Ηθοποιός σημαίνει φως, καλλιτεχνικό ταλέντο και από την παρούσα κριτική, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η γνωστή σε όλους, πεπειραμένη ηθοποιός, Ελένη Ράντου. Μιλάμε φυσικά για την γυναίκα, που πάνω από 20 χρόνια, έχει μπει στα σπίτια μας και είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μας, χαρίζοντας μας στιγμές γέλιου μέσω των ρόλων της. Όμως, το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις. Η μια είναι αυτή της τηλεοπτικής επιτυχίας και η άλλη εκείνη του – ομολογουμένως δύσκολου – επαγγέλματος του θεάτρου.

Ίσως είναι η στιγμή να επαναπροσδιορίσουμε κατά πόσο η τηλεοπτική επιτυχία και η βαθιά θεατρική αποτύπωση ενός ρόλου, είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα. Θα στηριχτώ στην πρόσφατη παράσταση που για δεύτερη χρονιά ανεβαίνει, με τίτλο «Τζάσμιν», του Woody Allen, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και διασκευή της Ράντου και του Βαγγέλη Χατζηνικολάου. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια μεταφορά κινηματογραφικής επιτυχίας στο σανίδι, κάτι το οποίο είναι στις τάσεις τελευταία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι εύκολη και σίγουρη συνταγή επιτυχίας.

Ωστόσο, το «χάσιμο» του έργου δεν προέρχεται τόσο από το δύσκολο εγχείρημα της σκηνοθεσίας, όσο από το υποκριτικό του κομμάτι. Κακά τα ψέμματα, έχουμε πια κουραστεί να βλέπουμε να φωνάζουν στο θέατρο και να παλεύουν να μας μεταδώσουν το συναίσθημα σαν μασημένη τροφή. Οι ερμηνείες δεν είχαν παλμό, χρώμα και εναλλαγές, ενώ λίγες ήταν οι στιγμές που υπήρχε χημεία και αλληλεπίδραση των χαρακτήρων μεταξύ τους. Μια ομολογουμένως προβλέψιμη ροή της ιστορίας και μία παράσταση που τα έχει όλα ανακατεμένα, γέλιο, συγκίνηση, ανατροπές, κλάμα, θυμό και ό,τι άλλο μπορούμε να νιώσουμε.

Δεν αφήνει τον θεατή να αναπτύξει από μόνος του κρίση για τον ήρωα, ταύτιση με τα γεγονότα, και πριν καλά καλά καταλάβεις το τι συμβαίνει στην σκηνή, πέφτουν τα φώτα, απόλυτο σκοτάδι και αλλαγή σκηνής.

Δεν δίνεται χρόνο στον θεατή να κατανοήσει, να δει τον εαυτό του μέσα στο έργο και να αποφασίσει το δικό του τέλος για κάθε ήρωα. Η  Ε. Ράντου παρουσιάζεται υπερβολική στην απόδοση του ρόλου της, προσπαθώντας να κερδίσει το κοινό. Απουσίαζε η εσωτερική και ρεαλιστική ερμηνεία μιας κλονισμένης από τα χτυπήματα της ζωής ηρωίδας, που αν και εμπλουτίζει με κωμικά στοιχεία το έργο και καταφέρνει μεν να κάνει στην ουσία το δράμα αποδεκτό από το ευρύ κοινό, εν τέλει σε απομακρύνει από την πιθανότητα να συμπάσχεις μαζί της.

Ο ρόλος της Τζάσμιν, είναι υπερβολικά δραματικός, σχεδόν γκροτέσκος, με αποτέλεσμα να βαραίνει τους θεατές. Όσο προχωράει η παράσταση, η σχέση της Ράντου με την ηρωίδα χαλαρώνει και τείνει να απομακρίνετε απο τον ρόλο της, καταλήγωντας σε ένα δραματικό τέλος μέσω της έκρηξης και της διπλής κατάρρευσης της, παρουσιάζοντας μας μια εσωτερική αλήθεια η οποία έχει χαθεί εντελώς. Έτσι, για να πείσει με τα λεγόμενα της, καταφεύγει στην εύκολη λύση που είναι απλά να «φωνάζει», πράγμα το οποίο ήταν περιττό. Βαθιά φωνή, με γρέζι, εξεζητημένοι τονισμοί, ξαφνικά ξεσπάσματα, πολύ κλάμα και αναφιλητό, με αποτέλεσμα να νιώθει κανείς ότι όλα όσα βλέπει είναι επιφανειακά.

πηγή: maxmag

 Σ’ αυτό συνετέλεσε και η αμήχανη κίνησή της, το «αλλού πατάω και αλλού βρίσκομαι», που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ρεαλιστικό, αφού το μεθύσι ως υποκριτικό «τρικ» είναι κύριο χαρακτηριστικό της, φλερτάροντας με τον κόσμο των ψευδαισθήσεων. Σκηνές παρατραβηγμένες, απλά και μόνο, για να κορυφωθούν στον αναμενόμενο οδυρμό της πρωταγωνίστριας, προκαλώντας τη λύπηση του ήρωα από το θεατή, ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει από τον διακεκομμένο λόγο τι ακριβώς συμβαίνει. 

Στην αντίληψη μου έπεσε το γεγονός των άτονων και απλών διαλόγων των υπόλοιπων ηθοποιών του έργου, οι οποίοι ερμήνευαν τους ρόλους απλά για να στηρίξουν την Ράντου, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο συναίσθημα του χαρακτήρα, στο ποιος είναι ο χαρακτήρας και γιατί βρίσκεται εκεί που τον έχει τοποθετήσει χρονικά ο συγγραφέας, με τους περισσότερους από αυτούς να παραμένουν άνευροι, στατικοί και χωρίς εξέλιξη στη ροή του έργου.

Είναι γεγονός, ότι στη διασκευή του το έργο έχει χάσει από τη δραματικότητα της ταινίας. Απουσιάζουν οι εξωτερικές σκηνές της ταινίας στο Μανχάτταν, στα Χάμπτονς, στο Σαν Φρανσίσκο και το συνεχέστατο flash back στο χρόνο καταλήγει να είναι κουραστικό στο μάτι του θεατή, αλλά και συγχρόνως ικανό να σε μπερδέψει μέσα στις πολλαπλές χρονικές στιγμές.

Όσον αφορά τους υπόλοιπους συντελεστές του έργου, τους συναντάς συχνά σε  παραστάσεις της Ελένης Ράντου, μιας και η ίδια αναλώνεται σε τέτοιου είδους μοτίβα στα έργα της. Ακόμα και ο ρόλος της Τζάσμιν, φέρει πολλά κοινά στοιχεία με την Καίτη από την παράσταση «Κατάδικός μου».

Το έργο, όμως, αντικατοπτρίζει μια ζοφερή πραγματικότητα. Οι χαρακτήρες του είναι άνθρωποι που κινούνται σε ένα πιεστικό περιβάλλον και είναι εξαιρετικός και δραματουργικά γοητευτικός ο τρόπος που αυτοί αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και εξελίσσονται, καθώς η δράση προχωρά.

Η εύκολη και έξυπνη λύση της περιστροφικής σκηνής του Μαγιού Τρικεριώτη σε συνεργασία με την σκηνική προσέγγιση του Σταμάτη Φαρουλή, αποδεικνύεται λειτουργική για τους συντελεστές και για τη σκηνική αποτύπωση των πολλών χώρων δράσης, αν και σε κάποια σημεία είναι κουραστική για τους θεατές. Επιπλέον, η παρελθούσα κατάσταση έπρεπε να δίνει και την αίσθηση της ψευδαίσθησης, χωρίς όμως να υποτιμάται η ίδια η ιστορία και ομολογουμένως αυτό, σε πολλές περιπτώσεις, ήταν αποτελεσματικό. Τα κουστούμια της Κικής Γραμματικοπούλου έντυσαν με στυλ και άρτια στοχευόμενα όλους τους συντελεστές στη δεδομένη στιγμή της δράσης τους επί της σκηνής, πόσο μάλλον της πρώην πλούσιας κυρίας της καλής κοινωνίας. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, λειτούργησαν πολύ βοηθητικά στις εγκιβωτισμένες αφηγήσεις και έδωσαν λύση και ζωή, εκεί όπου δεν υπήρχαν σκηνικά, όπως στη σκηνή του πάρτι. Η μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου μας χάρισε λίγη από τη νοσταλγική ατμόσφαιρα της ταινίας.

Η σκηνή που αναμφίβολα χαράχτηκε στην ψυχή μου, είναι φυσικά η απογύμνωση της Ράντου στην πρόζα της, καθώς η ίδια καταρρέει με έναν εκπληκτικό μονόλογο ξεχειλίζοντας από συναισθήματα, παρουσιάζοντας την ωμή αλήθεια της διεφθερμένης ζωής της, και σε εντάσσει στον κόσμο της, υπενθυμίζοντάς σου τη δύναμη που έχει η αγάπη, όταν αυτή τελειώσει και σε μεταφέρει στον κόσμο της παράνοιας. Αν και υπήρξε το όραμα μιας καλής παράστασης, η δραματοποίησή της δεν ήταν τόσο επιτυχημένη.

πηγή αρχικής εικόνας:  Athens Voice