Του εξωτερικού συνεργάτη, Κωστή Μυλωνά

Ο Μπ.Μπρεχτ γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας. Στην πολυετή επαγγελματική του σταδιοδρομία, απέκτησε τις ιδιότητες του θεατρικού συγγραφέα, δραματουργού, σκηνοθέτη και ποιητή. Έχοντας ως πρότυπο τον Φρανκ Βέντεκιντ,έμελλε να δημιουργήσει αρκετά ποιήματα και θεατρικά έργα που βρίσκονται στο πάνθεον των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων του 20ου αιώνα.

Στην παρούσα ανάλυση, θα αυτοπεριοριστώ στην ποιητική πλευρά του Μπρεχτ, την οποία γνωρίζω καλύτερα από τις υπόλοιπες. Θα σχολιάσουμε δύο αγαπημένα μου ποιήματα, με την ελπίδα να ανταποκριθούμε στις υψηλές απαιτήσεις της περίστασης.

1. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ (1920)

Πρόκειται για ένα από τα ερωτικά ποιήματα του Μπρεχτ. Είναι γραμμένο, πιθανότατα για την εφηβική του αγάπη, Πάολα Μπανχόλτσερ, η οποία το προηγούμενο έτος (1919) έφερε στον κόσμο τον πρώτο του γιο, απομακρυσμένη όμως από τον Μπρεχτ σε ένα χωριό του Άλγκοϊ, όπου την έστειλε ο πατέρας της, που δεν επιθυμούσε τη σχέση τους. Το πρώτο μέρος ξεκινάει λέγοντας:

Το ξέρω, αγαπημένη: μου πέφτουν τώρα τα μαλλιά

λόγω της άγριας ζωής μου

και είμαι αναγκασμένος στις πέτρες να πλαγιάζω.

Με βλέπετε να πίνω το πιο φτηνό ρακί και γυμνός μες στον αγέρα περπατάω.

Επί της ουσίας ο ποιητής ξεκινάει από το τέλος της ιστορίας. Απομονωμένος, μακριά από τη γυναίκα που αγαπά, εξαρτημένος από το αλκοόλ και σε κακή φυσική κατάσταση, αρχίζει να γράφει. Και το πρώτο γράψιμο είναι η περιγραφή της κατάστασής του. Στα περισσότερα μελαγχολικά ποιήματα, αλλά και τραγούδια, εφαλτήριο σημείο του καλλιτέχνη αποτελεί μια δύσκολη κατάσταση την οποία βιώνει και με την οποία ξεκινά την περιγραφή του, για να μεταδώσει στον αναγνώστη την προσωπική του ατμόσφαιρα και διάθεση. Και συνεχίζει:

Μα ήταν μια εποχή, αγαπημένη, που ήμουνα αγνός.

Είχα μια γυναίκα πιο δυνατή από μένα, έτσι όπως είναι το χορτάρι

πιο δυνατό απ’τον ταύρο: ορθώνεται ξανά.

Σ’αυτό το χωρίο, ο Μπρεχτ αποδεικνύει πως μια ερωτική εξομολόγηση σε μια γυναίκα, μια επίκληση της φιγούρας της, μια περιγραφή της, δεν χρειάζεται πολλά λόγια και κατεβατά, παρά να έχεις το ταλέντο σε δυο γραμμές να αποτυπώσεις μια αλήθεια σου. Αποτυπώνει τη δυναμική της μούσας του, την ικανότητά της να μοιάζει με τα φύση και να την ξεπερνά ταυτόχρονα. Συνυπάρχουν άρτια η επιβλητικότητα και η απλότητά της, στα δικά του μάτια. Μόνο με την περιγραφή μιας γυναίκας από τον Παπαδιαμάντη, μπορεί να συγκριθεί αυτό το χωρίο.

Έβλεπε πως ήμουν κακός, και μ’αγαπούσε.

Δεν ρώταγε πού βγάζει ο δρόμος, που ήταν ο δικός της δρόμος, κι ίσως να έβγαζε προς τα κάτω.

Τώρα δεν είναι πουθενά εδώ πια, εξαφανίστηκε όπως το σύννεφο

μόλις ρίξει τη βροχή του, την άφησα κι εκείνη έπεσε κάτω, γιατί αυτός ήτανε ο δικός της δρόμος.

Αντίστροφο φιλοσοφικό σχήμα: από το καλό, στο κακό. Από τη συμπόνια και την ερωτική αλληλοκατανόηση στο σύννεφο και στην απογοήτευση. «Ο δικός της δρόμος» είναι μια φράση σκληρή γα τον δημιουργό, συνιστά μια δύσκολη παραδοχή ότι έπρεπε να βαδίσουν ξεχωριστά, ίσως παράλληλα, για λίγο καιρό ή για πάντα.

Και ολοκληρώνει:

Μα τις νυχτιές, κάποιες φορές, όταν με βλέπετε να πίνω, βλέπω το πρόσωπό της, χλωμό μες στον αγέρα, δυνατό,

στραμμένο προς εμένα,

κι εγώ μες στον αγέρα υποκλίνομαι.

Τελειώνει όπως ξεκίνησε. Με επίκληση της μούσας του. Μόνο που αυτή τη φορά, η εξάρτηση του αλκοόλ δεν αποπνέει ένα άσχημο status quo, αλλά μια ελπίδα, κάτι ανεκπλήρωτο, μια βαθιά υπόκλιση στο υψηλό του έρωτα. Είναι σαν να της λέει «ό,τι κι αν έγινε, είσαι γοητευτική, είσαι αυτή που ήθελα να γνωρίσω, αλλά και αυτή που περιμένω». Και αυτό κάνει: περιμένει.

2. ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΓΙΟΥ (1938)

Το κείμενο:

Όταν γεννιέται ένα παιδί,

όλη η οικογένεια εύχεται έξυπνο να γίνει,

Εγώ, που με την εξυπνάδα μου ρήμαξα τη ζωή μου

ελπίζω ο γιος μου

αγράμματος να μείνει και φτωχός στο πνεύμα.

Έτσι θα ζήσει μια γαλήνια ζωή

Σαν υπουργός της Κυβέρνησης.

Το ειρωνικό αυτό ποίημα του Μπρεχτ χρονολογείται στο μακρινό 1938. Εκείνη την περίοδο τα εθνικιστικά κινήματα είναι ιδιαίτερα ισχυρά στην Ευρώπη και δη στη Γερμανία, ενώ βρισκόμαστε προ των πυλών του Β’Π.Π. Εντούτοις θεωρώ ότι η σκωπτική απόδοση της πολιτικής σκηνής από τον Μπρεχτ δεν αναφέρεται μόνο στα αυταρχικά καθεστώτα που κυριαρχούσαν τότε, αλλά και σε προγενέστερες ειρηνικές διακυβερνήσεις των λαών. Έχει μια αξία που διαπερνά το πριν, το τότε παρόν (1938), αλλά και το σήμερα.

Ο Μπρεχτ ήθελε να καταδείξει ότι συνήθως με την πολιτική και τα αξιώματα ασχολούνται άνθρωποι με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, χαμηλή κουλτούρα και καλλιέργεια που ουδέποτε στην πραγματικότητα είχαν ανησυχίες για τους λαούς, για τις κοινωνίες και το παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα γενικότερα, παρά μονάχα διαπνέονταν και μάλλον διαπνέονται και στην ενεστώσα πραγματικότητα από προσωπικές φιλοδοξίες και μια εσωτερική ανάγκη ικανοποίησης ατομικών ματαιοδοξιών.

Αντίθετα, οι άνθρωποι του πνεύματος, οι άνθρωποι που στην πράξη και όχι στις πολιτικές διακηρύξεις ασχολήθηκαν με τις τέχνες, με τις πολιτικές θεωρίες και τα ιστορικά γεγονότα που καταγράφηκαν στο αλμανάκ της ιστορίας, ούτε οι ίδιοι επιθυμούν να ασχοληθούν με μια σαθρή πολιτική διάρθρωση των κρατικών μηχανισμών, αλλά ούτε και οι κρατικοί μηχανισμοί τους θέλουν από την πλευρά τους. Αυτοί διαθέτουν πολλά προσόντα, ενώ, για να γίνεις Υπουργός, χρειάζεσαι ένα βασικό: την προσωπική φιλοδοξία. Να θέλεις κάτι να γίνεις, με άλλα λόγια. Δεν χρειάζεσαι μόρφωση, δεν χρειάζεσαι μια συγκεκριμένη πολιτική συνείδηση και στοχοθεσία, γιατί αυτά κατά τον Μπρεχτ είναι προδιαγεγραμμένα. Ο πολιτικός θα κληθεί απλά να τα υπηρετήσει και όχι να τα διαμορφώσει από την αρχή.

Σε τελευταία ανάλυση, θέλει να διαφοροποιήσει την αξία από το αξίωμα. Για την ακρίβεια, θέλει να τα ορίσει ως έννοιες αλληαποκλειόμενες, τουλάχιστον όσον αφορά το πολιτικό αξίωμα. Και αυτή δεν είναι μια αφοριστική και ισοπεδωτική προσέγγιση του πολιτικού σκηνικού, παρά μια υλιστική και ρεαλιστική προσέγγιση της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών ή και διεθνών σχέσεων.

Προσπαθώντας, να συνδυάσουμε τα δύο ποιήματα με τα οποία ασχοληθήκαμε, θα λέγαμε ότι σκιαγραφούν τη δίπλευρη συλλογιστική του μεγάλου ποιητή, Μπ.Μπρεχτ. Από τη μια, αναδεικνύεται και ξεπροβάλλει ο ερωτικός Μπρεχτ, όχι με μια ρομαντική ψηλάφηση της συντροφικής συνύπαρξης, αλλά με μια δωρική απόχρωση των συναισθημάτων, που όταν είναι αληθινά μόνο έτσι μπορούμε να προσλαμβάνουμε: απλά και επιβλητικά. Από την άλλη, καταγράφεται ο πολιτικός και στρατευμένος Μπρεχτ. Ένας ποιητής, που χωρίς να ξεχάσει ότι η τέχνη του υπάρχει αυτή καθεαυτή και χωρίς ευτυχώς να προσπαθήσει να την νεκρώσει μέσα από κομματικές διακηρύξεις δευτέρου επιπέδου, ενσωμάτωσε στην αυτή καθεαυτή υπάρχουσα τέχνη του τις ιδέες του και το όραμά του για μια καλύτερη κοινωνία. Και βέβαια, αυτή η ενσωμάτωση δεν γίνεται με άκριτο τρόπο (επισήμανση, την οποία επιβεβαιώνουν άλλα ποιήματά του που στέκονται με επιφυλάξεις απέναντι στην ίδια του την ιδεολογία: ενδεικτικό παράδειγμα το ποίημά του «Η λύση»), αλλά με έναν βαθύ σεβασμό που έδειξε και στην ποίηση και στις ιδέες του. Αυτό το γεγονός τον κατέστησε σπουδαίο.