την ελπίδα σε αυταπάτη. Την ίδια στιγμή, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, το αντίστοιχο δίπολο μάχεται για την απόχρωση μιας ατζέντας παρόμοιων πολιτικών και όχι για τη διαμόρφωση του περιεχομένου της ατζέντας. Πάλι τα ίδια με τον δημαγωγό Trump, ή πάλι τα ίδια με τον συστημικό Biden;

Εκτός, όμως, της σύγχρονης περίπτωσης, σκεφτείτε αν εφαρμοζόταν οποιαδήποτε πτυχή του δίπολου σε παρελθοντικά βαρυσήμαντα γεγονότα. Για παράδειγμα, τι θα συνέβαινε σήμερα στις εργασιακές σχέσεις αν τη 1η Μάη του 1886 οι εργάτες έμεναν αδρανείς, πειθόμενοι είτε πως «ζούμε καλύτερα από τους δούλους, ας μην είμαστε αχάριστοι, δεν είναι η ώρα» είτε πως υπάρχουν αβασάνιστες λύσεις επιβολής των εργασιακών δικαιωμάτων; Ή για παράδειγμα, τι θα συνέβαινε σήμερα με τα ευρωπαϊκά πακέτα, τα οποία επικαλούνται οι συντηρητικοί ως θετικό της ΕΕ, αν η ελληνική κυβέρνηση δεν διεκδικούσε με βέτο τα ΜΟΠ (πρώτα χρηματοτοδοτικά πακέτα της ΕΕ για χώρες του νότου) από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά υποτασσόταν στις φοβικές φωνές περί επιπτώσεων της σκληρής διαπραγμάτευσης ή περίμενε υπομονετικά να συμβούν όλα μόνα τους;

Η σημερινή πανδημία, η οικονομική κρίση, το προσφυγικό ζήτημα, ο πολεμοχαρής εθνικισμός και η γενικευμένη δυσαρέσκεια απαιτούν λογική και ρήξη με το φοβικό μας εαυτό. Δυστυχώς, οι σύγχρονοι προοδευτικοί παρουσιάζουν μια βαθιά ανικανότητα στη προγραμματική συσπείρωσή τους γύρω από διεθνοποιημένες θεραπευτικές πολιτικές. Αν οι ίδιοι δεν ισχυροποιήσουν τη δική τους «Προοδευτική Διεθνή» (ή όπως αλλιώς θέλετε) για την συλλογική αντιμετώπιση του παραλογισμού, εκφράζοντας τα απαραίτητα «όχι»/«βέτο», η δυσαρέσκεια θα καλπάζει, η ξενοφοβία θα γεννιέται, η πρόοδος θα καταβαραθρώνεται. Αν οι προοδευτικοί χάσουν τη σκυτάλη των πρόγονων τους στον αδιάκοπο αγώνα για την ελευθερία των πολλών, η τελευταία και πιο ειδεχθής «Εθνικιστική Διεθνής» θα ηγεμονεύσει ολοκληρωτικά και παγκόσμια, εκμεταλλευόμενη τη δυσαρέσκεια για το δίπολο των δύο συστημικών «Διεθνών». Η ιστορία, καλώς ή κακώς, δεν έχει ενσωματωμένη καμία έννοια δικαιοσύνης. Όσο για την ελπίδα αναφορικά με το μέλλον, δεδομένων των σημερινών συνθηκών, ας την αφήσουμε. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ιστορία φτιάχνεται από ανθρώπους που δεν δίνουν… μία για τις προβλέψεις οποιουδήποτε. Αφού πρώτα αντιληφθούμε πως εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, ας οπλιστούμε με αρετή και τόλμη, με μοχλό την ανυπακοή του παραλόγου.

Αν πράγματι οτιδήποτε ευεργετικό μπορούμε να θυμηθούμε πήρε σάρκα και οστά από προοδευτικά μυαλά, ας φανούμε έστω και λίγο αντάξιοι του έργου τους, επιλέγοντας τους δύσκολους δρόμους. Ή τουλάχιστον ας αφήσουμε τους εύκολους συμβιβασμούς και τις εύκολες λύσεις στο παρελθόν. Δεν έχουμε πλέον τη πολυτέλεια για αυταπάτες.