Άποψη του εξωτερικού συνεργάτη, Νικόλα Φασκιανουδάκη.

Δική μας ή δική σας, εκκλησία, τζαμί ή μουσείο, Ανατολή ή Δύση, σύμβολο κοσμοπολιτισμού ή ιδεοληψίας, η Αγία Σοφία έχει αποτελέσει αντικείμενο αντιπαραθέσεων μέσα στους αιώνες, καταφέρνοντας να αντιπροσωπεύσει την «ψυχή» μιας πόλης, δύο μεγάλων θρησκειών, διαφόρων κρατών και πολιτισμών. Ο τρόπος λειτουργίας της Αγίας Σοφίας και ο χαρακτήρας της βρίσκονται για άλλη μια φορά στο επίκεντρο, δεδομένης της πρόσφατης απόφασης του Τούρκου προέδρου να μετατραπεί σε χώρο λατρείας του Ισλάμ για άλλη μια φορά.

Η Αγία Σοφία αποτέλεσε αρχικά τον πιο μεγαλειώδη χώρο λατρείας της χριστιανικής πίστης και τον τόπο όπου λάμβανε χώρα η στέψη των νέων αυτοκρατόρων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η αισθητική της, το κάλλος της, εσωτερικά και εξωτερικά, καθώς και η αρχιτεκτονική του κτηρίου, εντυπωσίαζαν για πολλούς αιώνες καλλιτέχνες και μηχανικούς. Μετά το 1453, στα χέρια των Οθωμανών μετατράπηκε σε τζαμί. Πολλά μωσαϊκά καλύφθηκαν, λόγω της ισλαμικής παράδοσης που απαγορεύει την απεικόνιση προσώπων σε χώρους λατρείας ως εκδήλωση ειδωλολατρείας. Φυσικά, ακόμη και σήμερα είναι εμφανής η επίδραση του Ισλάμ στην Αγία Σοφία με τις τέσσερις μεγάλες επιγραφές στους στήλους, που αναφέρουν το όνομα του Αλλάχ, του προφήτη Μωάμεθ, των πρώτων τεσσάρων χαλίφηδων και των δύο εγγονών του Μωάμεθ, καθώς και στο εξωτερικό, με τους μιναρέδες που την περιβάλλουν. Εν τέλει, η ανάδυση της Τουρκικής Δημοκρατίας του Κεμάλ οδήγησε, στα πλαίσια της κοσμοπολίτικης κατεύθυνσης που επέλεξε να ακολουθήσει ο τελευταίος, στη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο.

Ως μουσείο πλέον, το 1985 εντάχθηκε στη λίστα της UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η Τουρκία μάλιστα είναι συμβαλλόμενο κράτος στη διεθνή Σύμβαση περί της Προστασίας της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς. Για να θεωρηθεί ένα μνημείο ως προστατευόμενο απο την UNESCO κατα την ανωτέρω σύμβαση, θα πρέπει να  πληροί τα κριτήρια της αυθεντικότητας και ακεραιότητας (integrity and/or authenticity). Η αυθεντικότητα εκτιμάται, σε γενικές γραμμές, από στοιχεία, όπως ο σχεδιασμός της κατασκευής , τα υλικά και η τοποθεσία του μνημείου, ενώ η ακεραιότητα σχετίζεται με την ενεστώσα ικανότητα του μνημείου να εκφράσει την παγκόσμια αξία του, καθώς και με επαρκές μέγεθος, ικανό να αντιπροσωπεύει επαρκώς τη σημασία του.

Τα συμβαλλόμενα μέρη της προαναφερθείσας διεθνούς συμβάσεως αναλαμβάνουν ορισμένες υποχρεώσεις που πηγάζουν απο αυτή και αποσκοπούν στην αποτελεσματική προστασία του μνημείου και στην προώθηση της αξίας του στο κοινό παγκοσμίως. Τα κράτη οφείλουν να διατηρούν τα προστατευόμενα μνημεία, να καταρτίζουν προγράμματα και να παρέχουν υπηρεσίες που εξυπηρετούν τη διατήρηση της αξίας του, καθώς και να λαμβάνουν μέτρα για την ένταξη του μνημείου στην καθημερινή λειτουργία της κοινωνίας. Οφείλουν να μην λαμβάνουν κανένα μέτρο που σκοπίμως,  άμεσα η έμμεσα, βλάπτει την κληρονομιά τους ή την κληρονομιά άλλων κρατών. Επίσης, έχουν την υποχρέωση να υποβάλλουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα αναφορές στην UNESCO σχετικά με την κατάσταση του μνημείου.

Σύμφωνα με την UNESCO, ένα Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς μπορεί να αποτυπώνει ένα αριστούργημα της ανθρώπινης διάνοιας, να συμβολίζει μια σημαντική ανταλλαγή ανθρώπινων αξιών στο πέρασμα του χρόνου, να αποτελεί μια μοναδική ή εξαιρετική μαρτυρία πολιτισμικής παράδοσης ζώσας ή παρελθούσας. Και πράγματι, αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας, η οποία, δεσπόζουσα πάνω απ’ το στενό του Βοσπόρου, εκφράζει την ένωση ή/και αντίθεση ανάμεσα στους πολιτισμούς, στην Ευρώπη και στην Ανατολή, στο Ισλάμ και στο Χριστινισμό. Ως μουσείο εξέφραζε την κοινότητα των λαών, ανοιχτή και προσβάσιμη για όλους. Τώρα, όμως, αυτό το καθεστώς και αυτός ο συμβολισμός μετατρέποντται σε κάτι τελείως διαφορετικό, αντικατοπτρίζοντας την εσωτερική διαμάχη που διαδραματίζεται στη γείτονα χώρα.

Η λειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τζαμί, για πρώτη φορά μετά το 1935, δεν προέκυψε αιφνιδίως και απροόπτως. Συζητείται την τελευταία δεκαετία περίπου στην Τουρκία, αποτελώντας σημείο αντιπαράθεσης ανάμεσα στους οπαδούς του εθνικιστικού κινήματος και στους υποστηρικτές μιας κοσμοπολίτικης και ανεκτικής Τουρκίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ ήθελε μια Τουρκία πολύ διαφορετική από αυτή του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος προβάλλει ως συνδετικό κρίκο του τουρκικού έθνους το οθωμανικό παρελθόν και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Ο Κεμάλ είχε πει το 1926: «Εύχομαι να δω όλες τις θρησκείες στον πάτο της θάλασσας». Ο Ερντογάν στηρίζεται, αντιθέτως, στη θρησκεία, για να δημιουργήσει ένα καθεστώς αυταρχικό, μακριά απο τις δημοκρατικές αξίες και τον κοσμοπολιτισμό. Ήδη έχει αυστηροποιήσει τους νόμους σχετικά με το αλκοόλ, ήρε τον αποκλεισμό επί της λειτουργίας θρησκευτικών σχολείων και επέτρεψε πάλι τη χιτζάμπ στα πανεπιστήμια. Ο τούρκος πρόεδρος επιζητά τις συγκρούσεις, επενδύει δισεκατομμύρια στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και εξοντώνει με οποιονδήποτε τρόπο τους αντιπάλους του στο εσωτερικό της χώρας.

Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ίσως είναι η καθοριστική ένδειξη που συμβολίζει την απομάκρυνση της Τουρκίας από την Ευρώπη και τη Δύση, όχι απαραίτητα πολιτικά, αλλά οπωσδήποτε πολιτισμικά. Η κίνηση έχει προφανή λαϊκιστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η Κωνσταντινούπολη έχει ήδη περίπου τρείς χιλίαδες τζαμιά. Εντάσσεται στην προσπάθεια του Ερντογάν να προσελκύσει και να συσπειρώσει όλο το εθνικιστικό ακροατήριο της Τουρκίας στο πρόσωπό του, εντείνοντας διαρκώς τον έλεγχό του και την επιρροή του στο εσωτερικό της χώρας.

Η Αγία Σοφία, αν και έχει πάψει να αποτελεί εκκλησία απο την εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, συνδέεται στη συνείδηση των Ελλήνων με την παράδοση της χώρας και με τη χριστιανική πίστη. Η απόφαση ωστόσο της Τουρκίας περι επαναφοράς της λειτουργίας της ως τζαμί βλάπτει πρωτίστως την ίδια τη γείτονα χώρα, η οποία τα τελευταία χρόνια ολισθαίνει συνεχώς προς τον σκοταδισμό, τον φανατισμό και τον εθνικισμό. Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση της Ελλάδας και της Ευρώπης απέναντι στην Τουρκία πρέπει να διακρίνεται από προσεκτική σκέψη και στοχευμένες ενέργειες. Είναι σημαντικό να αντιμετωπίζουμε με σύνεση την τουρκική προκλητικότητα και να μην δίνουμε χώρο σε εθνικιστικές φωνές να διεισδύσουν στην πολιτική σκηνή της χώρας μας, βρίσκοντας έρεισμα στο θυμό και το πληγωμένο γόητρο του ελληνισμού.

Η ιστορία, κατά μια άποψη, επαναλαμβάνεται. Ο εθνικισμός και ο φανατισμός βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στα συναισθήματα, στο λαϊκισμό και στις εντυπώσεις. Το θέμα είναι πότε οι λαοί επιτέλους θα διδαχθούν…