Άρθρο της εξωτερικής συνεργάτιδος, Μάρας Τζαρτζά,
Πριν κάποιους μήνες διεξήχθη από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών επιμορφωτικό σεμινάριο με θέμα: «Προσωπικά Δεδομένα – Δικαιοσύνη, επικοινωνία, ΜΜΕ, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης», από το οποίο αναδύθηκε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα: «Αν και κατά πόσον μπορούν να χρησιμοποιούν οι δικαστικοί λειτουργοί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Με αφετηρία τον προβληματισμό αυτό, τίθενται και άλλα συναφή ερωτήματα στο παρόν άρθρο.
Για τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν δοθεί από την ακαδημαϊκή κοινότητα διάφοροι ορισμοί. Πρόκειται για την κοινωνική διάδραση μεταξύ των προσώπων που μοιράζονται ή ανταλλάσσουν πληροφορίες και ιδέες μέσα σε εικονικές κοινότητες και δίκτυα. Δημοφιλή μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μεταξύ άλλων τα: Facebook, Instagram, Twitter, LinkedIn, Viber, Snapchat, Google, YouTube, Pinterest, Foursquare, Flickr, Tinder, Blogger, Badoo, Tumblr. Το ζήτημα της χρήσης τους από δικαστές φαίνεται να απασχολεί το τελευταίο διάστημα πολλές δικαιοδοσίες ανά τον κόσμο, διότι η ιδιότητα του χρήστη ως δικαστή αναδεικνύει σημαντικά ηθικά διλήμματα, τα οποία χρειάζονται ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Κοινή συνισταμένη όλων των προσεγγίσεων είναι ότι η χρήση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης από τους δικαστές δεν είναι μόνο αναπόφευκτη, αλλά, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να είναι και απαραίτητη, προκειμένου ο δικαστής να μη ζει αποκομμένος από την κοινωνία.
Επειδή, όμως, παράλληλα η χρήση των social media ενέχει ποικίλους κινδύνους, όπως για παράδειγμα υπονόμευση της εικόνας του δικαστικού λειτουργού, ήδη το 1924 ο Αμερικανικός Δικηγορικός Σύλλογος θέσπισε ορισμένους κανόνες ηθικής συμπεριφοράς, οι οποίοι στη συνέχεια τροποποιήθηκαν και αποτέλεσαν το 1972 τον Κώδικα Δικαστικής Δεοντολογίας (Model Code of Judicial Conduct). Αν και κάθε Πολιτεία διαθέτει δικό της Κώδικα Δικαστικής Δεοντολογίας οι αρχές που θέτει ο ως άνω Κώδικας καθορίζουν τις κατευθυντήριες γραμμές ως προς τους κανόνες συμπεριφοράς των δικαστών.
Σύμφωνα με τον παραπάνω Κώδικα οι δικαστές δεν πρέπει να σχολιάζουν εκκρεμείς υποθέσεις, ούτε να εμπλέκονται σε μονομερείς επικοινωνίες (ex parte communications), ενώ πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις αναρτήσεις και δημοσιεύσεις τους στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Ο κανόνας 2.11 του Κώδικα Δικαστικής Δεοντολογίας απαριθμεί ενδεικτικά τις καταστάσεις κατά τις οποίες οι δικαστές πρέπει να εξαιρούνται, καθόσον η αμεροληψία τους μπορεί ευλόγως να αμφισβητηθεί – συμπεριλαμβανομένων κυρίως των περιπτώσεων οικογενειακών και προσωπικών σχέσεων.
Αργότερα, το 2002 διατυπώθηκαν οι παγκόσμιας εμβέλειας αρχές της Bangalore αναφορικά με τη συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών, καθώς και ο αναλυτικός Σχολιασμός του 2007 σχετικά με τις Αρχές της Bangalore. Σημαντικότερα αποσπάσματα εξ αυτών είναι τα εξής: «Ένας δικαστής πρέπει να διασφαλίζει ότι η συμπεριφορά του/της, μέσα και έξω από το δικαστήριο, διατηρεί και ενισχύει την εμπιστοσύνη του κοινού, των νομικών επαγγελματιών και των διαδίκων στην αμεροληψία του δικαστή και της δικαστικής εξουσίας»(Αρχή Bangalore 2.2).
«Ενώ από ένα δικαστή απαιτείται να διατηρεί έναν τρόπο ζωής και συμπεριφοράς περισσότερο αυστηρό και περιορισμένο από αυτόν άλλων ανθρώπων, θα ήταν παράλογο να αξιώνεται από αυτόν να αποξενωθεί από την κοινωνική ζωή και να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην κατοικία του, την οικογένειά του και τους φίλους του. Η απόλυτη απομόνωση ενός δικαστή από την κοινότητα, στην οποία διαβιώνει, δεν είναι ούτε δυνατή ούτε ωφέλιμη»(Σχολιασμός παράγρ. 31).
«Η γνώση του πραγματικού κόσμου δεν εμπλουτίζει απλώς τον δικαστή: Η φύση του σύγχρονου δικαίου απαιτεί ο δικαστής «να ζει, να αναπνέει, να σκέφτεται και να ανταλλάσσει απόψεις μέσα σε αυτό τον κόσμο» […] Ένας δικαστής που είναι εκτός πραγματικότητας είναι λιγότερο πιθανό να είναι αποτελεσματικός»(Σχολιασμός παράγρ. 32).
Ένα δεύτερο ζήτημα που τίθεται, είναι αν, και κατά πόσον αφενός, επιτρέπεται η φιλία μεταξύ δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων στα Μ.Κ.Δ και αφετέρου, σε ποιες περιπτώσεις γεννάται ζήτημα εξαιρέσεως δικαστή. Η έννοια της «φιλίας» στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχει απασχολήσει τόσο τη θεωρία, όσο και τις οικείες Επιτροπές Δικαστικής Δεοντολογίας διαφόρων Πολιτειών. Το νόημα που αποδίδεται σε αυτή είναι διαφορετικό από το αντίστοιχο της φιλίας στην πραγματική ζωή, καθώς είναι ευρύτερο. Αυτό σημαίνει πως οι διαδικτυακές επαφές – φιλίες ενός δικαστή δεν απαρτίζονται κατ’ ανάγκη από πρόσωπα προερχόμενα από το στενό οικογενειακό και κοινωνικό του περίγυρο, αλλά ενδεχομένως και από απλώς γνωστά σε αυτόν. Σχετικά με το αν επιτρέπεται η «διαδικτυακή φιλία» μεταξύ δικαστών και δικηγόρων επικρατεί διχογνωμία στις Η.Π.Α και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, κάποιες περισσότερο αυστηρές, ενώ άλλες αρκετά επιεικείς. Αντίστοιχη διχογνωμία εντοπίζεται και στις περιπτώσεις εξαιρέσεως – αποχής του δικαστή.
Σε ορισμένες Πολιτείες (Καλιφόρνια, Κολοράντο, Κονέκτικατ και Οκλαχόμα) οι Επιτροπές Δικαστικής Δεοντολογίας δέχονται ότι η ύπαρξη «φιλίας» στα Μ.Κ.Δ του δικαστή με έναν δικηγόρο που εμφανίζεται ενώπιόν του αποτελεί επαρκή λόγο για την υποβολή αιτήματος εξαίρεσης. Σε άλλες Πολιτείες (Αριζόνα, Κεντάκι, Μέριλαντ, Μιζούρι, Νέο Μεξικό, Νέα Υόρκη, Οχάιο, Νότια Καρολίνα και Γιούτα) οι αντίστοιχες Επιτροπές Δεοντολογίας δε θεωρούν ότι το γεγονός της φιλίας καθ’ αυτό επαρκεί για τη θεμελίωση λόγου εξαιρέσεως δικαστή, δέχονται, όμως, ότι αποτελεί παράγοντα που θα ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση ενδεχόμενης αιτήσεως εξαιρέσεως / αποχής. Ορθότερη φαίνεται η δεύτερη άποψη, υπέρ της οποίας τάσσεται άλλωστε και η πλειοψηφία των Πολιτειών.
Το συμπέρασμα που διεξάγεται από το σχολιασμό των παραπάνω ζητημάτων είναι ότι η χρήση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης από τους δικαστικούς λειτουργούς είναι ασφαλώς θεμιτή, πάντα όμως με γνώμονα τις αρχές της αμεροληψίας, της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της ευπρέπειας, δεδομένου ότι από την τήρηση των αρχών αυτών εξαρτάται η διαφύλαξη του κύρους της δικαιοσύνης.