«Θα μιλήσουμε και για την ένταση στην Αν. Μεσόγειο μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας. Οι προκλήσεις πρέπει να σταματήσουν. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια πολιτική λύση μέσω ενός άμεσου διαλόγου μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών».
– Χάικο Μας, Γερμανός ΥΠΕΞ 

Τα όσα, ομολογουμένως καταιγιστικά, έχουν λάβει χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο και την συνολική περιφερειακή ενότητα της χώρας τους τελευταίους καλοκαιρινούς μήνες, έχουν αδιαμφισβήτητα τοποθετήσει σε δευτερεύοντα ρόλο ακόμα και τα πρωτόγνωρα πανδημικά φαινόμενα. Και τούτο συμβαίνει, όχι μονάχα λόγω της επικινδυνότητας της κλιμακούμενης κατάστασης, υπαρξιακής και ουσιαστικής, αλλά πρωτίστως, διότι αναδεικνύονται νέοι κανόνες διαφορετικού βεληνεκούς, αναφορικά με τη γεωπολιτική κατάσταση, τις ισορροπίες δυνάμεων και τα γεωστρατηγικά συμφέροντα ολόκληρης της περιοχής.

Ο ασταθής Διεθνής Παράγοντας

Η εισαγωγική φράση του Γερμανού ΥΠΕΞ αναδεικνύει με τον πλέον λακωνικό και συγχρόνως αλληγορικό τρόπο, την αδυναμία της Ευρωπαϊκής και εν γένει Δυτικής διαχείρισης των έκρυθμων καταστάσεων, όπως εν προκειμένω μιας νέας Ελληνοτουρκικής κρίσης η οποία έχει προ πολλού ξεπεράσει την απλή αντιπαράθεση. Με μοναδικές ίσως εξαιρέσεις, όπως της Γαλλίας και της Αυστρίας (προφανώς για τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα), η υπόλοιπη Ε.Ε. παραμένει έτι μια φορά  αποσβολωμένη και κατώτερη των περιστάσεων. Μετά την φειδωλή και καθυστερημένη αντίδραση στις δημοσιονομικές επιπτώσεις του COVID – 19, το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο θυμίζει τάνκερ που προσπαθεί ματαίως να στρίψει νωρίτερα από τις δυνατότητές του, συνεχίζει να δρα υποτονικά, αρκούμενο σε μια αλληλέγγυα ρητορική. Τι και αν οι θεμελιώδεις καταστατικές αξίες, το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, οι θεσμικές και εθιμικές πρακτικές, απαξιώνονται σε βαθμό γελοιοποίησης της γηραιάς ηπείρου, τι και αν δύο κράτη μέλη της Ε.Ε. – που φιλοδοξεί να αποτελέσει σημαντικό δρώντα στο διεθνές στερέωμα – βρίσκονται με το όπλο παρά πόδας, μπροστά στην παράνομη τουρκική επεκτατικότητα (και όχι απλώς προκλητικότητα). Τίποτα δεν φαίνεται να συγκινεί τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι δεν διστάζουν να θέσουν, ορθώς, κυρώσεις στη Λευκορωσία, αλλά την ίδια στιγμή, εν είδει αντιφατικού σουρεαλισμού, αδυνατούν να επιβάλουν οικονομικές κυρώσεις στην ευάλωτη οικονομία της Τουρκίας, όταν αυτή καταπατά τα Ελληνικά ύδατα.

Μέρκελ και Τραμπ σε κοινή συνέντευξη τύπου, πηγή: energypress.com

Η Γερμανία, έχοντας ως πάγιο στόχο την ηγετική της εδραίωση ως κυρίαρχη Ευρωπαϊκή συνισταμένη, συνεχίζει την γνωστή της πλέον τακτική, βάσει της οποίας δρομολογεί εξελίξεις από το παρασκήνιο, δίχως να αρθρώνει επισήμως αυτό που όντως επιθυμεί. Τρανό τέτοιο παράδειγμα, πέραν της φειδωλής στόχευσης για το ταμείο ανάκαμψης από τον κορωνοϊό, είναι και η τωρινή προσπάθεια αποκλιμάκωσης της Ελληνοτουρκικής διένεξης,  ιδίως τη στιγμή που η Βόρεια χώρα κατέχει συγκυριακά και την Ευρωπαϊκή προεδρία. Και εκεί ακριβώς έγκειται το οξύμωρο της υπόθεσης: πρόκειται για μια χώρα που ανέκαθεν εξάγει πολεμικο υλικό στην Τουρκία και άρα έχει ισχυρά οικονομικοπολιτικά συμφέροντα με αυτή, η οποία διατηρεί ίσες αποστάσεις που επί της ουσίας εξισώνουν δια της πλαγίας τον θύτη με τα θύματα. Έτσι, προτείνει πολιτική λύση σε ένα τραπέζι διαλόγου με παντελώς θολή την ατζέντα βάσει της οποίας θα γίνουν οι εν δυνάμει διαπραγματεύσεις. Πρόκειται για μια θέση που δεν αντιτίθεται απλώς στο Διεθνες δίκαιο, το οποίο ξεκάθαρα δικαιώνει τις Ελληνικές θέσεις και αντιδράσεις, αλλά και που δίνει εν μέρει δικαίωση στα παράλογα αιτήματα της Τουρκίας και συγκεκριμένα στην προσπάθειά της για έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο, στα πλαίσια του οποίου η χώρα μας έχει μόνο να χάσει και να περιορίσει κυριαρχικά δικαιώματα.

Ομοίως, η Νατοϊκή απόπειρα για μια μεσοβέζικη τοποθέτηση αναφορικά με τις χρόνιες Ελληνοτουρκικές διαφωνίες, αν και δικαιώνεται ως εκ του καταστατικού και στρατηγικού στόχου της συμμαχίας (και οι δύο χώρες είναι μέλη άρα, από πλευράς του ΝΑΤΟ, πρέπει να τηρηθούν οι ίσες αποστάσεις), στην ρεαλιστική ερμηνεία της, αυτοαναιρείται. Η Τουρκία, μια χώρα που έχει ήδη δημιουργήσει πυρηνικό εργοστάσιο με τη συνδρομή της Ρωσίας στο Ακκούγιου, και που έχει αγοράσει Ρωσικούς πυραύλους S – 400, παρά την ρητή απαγόρευση αγοράς και χρήσης τετοιων συστημάτων από μέλη του Βορειοατλαντικού συμφώνου, ακροβατεί ανάμεσα στη Δυτική και Ασιατική επιρροή, δίχως την επιβολή καμίας αξιοπρόσεκτης κύρωσης. Ταυτοχρόνως, η διοίκηση Τραμπ, μια προεδρεία που έχει χάσει κάθε Αμερικανικό κεκτημένο στη  Μ. Ανατολή και που, βάσει των δηλώσεων του ίδιου του Αμερικανού προέδρου, διατηρεί στενότατη σχέση και επικοινωνία με τον Ερντογάν, αδυνατεί να πράξει τα δέοντα, κοινώς,  αυστηρές συστάσεις και συνακόλουθες κυρώσεις, παρά τα όσα λέγονται εν είδει επικοινωνιακού πυροτεχνήματος από το State Department. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός πως οι ΗΠΑ διαχρονικά έχουν στόχευση για τη διατήρηση του status quo στην Ανατ. Μεσόγειο και το Αιγαίο, γεγονός που αιτιολογεί την σύμπνοιά τους με το Δ. Δίκαιο, το οποίο δικαιώνει τις Ελληνικές θέσεις, όπως η αυτόματη (ipso factio) και εκ προοιμίου (ab initio) ύπαρξη υφαλοκρηπίδας, ακόμα και για τα νησιά. Αναμένουμε συγκρατημένοι, μια ίσως «σκληρότερη» στάση επί των Τουρκικών παραβιάσεων από την πιθανή εναλλαγή εξουσίας στον Λευκό Οίκο, δίχως όμως υπερβολικές επιδιώξεις.

Οι μέχρι στιγμής Ελληνικές κινήσεις

Αν ένα πράγμα αποτελεί μια αισιόδοξη νότα, είναι οι δραστήριες ελληνικές, διπλωματικές και πολιτικές, κινήσεις, ιδίως σε περιφερειακό επίπεδο. Οι συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, είναι τω όντι ένα θετικό βήμα, πλην όμως ημιτελές. Πολλοί κατηγόρησαν τις προαναφερθείσες συμφωνίες ως μειοδοτικές, πράγμα που μας θυμίζει παρόμοιες αντιδράσεις για την επίσης αναγκαία συμφωνία των Πρεσπών. Τόσο στις Πρέσπες, όσο και εν προκειμένω με τις οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών, η Ελλάδα εκμεταλλεύτηκε το πολιτικό momentum, το συγκυριακό timing, για να κλείσει παθογενή ζητήματα. Όπως ακριβώς η συμφωνία των Πρεσπών βρήκε μια μέση λύση για το Σκοπιανό ζήτημα, εκμεταλλευόμενη την θητεία του προοδευτικού Ζάεφ, έτσι και οι τωρινές συμφωνίες χρησιμοποίησαν την άνευ προηγουμένου Τουρκική συμπεριφορά για να πιέσουν τους συνομιλητές μας για την επίτευξη ενός συμβιβασμού. Η μειωμένη επήρεια νησιών (πχ το 80% αντί για 100% της Κρήτης στην τμηματική ΑΟΖ Ελλάδος – Αιγύπτου,  και μόνο 32% επήρεια στις Στροφάδες στην Ελληνοϊταλική ΑΟΖ) ή η τμηματική και όχι πλήρης οριοθέτηση ανάμεσα σε εμάς και την Αίγυπτο, αποτελούν μειονεκτήματα; Σαφώς και ναι! Όμως στις διεθνείς και τις ευρύτερες πολιτικές σχέσεις, πρέπει να αδράξεις την ευκαιρία, όταν αυτή παρουσιάζεται. Όπως ακριβώς στη Συμφωνία των Πρεσπών υπήρξαν και επώδυνοι συμβιβασμοί (εθνικότητα και γλώσσα πιο κοντά στις Σκοπιανές θέσεις παρά στις Ελληνικές ως αντιστάθμισμα του ονόματος και των αλυτροτικών συμβόλων, αλλά και του περιορισμού της Τουρκικής επιρροής στη γείτονα), έτσι και σε αυτές τις συμφωνίες παρατηρούνται συμβιβασμοί, που όμως δικαιώνουν την διπλωματική σύναψή τους. Όπως ολόσωστα λένε οι Άγγλοι, «το τέλειο δεν είναι το αντίθετο του καλού». 

Αναφορικά με την εξαγγελία περί της άσκησης του νόμιμου κυριαρχικού και μονομερούς δικαιώματος της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών υδάτων (και άρα και του εναερίου χώρου που ταυτίζεται με αυτά) προς Δυσμάς, δηλαδή στο Ιόνιο, από 6 στα 12 ναυτικά μίλια,  είναι μια θετική κίνηση που αποτελεί μια Εθνική επιδίωξη, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι αποτελεί στόχο τόσο της προηγούμενης όσο και της τωρινής κυβέρνησης. Παρ’ όλα αυτά, εάν δεν συνταιριαστεί με ανάλογη επέκταση των χωρικών υδάτων στην περιοχή της Κρήτης και σταδιακώς και στο ίδιο το Αιγαίο, θα αποτελέσει μια εν μέρει δικαίωση της Τουρκικής προπαγάνδας, η οποία εδράζεται στο ότι το Αιγαίο είναι μια ξεχωριστή περίπτωση και άρα η πλήρης, εθιμική και νόμιμη, εφαρμογή του Δ. Δικαίου σε αυτό, είναι ανυπόστατη. Η Ελλάδα ανέκαθεν θεωρεί τη μοναδική διαφορά που αναγνωρίζει, ήτοι την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας ανάμεσα σε εμάς και την Τουρκία, ως ένα θέμα απολύτως νομικό, την ίδια στιγμή που οι απολυταρχικοί διοικούντες της γειτονικής χώρας το θεωρούν ένα θέμα αμιγώς πολιτικό. Άρα, εάν ευελπιστούμε, ένα διάλογο εντός του οποίου το εθνικό και κρατικό συμφέρον μας θα διασφαλίζεται, πρέπει να τον θέσουμε με πολύ συγκεκριμένη θεματολογία και πάντοτε πάνω στις αρχές και τη διεθνή πρακτική του Δικαίου. Βεβαίως, το Δίκαιο δεν είναι μονάχα το Διεθνές, αλλά και  εκείνο της Ανάγκης, βάσει του οποίου, η χώρα μας υποχρεούται να απαντήσει, ακόμα και με στρατιωτικά μέσα, εάν συνεχιστούν οι παράνομες έρευνες και ιδίως οι προβοκατόρικες ενέργειες εναντίον μας.

 Η ισοτιμία λίρας με ευρώ και δολάρια, που αναδεικνύει την ακραία υποτίμηση του νομίσματος της γείτονος. Πηγή: DW

Νέο δόγμα Εξωτερικής Πολιτικής

Υπό αυτό το ρευστό και διαρκώς εξελισσόμενο πρίσμα των υπαρχουσών συνθηκών, η χώρα μας πρέπει να ιεραρχήσει τις ανάγκες και τις στρατηγικές επιδιώξεις της, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, μέσω νέων πολιτικών γραμμών. Το δόγμα αποτροπής στις ένοπλες δυνάμεις, όπως και η εξισορροπητική πολιτική συμμαχιών, είναι πάγια χαρακτηριστικά που πρέπει να διατηρήσουμε, όμως δεν επαρκούν μπροστά στην νέα Τουρκική προοπτική.

Με μια γειτονική χώρα με άκρως απολυταρχικό καθεστώς, επεκτατικές κινήσεις/βλέψεις και κάκιστη δημοσιονομική εικόνα, πρέπει να σχεδιάσουμε ένα νέο φάσμα εξωτερικής πολιτικής.

Όπως η Τουρκία έχει αλλάξει τους όρους παιχνιδιού, βασιζόμενη στο πλατωνικό «δίκαιο του ισχυρού», έτσι και εμείς πρέπει να ανασυντάξουμε και να εντείνουμε τις διπλωματικές και πολιτικές μας κινησιολογίες. Εξάλλου, ο φιλοδυτικός Κεμαλισμός έχει αυταπόδεικτα πεθάνει, όπως ακριβώς και ο Βενιζελισμός και πλέον ο ακραίος κατευνασμός που τον διαδέχθηκε. Σε αυτό το νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής, διακρίνουμε δύο είδη πιθανών κινήσεων από μέρους της Ελλάδας: α) τις μονομερείς και β) τις πολυμερείς – διεθνείς.

Αναφορικά με τις μονομερείς κινήσεις, η χώρα μας πρέπει να επιδιώξει τάχιστα:

  • Την επέκταση των χωρικών υδάτων, μετά το Ιόνιο και στην Κρήτη και σταδιακά στο ίδιο το Αιγαίο, όπως κάθε άλλη παράκτια χώρα έχει πράξει βάσει της συνθήκης δικαίου της θαλάσσης του 1982, με ρητή κυβερνητική θέση που να το προαναγγέλει και σε σωστό πολιτικό (και ανύποπτο) χρόνο. Τα βήματα αυτά δεν χρειάζεται να γίνουν βιαστικά, γεγονός που όμως δεν συνεπάγεται και την μακροχρόνια αργοπορία τους, η οποία θα μεταφραστεί από την απέναντι πλευρά ως κούφια απειλή και δικαίωση του αφηγήματός της.
  • Στους διεθνείς οργανισμούς, στους οποίος είμαστε μέλη (Ε.Ε. και ΝΑΤΟ εν προκειμένω), οφείλουμε να ασκήσουμε μια πιο Μακιαβελική πολιτική στάση, με μια πρωτοφανή χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο) που κατέχουμε, εμποδίζοντας κάθε πιθανή απόφαση εάν δεν διευθετηθεί με συγκεκριμένα κυρωτικά μέτρα η τουρκική παρανομία. Στην μακροπρόθεσμη αυτή στόχευση μπορούν να αναζητηθούν και περαιτέρω μέτρα πίεσης, όπως η κλιμακωτή μείωση πάσης φύσεως συνεισφοράς, οικονομικής και επιχειρησιακής, στου εταίρους μας, εν είδει συμβολικής ένδειξης διαμαρτυρίας.

Αναφορικά με τις πολυμερείς – διεθνείς επιδιώξεις, κατά σειρά προτεραιότητας, οφείλουμε:

  • Να συνεχίσουμε την τυπική οριοθέτηση ΑΟΖ και με την Κύπρο, όπως επίσης και την οριστικοποίηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, όποτε αυτό καταστεί δυνατόν.
  • Να εμβαθύνουμε τις περιφερειακές συμμαχίες με την Γαλλία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Κύπρο και τα Αραβικά κράτη, με γνώμονα την κοινή αμυντική πρακτική προς όφελος, εμπορικό και επιχειρησιακό, όλων των εμπλεκομένων.
  • Να επιδιώξουμε την δημιουργία μιας κοινής επιχειρησιακής ομάδας των προαναφερθέντων χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο (ένα είδος task force) που θα διεξάγει κοινές ασκήσεις στην περιοχή εις απάντησιν στην Τουρκική προκλητικότητα που μας απειλεί όλους. Είναι ένα μακροπρόθεσμο, αλλά πλήρως λειτουργικό σχέδιο.
  • Στα επόμενα, τυπικά και άτυπα, Ευρωπαϊκά συμβούλια, Υπουργικά συμβούλια  (Ευρωπαϊκά συμβούλια) των ΥΠΕΞ, Eurogroups κ.α., η χώρα μας πρέπει να εμφανιστεί με ενιαία γραμμή, η οποία θα εδράζεται στην κατεύθυνση επιβολής οικονομικών κυρώσεων προς την Τουρκία. Ταυτοχρόνως, μπορούμε να πρωτοστατίσουμε σε μια στρατηγική επαναγεφύρωσης του χάσματος με τους γείτονές μας, εάν και εφόσον οι ίδιοι αποχωρήσουν από τα ύδατά μας, με σταδιακό αντάλλαγμα την εμβάθυνση της τελωνιακής ένωσης ανάμεσα σε Ε.Ε. – Τουρκία, κατόπιν σοβαρών μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν από την απέναντι όχθη. Εάν κάτι τέτοιο βέβαια δεν επιτευχθεί λόγω αδιαλλαξίας της άλλης πλευράς (επικρατέστερο σενάριο), τότε μπορούμε να πιέσουμε προς την οριστική ρήξη Ευρώπης – Τουρκικής Κυβέρνησης, με κάθε πρόσφορο και μη τρόπο.
  • Εάν συγκαταθέσουμε σε μια απόπειρα διαλόγου με την Τουρκία, πρέπει να το πράξουμε εάν και μονάχα εάν: 1) αποχωρήσει από τα Ελληνικά ύδατα, 2) υπάρξει η δέσμευση για επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών και μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και 3) εάν υπάρξει διαπραγμάτευση στη βάση της νομιμότητας αναφορικά με την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας. Εάν οτιδήποτε από τα ανωτέρω δεν κατοχυρωθεί, η Ελλάδα δεν έχει απολύτως ΚΑ – ΝΕ – ΝΑ συμφέρον στο να κάτσει σε ένα εκ του πονηρού τραπέζι διαπραγμάτευσης, δια μέσου αυτοαναφορικών «διαιτητών», που δεν συμμερίζονται ουδόλως τις δικές μας επιδιώξεις και κινδύνους που απορρέουν από αυτή την τοξική κατάσταση.
  • Να αποκαταστήσουμε τις διπλωματικές σχέσεις με τη Συρία, μια χώρα που αποτελεί καίριο πιθανό σύμμαχο εναντίον της Τουρκίας, παράλληλα με την εμβάθυνση των σχέσεών μας με Κούρδους και Λίβυους.
    Επιμύθιον:

    Η Ελλάδα δεν έχει κανένα στρατηγικό συμφέρον στο να επιτρέψει σε πάσης φύσεως «διαιτητές» να μεσολαβήσουν με λανθασμένες και εκ του πονηρού βάσεις διαλόγου. Η Ε.Ε. ορθώς στέκεται στο πλευρό μας, όπως οι αξίες και η νομιμότητα επιτάσσουν, αλλά αυτό δεν αρκεί. Η διγλωσσία, οι (ανυπόστατες) μεσοβέζικες λύσεις και οι ετεροχρονισμένες αντιδράσεις πρέπει επιτέλους να σταματήσουν, εάν θέλουμε να κάνουμε λόγο για διεθνή δρόντα εν είδει σημαντικης περιφερειακής και παγκόσμιας δύναμης, διαφορετικά η αυτοαποκαλούμενη «Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» τείνει να γίνει κωμικό συνώνυμο της ανετοιμότητας και υποχωρητικότητας. Σε μία εποχή που η Τουρκική λίρα έχει χάσει το 13% της αξίας της και με δύο Ευρωπαϊκά κράτη με το τουφέκι παρά πόδας, το μόνο ουσιώδες μέτρο είναι αυτό των αυστηρών κυρώσεων, πάντοτε υπό το πρίσμα ενός νέου Εθνικού οράματος – μιας νέας Εξωτερικής πολιτικής γραμμής με συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές και αντισταθμιστικά κίνητρα. Μονάχα έτσι θα δωθεί ξεκάθαρο μήνυμα και θα επέλθει ουσιαστική αποκλιμάκωση. Αν μη τι άλλο, παραφράζοντας τον Πάγκαλο, οτιδήποτε έχουμε καταφέρει ως χώρα στη διεθνή κοινότητα, έγινε κατόπιν εκβιασμών, απειλών και ψεμάτων.

    Χρειαζόμαστε ένα νέο δόγμα στα μέτρα των δύσκολων καιρών που διανύουμε. Ο μεγαλοϊδετισμός παρήκμασε και εξέπεσε μετά και την Μικρασιατική καταστροφή. Την ίδια μοίρα είχε και η ουτοπική αντίληψη περί δήθεν Εξευρωπαϊσμένης φιλοδυτικής Τουρκίας. Μια νέα μορφή αντίληψης της θέσης μας στο Διεθνές στερέωμα, με συγκεκριμένες και υλοποιήσιμες φιλοδοξίες σε σταδιακές φάσεις, ένας σύγχρονος νεοϊδεατισμός, είναι η μόνιμη σταθερή βάση, πάνω στην οποία μπορούμε να θεμελιώσουμε ένα πραγματικά δυναμικό και αξιοπρόσεκτο οικοδόμημα. Ο καιρός του σιγάν έχει προ ετών ξεφτίσει. Ο καιρός του λαλείν επιτάσσει μια εκ βάθρων ανανέωση και επαναστοχασμό.