Άρθρο της εξωτερικής συνεργάτιδος, Ιωάννας Κατσώνη,

Τον τελευταίο καιρό ακούγοντας τις εξελίξεις που φέρνουν στο φως όλο και περισσότερο νέες υποθέσεις από απάνθρωπες συμπεριφορές προς ανθρώπους αθώους, έρχεται στα αυτιά μου  το ηθικό δίλλημα που ταλανίζει την παγκόσμια κοινότητα εδώ και αιώνες. Αναφέρομαι, προφανώς στην θανατική ποινή ή όπως αλλιώς ονομάζεται η εσχάτη των ποινών.

Είναι η ποινή που επιβάλλεται σε έναν εγκληματία από τις αρχές ενός κράτους, και έχει να κάνει με την αφαίρεση της ζωής του. Είναι η αυστηρότερη ποινή που μπορεί να επιβληθεί. Στην Ελλάδα  καταργήθηκε το Δεκέμβριο του 1993, κάτι που επιβεβαιώθηκε και στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, με το άρθρο 7 παρ.2: «Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν».

Παρ’ όλο που όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης την έχουν πλέον καταργήσει, η θανατική ποινή συνεχίζει να εφαρμόζεται σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και πολλά κράτη του Μουσουλμανικού κόσμου. Με τα τελευταία στοιχεία , το 2019, 142 χώρες είχαν καταργήσει τη θανατική ποινή, νομικά ή πρακτικά, , ενώ 56 εξακολουθούσαν να την επιτρέπουν.

Έτσι λοιπόν, 657 είναι οι καταγεγραμμένες εκτελέσεις σε 20 χώρες, με πάνω από 20.000 άτομα εν αναμονή εκτέλεσης. Η Κίνα εξαιρείται, καθώς τα στοιχεία θεωρούνται ‘κρατικό μυστικό’, αλλά  κανένας μας δεν αψηφά, ότι πραγματοποιούνται χιλιάδες εκτελέσεις. Το 2019 αριθμός εκτελέσεων ήταν στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας, από 690 το 2018 και 993 το 2017.

Το 86% σχεδόν όλων των καταγεγραμμένων εκτελέσεων (2019) πραγματοποιήθηκε σε μόλις τέσσερις χώρες: στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, το Ιράκ και την Αίγυπτο.

Ακόμα και σήμερα στην Ασία, τον Αραβικό Κόσμο και τις ΗΠΑ, υπάρχει έντονη αντίδραση για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Ενώ το Ευρωπαϊκός Κοινοβούλιο υιοθετεί ψηφίσματα και φιλοξενεί συζητήσεις που καταδικάζουν τις δραστηριότητες των χωρών που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν αυτή την πρακτική.

Στατιστικά στοιχεία

Γιατί το επιζητάμε;

Το συναίσθημα της εκδίκησης είναι ένα από τα πιο ψυχοφθόρα, συνήθως  μακράς διάρκειας αρνητικό συναίσθημα που απαντάται σε όλους τους ανθρώπους και αναγεννάται από το αίσθημα του ανθρώπου για λύτρωση.

Αναπτύσσεται μετά από μία υποκειμενική εκτίμηση αδικίας που εκδηλώνεται  συνηθέστερα σε βάρος μας ή σε βάρος κάποιου προσφιλούς μας προσώπου και σπανιότερα σε βάρος τρίτων γνωστών ή αγνώστων ατόμων. Όσο πιο προσωπική είναι η αδικία τόσο και εντονότερο γίνεται και το συναίσθημα της εκδίκηση. Αποτελεί το συναίσθημα του ανθρώπου που, σπάνια ικανοποιείται και μπορεί να απασχολεί ένα άτομο ακόμα και για όλη του τη ζωή. Είναι αρνητικό συναίσθημα, γιατί απαιτεί ανάλωση σημαντικής, μη παραγωγικής πνευματικής και σωματικής ενέργειας και γιατί κινητοποιεί και άλλα αρνητικά, εξ ίσου ψυχοφθόρα, συναισθήματα όπως αυτό της οργής, του μίσους και της κακίας που φορτίζουν συναισθηματικά το άτομο επηρεάζοντας αρνητικά τη συμπεριφορά του για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το θέμα της θανατικής «ποινής», που τα τελευταία χρόνια επανέρχεται διαρκώς στο πεδίο των έντονων συζητήσεων, λόγω της κατακόρυφης αύξησης της βίας και του εγκλήματος. Ως άτομα πιστεύουμε πως η εκτέλεση του ενόχου δεν είναι ούτε λύση αλλ’ ούτε και ποινή. Κάθε ποινή, πρέπει να έχει το στοιχείο του σωφρονισμού. Αλλά πως θα μπορούμε  να μιλάμε για σωφρονισμό σε ένα κράτος δικαίου, το οποίο δεν είναι αξιόπιστο σε αυτό το καθήκον του. Όσο αναφορά, τον τομέα του παραδειγματισμού, κυριαρχεί η άποψη πως η θανάτωση του εγκληματία είναι το αποτελεσματικότερο μέτρο αποτροπής. Η «αποτελεσματικότητα» όμως αυτή οφείλεται στο φόβο· και όταν η συμπεριφορά των πολιτών καθορίζεται από αυτόν, τότε είναι σωστότερο να μιλάμε για τρομοκρατία κι όχι για δημοκρατία.

Η δημοκρατία απαιτεί ελευθερία κι η ελευθερία σημαίνει δυνατότητα επιλογών, χωρίς τρομοκρατικούς εξαναγκασμούς. Όταν όμως ο φόβος χαράζει την κατευθυντήρια γραμμή των πράξεων μας, δημιουργεί τον τρομοκρατημένο υπήκοο, που είναι ανίκανος να υπηρετήσει δημοκρατία. Εξάλλου, ο φόβος δεν εξαλείφει το έγκλημα· απλώς το αναβάλλει.

Πηγή: Διεθνής Αμνηστία