Ένα καυτηριάζον σποτάκι μερικών δευτερολέπτων, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ήταν αρκετό για να δρομολογήσει αντιδράσεις με κύριους πομπούς κυβερνητικούς και μιντιακούς δρώντες. Αυτή η νέα διαμάχη έρχεται να ενταχτεί στο συνολικό πλαίσιο του πολωμένου Δημοσίου διαλόγου των τελευταίων μηνών, εντός του οποίου ακούγονται καθημερινώς πολύ βαριές, θεσμικά και ιδεολογικοπολιτικά, φράσεις όπως:  ”παρακράτος”, ”μαφία”, ”σκάνδαλα” κ.α. Εν πολλοίς το εύλογο ερώτημα είναι: Εφάπτουν όλα τα προαναφερθέντα σε μια λογική βάση με αποδεικτική αξία, ή μιλάμε για προδήλως κατευθυνόμενα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα;

Ξεκινώντας επί της αρχής, ήταν, είναι και θα είναι όχι απλώς δικαίωμα αλλά καταστατική υποχρέωση της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης, να εγείρει ζητήματα όταν τα δεδομένα υποδεικνύουν μια αντιθεσμική, και άρα όχι πολιτικά νομιμοποιημένη, συμπεριφορά. Εν προκειμένω λοιπόν, όταν ένα ολόκληρο κυβερνητικό σχήμα υπεκφεύγει της υποχρέωσής του να δημοσιοποιήσει συγκεριμένες λίστες Δημόσιας χρηματοδότησης διαφόρων μέσων, μετά των απαραίτητων στοιχείων που δικαιολογούν τα διάφορα ποσά ενίσχυσης, τότε ναι η αντιπολίτευση έχει κάθε δικαίωμα να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα. Το θέμα όμως έχει μια ακόμα πιο ενδιαφέρουσα χροιά: όχι μονάχα η αξιωματική αλλά σύσσωμη η αντιπολίτευση συντάσσεται στο άρμα κατακραυγής της ανωτέρω κυβερνητικής πρακτικής, ενώ την ίδια στιγμή, μεγάλο ειδησεογραφικό μέσο – ανεξάρτητα από την εμφανή του στήριξη σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, όπως έχει κάθε δικαίωμα να κάνει – δεν πήρε ενίσχυση, την οποίαν ξεκάθαρα δικαιούταν κάθε μεγάλη εφημερίδα και ιστότοπος με μεγάλο κοινό, ειδικά όταν πρόκειται περί ενημέρωσης για την Δημόσια υγεία. Άρα, δεν μιλάμε μονάχα για εκούσια χρονοτριβή εις ότι αφορά την δημοσίευση μιας  λογιστικής απόδειξης που ενέχει χρήμα φορολογουμένων, αλλά και για μια κομματική και συμφεροντολογική κατεύθυνση αυτών των χρημάτων, στρατηγική που συνιστά δημοκρατική και συνταγματική παρέκκλιση, αν όχι κάτι χειρότερο. Και όλα αυτά λαμβάνουν χώρα, όταν κατά παγκόσμια πρωτοτυπία στα κοινοβουλευτικά ιστορικά, ο τύπος ασχολείται περισσότερο με τον έλεγχο της αντιπολίτευσης και όχι με της κυβέρνησης. 

Το πραγματικά όμως ενδιαφέρον σκέλος στην υπόθεσή μας δεν ήταν το σποτ και κατά συνέπεια το μήνυμά του, αυτό καθ΄ αυτό, αλλά οι ”αυθόρμητες” αντιδράσεις επ΄αφορμή αυτού. Συγκεκριμένα, η ΕΣΗΕΑ τοποθετήθηκε εναντίον του βίντεο αλλά (προς τιμήν της) και της ίδιας της κυβέρνησης, ενώ πάμπολλοι δημοσιογράφοι, όλως τυχαίως ενταγμένοι σε φιλοκυβερνητικά έντυπα ή μέσα, έσπευσαν να καταδικάσουν το όλο concept. Δεν χρειάζεται δε, να σπαταλήσουμε και άλλο χρόνο σε τραγελαφικά σχόλια όπως ότι το σποτ είναι ”αντισημιτικό” ή ”σεξιστικό”, όπως κάποιοι κύκλοι υποστήριξαν, λόγω  της χρήσης του Εβραϊκού ονόματος ”Μωυσής” και του φύλου της πρωταγωνίστριας του σποτ. Κάθε σοβαρός άνθρωπος γέλασε και συνεχίζει να γελάει με τέτοιες ανυπόστατες εκφάνσεις.

Η χαρακτηριστικότερη απάντηση επί του θέματος δόθηκε, όπως πάντοτε, από τον καθημερινό λαό. Κοινώς, σε φιλοκυβερνητικό διαδικτυακό μέσο, είχαν την ιδέα να διεξάγουν μια δημόσια δημοσκόπηση αναφορικά με το αν ο κόσμος συμφωνέι ή οχι με το μήνυμα του σποτ. Η απάντηση εξέπληξε μονάχα όσους ζουν στη κοινωνικοπολιτική φούσκα που προβάλλουν. Ο κόσμος, με ποσοστά της τάξης του 85% τάχθηκε υπέρ του σποτ και του μηνύματος που στηλιτεύει μια, σχεδόν παραδοσιακή για τα Εληνικά δεδομένα, ανταλλακτική σχέση ανάμεσα σε κόμματα εξουσίας και μέσα ενημέρωσης, με όρους αδιαφάνειας. Είναι πέραν από βέβαιο ότι, παρά τις προσπάθειες των γνωστών – αγνώστων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, ο δημόσοφος λαός έχει παραπάνω από σώας τα φρένας και αντιλαμβάνεται πότε κάτι υπολειτουργεί ή είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων ύποπτο.  Ενδεικτικά, σε μεγάλη έρευνα της εταιρείας Pew ανάμεσα σε 38 χώρες, η αξιοπιστία των Ελληνικών μέσων ενημέρωσης αναφορικά με την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτά, είναι, κατά κυριολεξία, στην τελευταία θέση. Το ίδιο τραγικό πλην όμως ρεαλιστικό αποτέλεσμα, καταγράφεται και σε όλες τις Πανευρωπαϊκές μελέτες. Που έγκειται λοιπόν το πρόβλημα;

Χάρτης με τα αποτελέσμα της εν λόγω έρευνας 

Ας μιλήσουμε επιτέλους επί της ουσίας. Οποιοσδήποτε έχει την στοιχειώδη αντίληψη και παρακολουθεί τα πολιτικοοικονομικά δρώμενα, πλην βεβαίως όσων έχουν πάσης φύσεως συμφέρον να μη το πράξουν, είναι μάρτυρας μιας κατάφορης και πλήρως αντιδημοκρατικής στράτευσης μέσων και επιχειρηματικών συμφερόντων υπέρ ή κατά συγκεκριμένων κομματικών χώρων. Και εκεί ακριβώς έγκειται όχι μονάχα το υπό εξέταση ζήτημα αλλά κάθε πολιτική διαμάχη στη Δημόσια σφαίρα. Όταν παρατηρείς σε καθημερινή βάση πανελίστες να μην αφιερώνουν τον ίδιο χρόνο προώθησης απόψεων ανά τους διάφορους πολιτικούς χώρους όπως ορίζει ο πλουραλισμός, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης βρίσκονται σε στρατευμένη υπηρεσία με επιλεκτική προώθηση ειδήσεων, όταν τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι τοποθετούνται ξεκάθαρα υπέρ κομματικών προτάσεων ή προσώπων δίχως να τηρούν του δεοντολογικούς κανόνες της αντικειμενικής δημοσιογραφίας, και όταν, τέλος, υπάρχει επιλεκτική ευαισθησία από Ανεξάρτητες Αρχές, τότε μιλάμε για ένα συστημικό, θεσμικό και βαθύτατα Δημοκρατικό πρόβλημα που μας επηρεάζει σε απόλυτο βαθμό. Αυτή η σχεδόν χυδαία υποκρισία είναι που δημιουργεί παγκοσμίως αηδιασμένους με τα κοινά πολίτες, γεγονός που αποδεικνύεται από τα υψηλότατα ποσοστά αποχής στην εκλογική διαδικασία.

Αυτή η υποκρίσια είναι που γεννά πολιτικά τέρατα όπως ο Τραμπ, ο οποίος υπενθυμίζουμε πως μέχρι και σήμερα πολιτεύται με επικοινωνική σημαία τα fake news των συστημικών μέσων των ΗΠΑ. Αυτή η α λα καρτ θεσμική ευαισθησία αρχών όπως το ΕΣΡ, είναι που προωθεί μια κομματική και όχι δημοκρατική αντίληψη του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα οι πολίτες να το αντιλαμβάνονται και να αδιαφορούν πλήρως, όντες αποξενωμένοι, για τα διοικητικά και πολιτικά πράγματα. Δεν νοείται να υπάρχουν 1000 ημερήσια άρθρα/ρεπορτάζ σε δημοκρατική κοινωνία, περί μιας ηχογράφησης πρώην Υπουργού που σήμερα – ω του θαύματος – είναι αποδεκτή για μια τεκμηρίωση ευθυνών, όταν την ίδια στιγμή  η αντίστοιχη ηχογράφηση πρώην Υπουργού του Διοικητή της ΤτΕ, προ μηνών, ήταν κατά τους ίδιους κύκλους παράνομη και καταδικαστέα. Ομοίως, είναι αστείο αν όχι προσβλητικό για τη νοημοσύνη των πολιτών, να μη γίνονται αποδεκτές ηχογραφήσεις των Eurogroups  του 2015 από τον πρόεδρο της Βουλής, αλλά την ίδια ώρα να βασιζόμαστε σε φημολογίες και ηχογραφήσεις αναφορικά με ένα σκάνδαλο για το οποίο μέχρι στιγμής, κατά την πάγια πολιτική ιστορία της χώρας, δεν έχει λογοδοτήσει κανείς, ενώ όλοι αποδέχονται την αρνητική δημοσιονομική επίπτωση που είχε στη χώρα. Κατά τραγική αντίφαση, δεν φαίνεται να επιλέγονται ως ειδησεογραφικά θέματα, γεγονότα όπου νυν Υπουργοί ζητούν την φυλάκιση εισαγγελέων ή απειλούν ευθέως δημοσιογράφους, ή το ότι εισαγγελείς καταθέτουν σε επιτροπή της Βουλής πως ”έχασαν  κρίσιμα για την υπόθεση έγγραφα επειδή πλημμύρισε το υπόγειο και αυτά καταστράφηκαν”.

Σε αυτή τη χώρα πρέπει επιτέλους να επέλθει μια στοιχείωδης θεσμική μεταρρύθμιση, πριν η  ασύμμετρη και παράδοξη συστημική υποκρισία γίνει όχι απλά μέρος της καθημερινότητάς μας (αυτό εξάλλου ήδη έχει συμβεί) αλλά και παράγοντας πλήρους  ετεροκαθορισμού της άποψης και κατά συνέπεια της πολιτικής βούλησης των διοικουμένων πολιτών. Αυτές οι φαύλες λογικές είναι που συνιστούν το παρακράτος, εκ προοιμίου. Το ζήτημα λοιπόν, δεν είναι απλώς δημοσιογραφικό, ιδεολογικό ή νομικό. Είναι θέμα ποιότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και σε κάποια θέματα, δεν χωρούν εκπτώσεις.